Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός
Γιὰ νὰ μεταχειριστοῦμε ἕνα παράδειγμα, ἄς ὑποθέσωμε ὅτι κάπου ὑπάρχει ἕνας καθρέφτης ἀπὸ γυαλὶ ἤ μέταλλο καὶ φαντάσου ὅτι ὁ Χριστὸς ἀντί κάποιος ἄλλος στέκεται μπροστὰ σ’ αὐτοὺς τοὺς καθρέφτες. Καὶ σχηματίζεται ἡ εἰκόνα του στὴ στιλπνότητα τοῦ καθρέπτη καὶ νὰ φαίνεται σ’ αὐτὴν καθαρά. Ἄν λοιπὸν κάποιος πλησιάση μὲ πόθο στὸν καθρέπτη, ὅπου διαγράφεται ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἀγγίση μὲ τὰ χείλη του καὶ τὸν ἀσπαστῆ, τὸν καθρέφτη τάχα τιμᾶ ἤ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ καθρεφτίζεται; Γιατὶ ἄν τιμοῦσε τὴν ὕλη τοῦ καθρέφτη καὶ ἀπέδιδε σ’ αὐτὴ σεβασμὸ θὰ ἦταν συνακόλουθο νὰ προσκυνῆ κάθε γυαλὶ καὶ κάθε μέταλλο. Ἄν ὅμως τέτοιο πρᾶγμα δὲν ἔκαμε ποτὲ καὶ ἀσπάστηκε ἐκεῖνο μόνο, ὅπου παρουσιάστηκε ἡ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι φανερὸ καὶ σὲ τυφλὸ ὅτι ἐτίμησε τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ φαίνεται ἐπάνω στὴν ὕλη.
Κατὰ τὸν ὅμοιο τρόπο νὰ σκέφτεσαι καὶ γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Ἀλλὰ σὺ ὁ αἱρετικὸς δὲν εἶσαι μόνο εἰκονομάχος ἀλλὰ πέρα πέρα Χριστομάχος καὶ γι’ αὐτὸ εἶσαι γεμᾶτος πολεμικὸ μένος κατὰ τῆς ἁγίας εἰκόνας του κι ἔχεις ἀποθηριωθῆ ἀπὸ τὸ δαίμονα ποὺ κατοικεῖ μέσα σου. Γιατὶ κι οἱ παρδάλεις λένε ὅτι μισοῦν τὰ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων καὶ λυσσοῦν μὲ μανία ἐναντίον τους, κι ἄν κάπου δοῦνε ζωγραφισμένη ἀνθρώπινη μορφή, μανιάζουν μ’ αὐτὴ καὶ πηδοῦν κατὰ πάνω της ἔξαλλα καὶ δείχουν τὰ νύχια τους.
Τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ γιοὶ τῆς ἀπώλειας, οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἁντιχρίστου, οἱ διαβολικοὶ πραγματικὰ Βογόμιλοι. Τὸ Χριστὸ μισοῦν ἄτοπα κι ὄχι μόνο δὲν ἀνέχονται νὰ ἀντικρύζουν τὴν πανσέβαστη μορφή του ἀλλὰ τῆς δίνουν καὶ τὴν ὀνομασία τοῦ εἰδώλου. Ἀληθινὰ «τάφος ὁλάνοιχτος εἶναι ὁ λάρυγγάς τους» καὶ βγάζει πολλὴ κακοσμία ἀπὸ βλασφημία· εἶναι γιοὶ τοῦ σκότους καὶ δὲν βλέπουν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ὁ Χριστὸς, ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὅταν εἶδε τὸ ὁμοίωμα τοῦ αὐτοκράτορα Τιβέριου, ἀνθρώπου ἀπίστου καὶ εἰδωλολάτρη, οὔτε τὸ ὕβρισε οὔτε τὸ ἀποκάλεσε εἴδωλο ἀλλὰ εἰκόνα. Καὶ συ δυστυχισμένε δὲ νιώθες φρίκη, τὸ βασιλέα τῶν οὐρανῶν, τὸν ἀπλησίαστο ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ τὴν εἰκόνα του νὰ τὴ θεωρῆς βλάσφημα εἴδωλο; Καὶ ποῦ ὁ Χριστὸς ἀποκαλεῖ τοῦ αὐτοκράτορα τὴ μορφὴ εἰκόνα, ἄκουσε. Κάποτε ἐρώτησαν τὸ Χριστὸ οἱ φίλοι σου καὶ ἀδελφοί σου καὶ ὁμόφρωνες.
Δὲ διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ τὸν Ἑβραῖο ὁ Βογόμιλος ἤ καλύτερα εἶναι ὁ Βογόμιλος ἀπὸ κάθε Ἑβραῖο πιὸ ἀσεβής. Γιατὶ ὁ Ἑβραῖος κι ἄν εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα κακός, παραδέχεται ὡστόσο ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τῆς πλάσης. Ἐνῶ ὁ Βογόμιλος ἀποδίδει τὴ δημιουργία στὸ διάβολο. Ἄλλαξε θέση γι’ αὐτὸ, οὐρανέ, καὶ ταραχτῆτε, θεμέλια τῆς γῆς. Ἄνοίξετε καὶ καταπιῆτε τοὺς ἀποστάτες καὶ ὑβριστὰς τοῦ Πλάστη καὶ Δημιουργοῦ ὅλων, ὅπως στὸ παρελθὸν τοὺς φίλους τοῦ Δαθὰν καὶ τοῦ Ἀβειρών.
Ἄς γυρίσωμε σ’ αὐτὸ ποὺ λέγαμε. Ρώτησαν κάποτε τὸν Χριστὸ οἱ Ἰουδαῖοι «ἄν ἐπιτρέπεται νὰ δίνουν στὸν αὐτοκράτορα τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου ἤ ὄχι». Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε: «Δείξατέ μου τὸ νόμισμα τοῦ κήνσοου». Κι ὅταν τοῦ τὸ ἔδιξαν τοὺς εἶπε πάλι· «Τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτὴ καὶ ἡ ἐπιγραφή»; τοῦ αὐτοκράτορα ἀπάντησαν. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε· Ἀποδώσετε στὸν Καίσαρα ὅ,τι ἀνήκει στὸν Καίσαρα καὶ στὸ Θεὸ ὅ,τι ἀνήκει στὸ Θεό». Ἄκουσες κακοήθη Βογόμιλε, τὸ Χριστό, ποὺ εἶπε· τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτὴ καὶ ἡ ἐπιγραφή; Κι ὅτι τὸ ἀποτύπωμα πάνω στὸ νόμισμα εἶναι τοῦ Καίσαρα εἰκόνα κι ὄχι εἴδωλο.
Ἀλλὰ γράφει ἡ Γραφή, μᾶς λέει: «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν εἶναι ἀσήμι καὶ χρυσάφι καὶ ὅτι αὐτὰ οὔτε λόγο ἔχουν, οὔτε ὅραση οὔτε κίνηση». Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ οἱ εἰκόνες οὔτε κάμουν οὔτε προκαλοῦν κάτι ἀπ’ ὅ,τι τὰ ὄντα ποὺ συναισθάνονται καὶ μιλοῦν καὶ κινοῦνται, λέμε ὅτι δὲν εἶναι ἀνόμοια ἀπὸ τὰ εἴδωλα. Ἀνόητε κι ἀσυναίσθητε! Ἄν οἱ εἰκόνες μιλοῦσαν, ἄν ἔβλεπαν, ἄν ἄκουαν, ἄν περπατοῦσαν δὲ θὰ ἦσαν εἰκόνες οὔτε ὁμοιώματα ἀλλὰ πρότυπα καὶ τέλειοι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἡ εἰκόνα εἶναι μονάχα ὁμοίωμα ἑνὸς προτύπου καὶ ἀπομίμηση μιᾶς μορφῆς.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλεῖ εἴδωλα τὰ ὁμοιώματα τῶν δαιμόνων. Δαίμονες ἦσαν οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων. Ἐκφράζεται ἔτσι «Οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν εἶναι δαιμόνια». Κι ἐπειδὴ τάχα τῶν ἐθνῶν οἱ θεοὶ εἶναι δαιμόνια, θὰ ἀρνηθοῦμε ἐμεῖς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ ζήσωμε στὸν κόσμο σὰν ἄθεοι; Τὸ δικὸ σου σκοτεινὸ πνεῦμα μόνο μπορεῖ νὰ τὸ πῆ αὐτό· ἐπειδὴ οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν ἦσαν δαιμόνια, μήτε σεῖς νὰ μὴν τιμήσετε τὸ Θεὸ, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθῆτε δαιμονολάτρες ἀλλὰ μείνετε ἄθεοι. Ἄν αὐτὸ εἶναι ἀθεΐα καὶ ἀσέβεια, τὸ ἴδιο θὰ ἐπαναληφθῆ καὶ στ’ ἀποτυπώματα. Οἱ Ἕλληνες ἐλάτρευαν μορφὲς τῶν δαιμόνων· ἐμεῖς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. «Τὶ σχέση ἔχει τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι ἤ πῶς νὰ συμφωνήση ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Βελίαλ»;
Ἄν τὸ σκοτάδι καὶ τὸ φῶς εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα θὰ εἶναι ἐπίσης τὸ ἴδιο ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ εἴδωλο. Ἀλλὰ μακάρι νὰ στραφῆ ἡ βλασφημία ἐπάνω στὸ σιχαμερὸ κεφάλι σου, τρισκατάρατε Βογόμιλε. Μάθε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια, ἔχθρὲ τῆς ἀλήθειας. Τὰ ἔθνη ἐκεῖνα τὰ πολύθεα καὶ τὰ ἄθεα ἔφτιαχναν γλυπτὰ ὁμοιώματα τῶν δαιμόνων καὶ τὰ ἐλάτρευαν σὰν θεοὺς καὶ λογάριαζαν αὐτὰ τὰ ἄψυχα σὰν κηδεμόνες τῆς ζωῆς. Κι ἦσαν μαζὶ καὶ τὰ πρότυπα καὶ τὰ ὁμοιώματά τους δαίμονες καὶ ὁμοιώματα δαιμόνων.
Ὁ Χριστὸς ὅμως ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἀφοῦ εἶναι μονογενὴς Γιὸς καὶ Λόγος τοῦ ἄναρχου Πατέρα, ἔγινε γιὰ χάρη μας ἄνθρωπος στ’ ἀληθινὰ κι ὄχι μὲ τὴ φαντασία, κι ἔμεινε συνάμα αὐτὸ ποὺ ἦταν καὶ τὸ σχῆμα ἀκριβῶς τῆς ἀνθρωπίνης μορφῆς του ἀπεικονίζομε καὶ σὰν ἅγιο τὸ τιμοῦμε, γιατὶ κι ὁ Χριστὸς εἶναι πανάγιος. Ὅμοια συμπεριφερόμαστε καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους. Ἀλλὰ κι ὅταν τιμοῦμε καὶ προσκυνοῦμε τὶς ἅγιες εἰκόνες γιὰ τὴν ὁμοιότητά μὲ τὰ πρότυπά τους, δὲν σεβόμαστε –μὴ γένοιτο- σὰν νὰ ἦσαν θεοί. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἀνάθεμα ὑποβάλλομε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀποδίδουν συκοφαντία. Γιατὶ, μὲ ἐξαίρεση τὸ Χριστὸ, δὲ θεωροῦμε θεοὺς ἀπὸ τὴν φύση τους μήτε τὰ ἴδια τὰ πρότυπα τῶν ἁγίων εἰκόνων. Τοὺς νομίζουμε μᾶλλον γνήσιους δούλους τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀγαποῦμε, γιατὶ ἀγάπησαν ἀληθινὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς τιμοῦμε, ἐπειδὴ ὠς τὸ τέλος ἀγωνίστηκαν, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν Χριστό.
Σοῦ ξαναθέτω τὴν ἐρώτηση, Ποιός λέει «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν εἶναι ἀσήμι καὶ τὸ χρυσάφι» καὶ τὰ παρακάτω; Ὁ Δαυΐδ, θ’ ἀπαντήσης. Κι ὁ Δαυΐδ ποιοῦ νόμου μαθητὴς καὶ τηρητὴς ἦταν; Τοῦ παλιοῦ νόμου, τῆς σκιᾶς ἤ τοῦ νέου, τοῦ φωτός; Βέβαια τοῦ παλιοῦ. Καὶ πῶς σὺ ὁ Βογόμιλος ἄν καὶ ἀπορρίπτης τὰ βιβλία τοῦ Παλιοῦ νόμου κι ἀποδίδης στὸν πονηρὸ τὴ νομοθεσία αὐτὴ κι ὄχι στὸν ἀγαθὸ Θεὸ κι ὅλα αὐτὰ καταδικάζης στὴ σιγή, πῶς ἀποσπᾶς ἀπὸ τὴ σειρά του τὸ ἐδάφιο αὐτὸ καὶ τὸ προβάλεις σ’ ἐμᾶς;
Πρέπει νὰ παραδεχθῆς τὸ νόμο στὸ σύνολό του, ἀλλιῶς ἄν δὲ τὸν παραδεχτῆς ἐκεῖνον, νὰ μὴν παραδεχτῆς μήτε τὸ λιγόλογο τοῦτο διάψαλμα (μεσῳδό). Εἶναι ἀνοησία μιὰ μόνο ἀκτῖνα ἀπ’ ὅλο τὸν ἥλιο νὰ ἑπαινέσης σὰν λαμπρή, σὰν χρυσωπὴ καὶ ν’ ἀποδώσης ζόφωση σ’ ὅλες τὶς ἄλλες. Ἤ πῶς θὰ μπορέσης μιᾶς πηγῆς τὸ ρεῦμα νὰ τὸ χωρίσης σὲ γλυκὺ καὶ πικρό; Καὶ πῶς παρατρέχεις θεληματικὰ τοῦτο; Ὅτι ὁ παλιὸς νόμος ἤ μᾶλλον ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ μίλησε μέσα στὸ νόμο δίνοντας παραγγελίες στὸν Ἰσραὴλ καὶ λέγοντας «Δὲ θὰ κάμης κανένα ὁμοίωμα οὔτε ὅσων εἶναι στὸν οὐρανό, οὔτε ὅσων εἶναι στὴν γῆ», ὁ ἴδιος ὥρισε νὰ κατασκευάσουν δύο Χερουβεὶμ χρυσοστόλιστα καὶ νὰ τὰ στήσουν ἀπ’ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη στὴν ἱερή κιβωτό;
Μάρτυρας στὸ λόγο μου γίνεται καὶ ὁ Παῦλος, ὁ ἀπόστολος ποὺ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, μιλῶντας γι’ αὐτὸ τὸ θέμα στὴν Ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Ἑβραίους καὶ λέγοντας κατηγορηματικά «Μετὰ τὸ δεύτερο χώρισμα εἶναι σκηνὴ ποὺ λέγεται Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔχει χρυσὸ θυμιατήρι καὶ τὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης, σκεπασμένη μὲ χρυσάφι ἀπὸ παντοῦ, ὅπου βρίσκεται ἡ χρυσῆ στάμνα μὲ τὸ μάννα καὶ τὴ ράβδο τοῦ Ἀαρών, ποὺ βλάστησε καὶ οἱ πλάκες τῆς διαθήκης· πάνω ἀπ’ αὐτὴν Χερουβεὶμ τῆς θείας δόξας κάνουν ἴσκιο στὸ κάλυμμα». Πάνω σ’ αὐτὰ δὰ τὰ Χερουβεὶμ παρουσιαζόταν συχνὰ στοὺς ἄξιους ὁ Θεὸς τῆς δόξας. Γιὰ τοῦτο κι ὁ Παῦλος τὰ ὠνόμασε Χερουβείμ τῆς δόξας.
Βλέπεις, τυφλὲ, πῶς καθῶς ἐλέγαμε πιὸ πάνω, εἶναι ἅγια τὰ ὁμοιώματα τῶν ἁγίων προτύπων; Καὶ πῶς εἶναι δαίμονες μιαροὶ καὶ παμμίαροι καὶ μιαρὰ καὶ παμμίαρα τὰ εἴδωλὰ τους, κι ὅποιοι σέβονται τούτους καὶ τὰ εἴδωλά τους θὰ κληρονομήσουν μαζὶ μ’ αὐτοὺς τὴν αἰώνια φωτιά; Κι ἡ φωτιὰ εἶναι μερίδα τῆς κληρονομίας τῶν Βογομίλων, γιατὶ καὶ γι’ αὐτοὺς εἶναι κατάλληλη ἠ φράση «Οἱ Θεοὶ τῶν Ἐθνῶν εἶναι δαιμόνια».
Πρόσεξε τὴν ἀρματωσιὰ τοῦ λόγου. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ λογικό, τὸ Θεὸ ποὺ λατρεύει τὸν παραδέχεται καὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς δημιουργὸ κι ὅλων ὅσα βρίσκονται στὴ γῆ, κι ὅποιος ἦταν στ’ ἀλήθεια ὁ δημιουργός τους, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Θεός. Οἱ Βογόμιλοι ἀποδίδουν τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου στὸ διάβολο, ὥστε συμφωνεῖ μὲ τὴ γνώμη τους καὶ Θεὸ αὐτὸν τὸν νομίζουν καὶ νὰ τὸν προσκυνοῦν κι εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Βογομίλων δαιμόνιο καὶ εἴδωλα τούτου καθένας ἀπὸ τοὺς Βογομίλους, ποὺ γίνεται πέρα γιὰ πέρα ὅμοιος μὲ τὸ πρότυπό του. Εἶναι καὶ τοῦτοι σκοτεινόμορφοι δαιμονοπρόσωποι. Ὅμοιοι μ’ αὐτοὺς νὰ γίνουν ὅσοι τοὺς τιμοῦν καὶ τὶς βλασφημίες τους παραδέχονται κι ἄς εἶναι οἱ παρόμοιοι ὅλοι κάτω ἀπὸ αἰώνιο ἀνάθεμα.
Μποροῦσα νὰ προσθέσω κι ἄλλα σ’ ὅσα ἔχουν ὡς τώρα λεχθῆ, γιὰ νὰ φανῆ ἡ παραφροσύνη τῶν Βογομίλων ἀλλὰ ἡ πανιέρη ἀκολουθία τῆς θείας μυσταγωγίας, μᾶς προσκαλεῖ τώρα νὰ τὴν ὁλοκληρώσωμε. Ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας καὶ φίλοι τοῦ ψεύδους θὰ δεχθοῦν τὸ ἀνάθεμα ἀπὸ ὅσους ἔχουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἐγώ, τρισαγαπητά παιδιά μου, ἀφοῦ κάμω μιὰ σύντομη παραίνεση στὴν ἀγάπη σας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας θὰ σταματήσω. Θυμοῦμαι ὅτι καὶ κάποια ἄλλη φορὰ σᾶς ἐδίδαξα καὶ σᾶς συμβούλεψα νὰ ἀκολουθῆτε τὴ συνήθεια τοῦ ἑνὸς φαγητοῦ τὴν ἐνάτη ὥρα τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος κατὰ τὴν ἁγία νηστεία. Γιὰ τὸ ἴδιο πάλι παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας. Αὐτὸ εἶναι νηστεία· ἡ μέτρια τροφὴ τὸ ἀπομεσήμερο.
Ἄν δὲν κάμης ἔτσι ἀλλὰ γευματίζης τὴ συνηθισμένη ὥρα, αὐτὸ εἶναι κατάλυση κι ὄχι καθιέρωση τῆς νηστείας, ἀκόμα κι ἄν τὸ τραπέζι μας ἀποτελεῖται ἀπὸ ἁπλᾶ καὶ λιτὰ φαγητά· οὔτε νηστεύεις ἄν δὲν χρησιμοποιῆς τὸ κρέας. Μὴ γελιέσαι· πρέπει τὸ στομάχι ποὺ ἐπιθυμεῖ φαγητὸ πρὶν τῆς ὥρας νὰ τὸ συγκρατῆς. Εἶσαι τοῦ Χριστοῦ δοῦλος. Ὑπηρέτησε πρῶτα τὸν Κύριό σου. Στάσου κοντά του μὲ τὴν προσευχή. Τροφή του πρόσφερέ του τὴ φροντίδα τῆς σωτηρίας σου, αὐτὴ εἶναι ἡ δικὴ του δυνατὴ πεῖνα. Ὕστερα ἀσχολήσου μὲ τὴ φροντίδα τοῦ δικοῦ σου στομαχιοῦ.
Ἐνῶ ἄν θεωρῆς αὐτὴ προτιμότερη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου σου, δὲν εἶσαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τοῦ στομαχιοῦ. Καὶ τοῦτο, ὀφείλουμε νὰ τὸ κάνωμε πάντοτε, νὰ προτιμοῦμε τὴν ὑπηρεσία καὶ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ σωματικὴ τροφή. Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμαστε ἀσθενεῖς ἤ καλύτερα ὀκνηροὶ καὶ βαρεῖς, ἄς τὸ ἐφαρμόσωμε τουλάχιστο σ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τῆς νηστείας καὶ ἄς σταματήσωμε τὴν κατηγορία τῶν Λατίνων ἐναντίον μας ποὺ μᾶς ἐκτοξεύουν, ἐνῶ ἐκεῖνοι τρῶνε πιὸ ἀργὰ καὶ μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα.
Ἀλλὰ ἐκείνοι, λένε μερικοί, ἄν τρῶνε πιὸ ἀργά, πιὸ ἀργὰ ἐπίσης σηκώνονται ἀπὸ τὸ τραπέζι. Κι εἶναι ἀφθονώτερα τὰ φαγητὰ τους. Ψάρια καὶ χορταρικὰ καὶ ὄσπρια μὲ λάδι καθημερινὰ τρῶνε κατὰ κόρον, ὥστε ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς ἄλλης ἡμέρας νὰ γίνη ἡ χώνεψη τῶν φαγητῶν. Κράτησε τὴ γλῶσσα σου, ἄνθρωπε, ἀπὸ τοὺς λόγους, ὅπως καὶ τὸ στόμα ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ σὺ ποὺ δὲν τρῶς, μὴν κρίνης ἐκεῖνον ποὺ τρώει. Δὲ σοῦ λέγω βέβαια νὰ ζηλέψης γενικὰ τὸν τρόπο τῆς Λατινικῆς νηστείας, ἀλλὰ τὸ σχετικὸ καλὸ ποὺ περιέχει. Ὁ φρόνιμος γνωρίζει νὰ ἀντλῆ ὄχι μικρὴ ὠφέλεια ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸ καὶ τὸ βλαβερό.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος μᾶς παραγγέλη «Νὰ γίνετε φρόνιμοι ὅπως τὰ φίδια καὶ ἀθῶοι ὅπως τὰ περιστέρια», δὲ μᾶς συμβουλεύει νὰ μιμηθοῦμε τὴν ἱκανότητα τοῦ φιδιοῦ νὰ δηλητηριάζει καὶ νὰ σκοτώνη, οὔτε τὴν ἀνοησία τοῦ περιστεριοῦ. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φίδι τὴν προφυλακτικότητα καὶ τὴ φροντίδα ποὺ δείχνει γιὰ τὸ κεφάλι του –φροντίζει τὸ φίδι νὰ προφυλάξη ἀπ’ ὅλο τὸ σῶμα τὸ κεφάλι- Κι ἀπὸ τὸ περιστέρι τὴν ἀκακία του, τὴν ἀνοχὴ πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸ ἀδικοῦν, τὴν πραοότητά του· ὅταν τοῦ παίρνουν τὰ μικρὰ του ὑπομένει τὴν ἀδικία, δὲν φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι. Αὐτὰ νὰ ζηλεύωμε, τὰ ἄλλα νὰ τ’ ἀπορρίπτωμε μακρυά. Τοῦτο κάνε καὶ σύ. Τὸ πλεονέκτημα ποὺ ἔχουν οἱ Λατίνοιοι -ὅτι γευματίζουν ἀργά-μιμήσου το. Τὴν πολυφαγία χάρισέ τους την.
Ἄν ὅμως δικαιολογῆσαι· «Μὲ καταβάλλει ἡ πεῖνα κι ἀναγκάζομαι νὰ τρώγω, δὲν ἡμερώνεται ἀλλοιώτικα τὸ φοβερὸ θηρία, τὸ στομάχι, ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ. Γι’ αὐτὸ, ἀγαπητέ μου, ἡ περίοδος αὐτὴ λέγεται νηστεία κι εἶναι γιὰ νὰ περιμένουμε. Ὅποιος ἀποφεύγει τὴν πεῖνα, ἀποφεύγει καὶ τὴ νηστεία καὶ ἐπιζητεῖ τὸ χορτασμό. Ὁ χορτασμός κι ἡ νηστεία εἶναι τόσο ἀντίθετα ὅσο τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά. Ὅταν πεινᾶς, συλλογίζεσαι τὴν τρυφή τοῦ Παραδείσου, τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν, τὴ μελλοντικὴ δόξα. Ἄνοιξα τότε τὸ στόμα σου καὶ γέμισέ το ἀπὸ ὕμνους Δαυϊτικούς.
Μίλησε μὲ παρρησία στὸ Χριστὸ «Ἐγὼ θὰ παρουσιασθῶ μὲ δικαιοσύνη ἀπέναντί σου, θὰ χορτάσω ἀντικρύζοντας τὴ δόξα σου», ὅταν ἔρθης μὲ τὴ συνοδεία τῶν ἁγίων ἀγγέλων νὰ ἀμείψης καθέναν ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του. Ἡ συγκεφαλαίωση τοῦ λόγου. Ἀνάμεσα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις πρέπει νὰ μποῦμε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐπειδὴ εἶπε «στενὸς καὶ θλιμμένος ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή, πλατὺς κι εὐρύχωρος αὐτὸς ποὺ μᾶς πηγαίνει στὴν καταστροφή». Ἄν θέλης νὰ φτάσης στὴν αἰώνια ζωή, νὰ ὑποφέρης ὅσα εἶναι θλιβερὰ καὶ προκαλοῦν λύπη στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσης σ’ αὐτὴν ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Ἄν ὅμως ἀποφεύγης τὸν τραχὺ καὶ τὸ δύσκολο καὶ ξεκλίνης στὸν εὐρύχωρο δρόμο, γνώριζε ὅτι τὸ τέλος του εἶναι ἡ ἄσβεστη φωτιὰ καὶ τὸ ἀκοίμητο σκουλήκι.
Σοῦ ἔκαμα τὴ διάκριση διαμαρτυρήθηκα, ὅπως βλέπεις, καὶ σοῦ παρουσίασα τοὺς δύο δρόμους καὶ τὴν κατάληξη καὶ τῶν δύο. Ὅποιον θέλεις ἀκολούθησε. Τοῦτο τὸ ἕνα θέλω μόνο νὰ γνωρίζης· κι ἄν ἑκατὸ ὁλόκληρα χρόνια κακοπαθήση κανένας στὸν κόσμο τοῦτο, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὸ βασανιστήριο τῆς γέενας. Μακάρι ἐμεῖς μὲ μερικὲς μικρὲς θλίψεις κι ἀσήμαντη ταλαιπωρία νὰ βροῦμε τὴν αἰώνια ἀπόλαυση στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα, μαζὶ μὲ τὸ ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὰ πανάγιο καὶ ἀληθινὰ ζωοποιὸ Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Από το βιβλίο “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ. 165-180). Πηγή ψηφ. κειμένου: kirigmata.blogspot.com
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου