«Ὤ θαύματος καινοῦ! ὤ παραδόξου τρόπου! Πῶς χόρτος οὐκ ἐφλέχθη, ἡ χείρ τοῦ Ἀποστόλου, πυρί τῷ τῆς Θεότητος!»
«Σπεύσωμεν καί ἡμεῖς τάς χεῖρας ἁγιάσαι τῇ τῶν παθῶν ἀργίᾳ, καί οὕτω τοῦ Δεσπότου τῆς πλευρᾶς ἐφαψόμεθα» (Απόστιχα όρθρου ημέρας).
(Τι καινούργιο θαύμα και παράδοξος τρόπος! Πώς δεν πήρε φωτιά το χορτάρι, δηλαδή το χέρι του Αποστόλου από το πυρ της Θεότητας!
Ας σπεύσουμε και εμείς να αγιάσουμε τα χέρια μας με την αργία των παθών μας, και έτσι να αγγίξουμε την πλευρά του Δεσπότου Χριστού).
Ο άγιος υμνογράφος επιμένει στο θαύμα της ψηλάφησης του Κυρίου από τον απόστολο Θωμά. Και το θαύμα κατ’ αυτόν έγκειται στο γεγονός ότι το χέρι του δεν «κάηκε» από την τόλμη του να αγγίξει τις πληγές του αναστημένου Διδασκάλου του. Για τον ποιητή, και για κάθε χριστιανό βεβαίως, το αναστημένο σώμα του Κυρίου είναι σαν την καιομένη βάτο που είδε και πλησίασε ο προφήτης Μωϋσής ήδη από τα Παλαιοδιαθηκικά χρόνια. Κι ακόμη: σαν τον πυρωμένο άνθρακα που είδε ο προφήτης Ησαΐας να τίθεται στο ουράνιο θυσιαστήριο από τους αγγέλους, οι οποίοι στη συνέχεια άγγιξαν με αυτόν τα χείλη του για να καθαριστεί και να αποκτήσει την προφητική χάρη και δύναμη – η καιομένη βάτος και ο άνθρακας αυτός αποτελούσαν προεικονίσεις του σώματος του Κυρίου. Λοιπόν, μένει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος μπροστά στο γεγονός. Και η εξήγηση της μη καύσης του αποστόλου δίνεται κατά μοναδικό τρόπο από τον οίκο του κοντακίου της εορτής: «Ποιος φύλαξε την παλάμη του Μαθητή τότε να μη διαλυθεί, όταν πλησίασε την πύρινη πλευρά του Κυρίου; Ποιος έδωσε στην παλάμη αυτή τόλμη κι απέκτησε δύναμη να ψηλαφήσει το πύρινο οστό; Οπωσδήποτε η πλευρά που ψηλαφήθηκε. Διότι αν η πλευρά αυτή δεν χορηγούσε δύναμη στην πήλινη δεξιά του Θωμά, πώς θα μπορούσε να ψηλαφήσει εκείνα τα παθήματα που σάλευσαν τα άνω και τα κάτω; Αυτή η χάρη δόθηκε στον Θωμά ώστε να ψηλαφήσει την πλευρά και να φωνάξει στον Χριστό: Είσαι ο Κύριος και ο Θεός μου» («Τίς ἐφύλαξε τήν τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν καί ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως η ψηλαφηθεῖσα˙ εἰμή γάρ ἡ πλευρά δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω καί τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ ἐκβοῆσαι˙ Κύριος ὑπάρχεις καί Θεός μου»).
Αλλά ο υμνογράφος μας βλέπει και την προέκταση του θαυμαστού γεγονότος: είναι η σχέση η δική μας με τον Κύριο! Ό,τι συνέβη με τον απόστολο Θωμά, το ίδιο συμβαίνει και με κάθε χριστιανό σε όλους τους αιώνες. Διότι η κλήση του χριστιανού είναι να σχετιστεί με τον Κύριο με τον ίδιο τρόπο που σχετίστηκαν όλοι οι μαθητές, που σχετίστηκε και ο απόστολος Θωμάς. Που θα πει: η προσέγγιση του Κυρίου και από εμάς είναι προσέγγιση τοῦ πυρός και της φωτιάς. «Πῦρ γάρ καί φῶς» ο Κύριος! Αν «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας» και αν κληθήκαμε «εἰς κοινωνίαν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ», δηλαδή σε μία κοινωνία ολόκληρης της ύπαρξής μας με Εκείνον – ο απόστολος Πέτρος εννοώντας τη θεία ενέργεια αναφέρεται στην κοινωνία της «θείας φύσεως» του Κυρίου - τότε ο Χριστός μάς καλεί να φωτιστούμε και να «καούμε»! Αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής πίστεως: όχι να πιστεύουμε σε Κάποιον Παντοδύναμο απλώς Θεό, ο Οποίος βρίσκεται κάπου στα ουράνια – αυτό συνιστά ένα βήμα προ της ολικής διαγραφής Του από τη ζωή μας: τι να κάνουμε έναν Θεό μακρινό και ξένο από εμάς; - αλλά στον αληθινό Θεό, ο Οποίος έγινε ένας από εμάς, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας, μας ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, μας έδωσε τις δυνάμεις Του, μας δίνει τον εαυτό Του να Τον φάμε και να Τον πιούμε, μας δείχνει διαρκώς πόσο πράγματι είναι βαθιά η επιθυμία Του να είναι μαζί μας. Αλλά μας αποκαλύπτει ότι ο Ίδιος είναι φωτιά που και φωτίζει και καίει. Πότε όμως λειτουργεί για εμάς κατά τρόπο θετικό το φως αυτό και η φωτιά αυτή; Όταν συμβαίνει με την τόλμη του αποστόλου Θωμά, δηλαδή όταν υπάρχει η εναγώνια αναζήτησή Του για θεωρία και μετοχή σ’ Αυτόν. Και ο άγιος υμνογράφος βεβαίως μάς βοηθάει ακόμη περισσότερο: Πρέπει να σπεύδουμε και εμείς, λέει, να προσεγγίζουμε τον Κύριο, να Τον ακουμπάμε, να Τον τρώμε και να γινόμαστε ένα μ’ Εκείνον, όταν όμως αγιάζουμε τα χέρια μας, που θα πει το σώμα και την ψυχή μας, με την αργία από τα πάθη μας, δηλαδή με την προσπάθεια να έχουμε καθαρή την καρδιά μας. Όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη φορά ζωής, όσο η στροφή μας είναι προς τις εντολές του Κυρίου μας, τόσο και η προσέγγισή Του γίνεται με τον τρόπο που ένα μικρό παιδί τρέχει προς την αγκαλιά του Πατέρα του.
Το βλέπουμε σε όλους τους αγίους μας, όπως είπαμε. Οι άγιοί μας είναι η χαρά του Ουρανού πάνω στη γη, αλλά εκπέμπουν την ίδια θέρμη και την ίδια «επικινδυνότητα» με τον Κύριο. Μας θερμαίνουν αλλά και μπορεί να μας κάψουν, αν είμαστε χλιαροί και αμελείς. Την ίδια προοπτική έχουμε βεβαίως όλοι μας. Η πίστη μας δεν είναι παιχνίδι. Αν δεν την πάρεις στα σοβαρά, «καίγεσαι»!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου