Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1985)
ΣΤΗΝ μεγάλη αὐτὴ Ἑορτὴ γίνεται ἡ ἐπίσημη τάξη τῆς Ὑψώσεως, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ τίμιος Σταυρὸς ἀνυψώνεται μὲ τὰ χέρια τοῦ Λειτουργοῦ καὶ στὴν συνέχεια κατέρχεται σιγὰ σιγὰ μέχρι σχεδὸν τὸ ἔδαφος, καὶ ἐν συνεχείᾳ καὶ πάλι, μὲ τὸν αὐτὸ τρόπο, ἀνυψώνεται.
Στὴν τάξη αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἐπιδεικνύει τὴν μεγαλειώδη πράξη ποὺ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπιτέλεσε γιὰ μᾶς, κατερχόμενος ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴν γῆ, καὶ ἀπὸ τὴν γῆ στὰ καταχθόνια, ὥστε -ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀρέσκονται νὰ τονίζουν- νὰ ἀναζητήσει, νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο.
Ὅμως, εἶναι ἀνάγκη νὰ σημειώσουμε τὴν ἑξῆς διαφορά: ἀπὸ τὸν Θρόνο τοῦ Θεοῦ κατῆλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, Θεὸς Παντοδύναμος καὶ Ἀπεριόριστος, ἡ μόνη Θεότης. Καὶ ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τὸ μέγα ἔργο, τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, Αὐτὸς ἀνῆλθε καὶ πάλι στοὺς Οὐρανούς, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον ὁ Υἱὸς καὶ μόνον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἀνερχόταν, ἀλλὰ ἦταν Θεάνθρωπος. Ἕνα Πρόσωπο, μία Ταυτότης, ἤ, καλύτερα σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ ὁρολογία, μία Ὑπόστασις, ἀλλὰ σὲ δύο Οὐσίες καὶ Φύσεις: Θεοῦ καὶ Ἀνθρώπου.
Διότι, στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ Θεότητα καὶ ἡ Ἀνθρωπότητα ἑνώθηκαν πλήρως καὶ παντοτινά, γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα, καὶ ποτὲ δὲν θὰ συμβεῖ κάποια ἀλλαγὴ σὲ τοῦτο. Ἐν τῷ μεταξύ, καὶ ἡ Θεία Φύση καὶ ἡ Ἀνθρώπινη Φύση (στὸν Σωτῆρα Χριστὸ) διατηροῦν ὅλες τὶς ἰδιότητές τους καὶ μόνον διὰ Θαύματος εἶναι ποὺ αὐτὲς ἑνώθηκαν σὲ ἕνα Πρόσωπο.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀρέσκονται νὰ τονίζουν, ὅτι ὁ Κύριός μας ἀνερχόμενος ἀπὸ τὴν γῆ στὸν Οὐρανό, φώτισε τὴν ὁδὸ γιὰ μᾶς. Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι πιστὴ σὲ Αὐτὸν βλέπει σὲ αὐτὸ τὴν ἐκπλήρωση τῆς λαμπρᾶς ὑποσχέσεώς Του ὅταν ἔλεγε: «ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται» (Ἰω. ιβ΄ 26). Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Κύριος ἔχει διανοίξει τὴν ὁδὸ ἀπὸ τὴν γῆ στὸν Οὐρανὸ γιὰ μᾶς, τὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Μόνον νὰ προσέχει ἡ κάθε χριστιανικὴ ψυχή, ὥστε νὰ μὴν λάβει μαζί της ἐπίγειες ματαιότητες στὸν Οὐρανό.
Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ζήσουμε ἐδῶ στὴν γῆ μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅταν φθάσει τὸ τέλος αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, νὰ θεωρηθοῦμε ἄξιοι τῆς εὐλογημένης ζωῆς τοῦ Παραδείσου. Δηλαδή, νὰ εἴμαστε ἀπασχολημένοι, νὰ ζοῦμε καὶ νὰ γευόμαστε ἐνῶ εἴμαστε ἀκόμη ἐδῶ στὴν γῆ, αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει στὰ σκηνώματα τοῦ θείου Παραδείσου καὶ στὴν αἰώνια καὶ μακάρια ζωή.
Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε, ὅτι τρίτη («μέση») ὁδὸς δὲν ὑπάρχει: ἄν ἡ ψυχὴ δὲ σωθεῖ, ἄν δὲν κληρονομήσει τὶς μονὲς τοῦ Παραδείσου, ἄν δὲν κατασκηνώσει σὲ αὐτές, τότε βέβαια θὰ πέσει στὴν θανατηφόρα ἄβυσσο τοῦ ἅδου· δὲν ὑπάρχει τρίτος δρόμος!
Γι’ αὐτὸ ἄς προσέχουμε τὶς ψυχές μας, Χριστιανοί, γιὰ νὰ προετοιμασθοῦμε προκειμένου νὰ γίνουμε δεκτοὶ στὶς κατοικίες τοῦ Παραδείσου καὶ ὄχι στὴν φρικτὴ ἄβυσσο τῆς κολάσεως, στὴν ὁποίαν ὑπάρχει μόνον ὀδύνη καὶ στεναγμὸς καὶ οὐδεμία ἀπολύτως ἀνακούφιση ἢ ἐλπίδα.
Καὶ θὰ εἶναι πράγματι εὐλογημένη ἐκείνη ἡ ψυχὴ ποὺ θὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὑποσχέθηκε στοὺς μαθητές Του καὶ μέσῳ αὐτῶν σὲ μᾶς, τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἀμήν!
(Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὁ Ποιμήν» Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Ἐδουάρδου Ἀγγλίας, μηνὸς Σεπτεμβρίου τοῦ 1998, σελ. 3-4).
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου