Ἱερομ. Καλλινίκου Ἠλιοπούλου
Ἡ ἀρχαιότερη καί λαμπρότερη ἀφιερωμένη στόν Τίμιο Σταυρό ἑορτή εἶναι αὐτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεώς Του, ἡ ὁποία ἀνήκει στόν κύκλο τῶν Δεσποτικῶν Ἑορτῶν ὡς πρός τό περιεχόμενο (Δεσποτικές ὀνομάζονται οἱ πρός τιμήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἑορτές) καί στόν κύκλο τῶν Ἀκινήτων ὡς πρός τόν χρόνο (Ἀκίνητες ὀνομάζονται οἱ ἑορτές οἱ ὁποῖες ἑορτάζονται σέ σταθερή ἀκίνητη ἡμερομηνία κατά τήν διάρκεια τοῦ ἡμερολογιακοῦ λειτουργικοῦ ἔτους).
Ἀπό πολύ νωρίς ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως, ἡ ὁποία ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω ἀναλυτικά, συνδέεται μέ τίς δύο ἐπίσημες ἀνυψώσεις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τήν πρώτη ἀπό τόν Πατριάρχη Μακάριο στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ στά Ἱεροσόλυμα πρός εὐλογία καί ἁγιασμό τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί ἡ δεύτερη ἀπό τόν Πατριάρχη Ζαχαρία στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 630 μ.Χ ὕστερα ἀπό τήν λεηλασία καί τήν κλοπή τοῦ Σταυροῦ ἀπό τούς Πέρσες τό 629 μ.Χ καί τήν ἐπάνοδό του ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο, ἀλλά καί μέ τα ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως1 .
Ἔχει διαμορφωθεῖ ἡ ἄποψη2 ὅτι κατά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως ἑορτάζουμε τήν ὕψωση τοῦ Σταυροῦ ἀπό τόν Πατριάρχη Μακάριο ἀμέσως μετά τήν θαυματουργική εὕρεσή Του ἀπό τήν βασιλομήτορα Ἑλένη τό 326 μ.Χ. Ὄντως ἡ Ἁγία Ἑλένη, μέ τήν συνδρομή τοῦ γιοῦ της, Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, ἔρχεται στά Ἱεροσόλυμα τό 326 μ.Χ καί εὑρίσκει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καθώς καί τόν Ζωοδόχο Τάφο3 , καί ἀνεγείρει περίλαμπρο Ναό, πάνω στόν τόπο ταφῆς τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάζεται στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ ἀπό τόν Πατριάρχη Μακάριο4. Ἀμέσως ὅμως μετά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου ἡ Ἁγία Ἑλένη μαζί μέ τά μέλη τῆς συγκλήτου Τόν προσκυνοῦν, ἐπειδή ὅμως ἦταν ἀδύνατο ὅλος ὁ λαός νά προσκυνήσει αὐτήν τήν ἡμέρα, ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἀνῆλθε στόν ἄμβωνα καί ἐκεῖ ὑψώνει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ὁ λαός βλέποντάς Τον μέ δέος καί εὐλάβεια ἔψαλε τό «Κύριε ἐλέησον» μέ ἀποτέλεσμα, σύμφωνα μέ αὐτήν τήν ἐσφαλμένη γνώμη , νά ἐπικρατήσει ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως5. Αὐτή ὅμως ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως, ὕστερα ἀπό τήν εὕρεση τοῦ Σταυροῦ, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας τιμάει στίς 6 Μαρτίου, εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ὅπως καί θά δοῦμε παρακάτω.
Ἡ πρώτη Ὕψωση, πού ἑορτάζουμε κατά τήν ἡμέρα τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ τήν 14ην Σεπτεμβρίου, εἶναι αὐτή ἐπί Πατριάρχου Μακαρίου καί συνδέεται ἱστορικά μέ τα ἐγκαίνια τοῦ Πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ. Πλῆθος κληρικῶν καί πιστῶν εἶχαν προσέλθει στά Ἱεροσόλυμα γιά νά συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό γεγονός, καί ἔτσι ὁ Πατριάρχης Μακάριος τήν ἑπόμενη ἡμέρα, δηλαδή στίς 14 Σεπτεμβρίου ὑψώνει, γιά δεύτερη φορά ἱστορικά, τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου ἔτσι ὥστε νά Τόν δοῦν καί νά Τόν προσκυνήσουν6. Ἐδῶ λοιπόν ἀνάγεται ἡ γένεση τῆς ἑορτῆς τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως (ἡ λεγόμενη ὡς «σταυροφάνεια») καί ἡ σύνδεσή της μέ τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Ἅγιος Νεκτάριος « εἰ καί ἤδη ἀπό τοῦ ἔτους 326, καθ' ὅ ὁ ζωοποιός Σταυρός ὑπό τῆς Ἁγίας Ἐλένης εὑρέθη, τό σωτήριον ξύλον πανηγυρικῶς δημοσίᾳ ὑπό τοῦ ἐπισκόπου προετέθη καί ὡς λέγει τό Βασιλειανόν Μηνολόγιον ἐτυπώθη εἰς ὕψωσιν, οὐχ ἧτον ἡ σημερινή ἑορτή ἔσχε τήν ἀρχήν κυρίως ἐν ἱεροσολύμοις τῇ 14 Σεπτεμβρίου 335, ἥτις ὑπῆρξεν ἡ ὑστεραία τῆς ἡμέρας, καθ΄ ἥν ἐγένετο ἡ καθιέρωσις τοῦ μαρτυρίου τῆς ἀναστάσεως, ὅτε δηλαδή ὁ Ἅγιος Σταυρός πάντων τῶν παρόντων ἐπισκόπων συναιρούντων, ἐπισήμως ἀνυψώθη καί τῷ λαῷ ἐκ τοῦ ἄμβωνος ὑπεδείχθη, πρός καθιέρωσιν διηνεκοῦς προσκυνήσεως. Ὅθεν τό πασχάλιον χρονικόν τήν προμνημονευθεῖσαν καθιέρωσιν προσέτι ὀνομάζει 'τά ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Σταυροῦ τῆς ἐμφανίσεως΄, ἤτις εἶναι ἡ σημερινή ἑορτή»7 .
Ἐπίσης, ὅσον ἀφορᾶ τήν πρώτη αὐτή ὕψωση, ἔχουμε τήν ἐφαρμογή τῆς λειτουργικῆς συνήθειας τῆς συνδέσεως μεγάλων Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν μέ τά ἐγκαίνια μεγάλων ναῶν πού ἀνεγέρθηκαν στά Ἱεροσόλυμα ἤ γενικά στούς τόπους πού συνέβησαν τά γεγονότα αὐτά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Κωνσταντῖνος Καραϊσαρίδης8 . Γιά παράδειγμα ἡ ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στίς 6 Αὐγούστου συνδέεται μέ τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ στό Θαβώριον ὄρος, ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στίς 15 Αὐγούστου μέ τά ἐγκαίνια τοῦ Θεομητορικοῦ καθίσματος στά Ἱεροσόλυμα, ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας στίς 21 Νοεμβρίου μέ τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» στή θέση τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντα, ἔτσι καί ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως συνδέεται μέ τά ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Σταυροῦ στά Ἱεροσόλυμα στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ. Ἄλλωστε αὐτή ἡ ἄποψη ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως προσέλαβε τόν χαρακτῆρα Δεσποτικῆς ἑορτῆς, κι αὐτό φαίνεται ἀπό τήν καθορισθεῖσα τυπική διάταξη τῆς ἑορτῆς ἐάν τύχει ἡμέρα Κυριακή, τότε καταλιμπάνεται ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί ψάλλεται μόνο ἡ ἀκολουθία τῆς 14ης Σεπτεμβρίου καθώς καί στόν μεθέορτο ἑσπερινό τῆς αὐτῆς ἡμέρας ψάλλεται τό μέγα προκείμενον «ὁ Θεός ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ...»9, ὅπως ἔτσι ὁρίζει τό Τυπικό γιά ὅλες τίς Δεσποτικές ἑορτές10.
Ἔκτοτε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ ἑορτή τῶν ἐγκαινίων τῆς 13ης Σεπτεμβρίου ἀτόνησε, παρόλο πού ἕως σήμερα ἔχει διατηρηθεῖ ὡς πλήρη ἀκολουθία στό Μηναῖο τοῦ Σεπτεμβρίου11, ἀλλά πλέον παίζει ἕναν προεόρτιο ἑορταστικό ρόλο στήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως ἀφοῦ ἐμπεριέχει προεόρτια ὑμνολογία στό Σταυρό. Αὐτό μαρτυρεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι κατά τό διάστημα 13 ἕως καί 21 Σεπτεμβρίου, ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τό λειτουργικό βιβλίο τοῦ Μηναίου τοῦ Σεπτεμβρίου ἀναφέρεται στό Σταυρό τοῦ Κυρίου καί ὄχι στό γεγονός τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, τήν 13ην προεορτίως μέ καθίσματα, κανόνα καί αἴνους, την 14ην ἡ πλήρης Ἀκολουθία τῆς Ὑψώσεως, ἀπό τήν 15ην ἕως καί τήν 20ήν μεθεορτίως μέ καθίσματα, κανόνα καί αἴνους καί τήν 21ην μέ τήν Ἀπόδοση τῆς Ἑορτῆς12. Αὐτήν τήν ἐπί ὀκτώ ἡμέρες πανήγυρη καί ἑορτή τοῦ Σταυροῦ μνημονεύει ὁ ἱστορικός Ἔρμειος Σωζόμενος «ἐτήσιον ταύτην ἑορτήν λαμπρῶς μάλα ἄγει ἡ τῶν ἱεροσολύμων Ἐκκλησία, ὡς ὀκτώ ἡμέρας ἐφεξῆς ἐκκλησιάζειν συνιέναι τε πολλούς σχεδόν ἐκ πάσης τῆς ὑφ' ἥλιον, οἵ καθ΄ ἱστορίαν τῶν ἱερῶν τόπων πάντοθεν συντρέχουσι κατά τόν καιρόν ταύτης τῆς πανηγύρεως»13.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν δεύτερη ὕψωση τοῦ Σταυροῦ ἡ ὁποία τοποθετεῖται χρονολογικά περίπου τριακόσια ἔτη μετά τήν πρώτη ὕψωση, μεταφερόμαστε ἱστορικά στήν ἐκστρατεία τῶν Περσῶν στήν Παλαιστίνη περί τό 614 μ.Χ. ὅπου λεηλατοῦν τούς Ἁγίους Τόπους καί κλέβουν τόν Τίμιο Σταυρό. Ὁ Αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ξεκινάει ἐκστρατεία κατά τῶν Περσῶν περί τό 628 μ.Χ., ὅπου τούς κατατροπώνει μέ τή δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί ἐπαναφέρει τόν Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα. Συγκινητικό τό γεγονός ὅτι φέροντας στόν ὦμο του τό Τίμιο Ξύλο εἰσῆλθε μέ λιτανεία στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως καί Τό παρέδωσε στόν Πατριάρχη καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Πατριάρχης ὑψώνει Αὐτόν πανηγυρικά ψάλλοντας κλῆρος καί λαός τό Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς «Σῶσον Κύριε τόν λαόν σου»14.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σέ αὐτό τό γεγονός: «Χοσρόης ὁ τῶν Περσῶν ἀρχηγός, κατακυριεύσας τῆς Παλαιστίνης καί ἱερουσαλήμ, ἤγαγε πολλούς χριστιανούς αἰχμαλώτους εἰς Περσίαν, ἐν οἷς καί τόν Πατριάρχην Ζαχαρίαν, οὕς ἐπί 14 ὅλα ἔτη κατεκράτει παρ΄ αὐτῷ, συγχρόνως δέ ἀφαρπάσας ἔφερε μεθ΄ ἑαυτοῦ καί τό ἥμισυ ξύλον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κατά τοῦ Χοσρόου ἐξεστράτευσεν ὁ Αὐτοκράτωρ ἡράκλειος καί κατετρόπωσεν αὐτόν ἠλευθέρωσε τῆς αἰχμαλωσίας τόν Πατριάρχην καί τούς συναιχμαλώτους αὐτῷ καί τό ξύλον τοῦ Σταυροῦ. Ἐπειδή δέ ὁ Αὐτοκράτωρ πρίν ἐκστρατεύσῃ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως προσέταξεν νά τελεσθῇ καθ΄ ἅπασαν τήν Πόλιν δέησις πρός τόν Θεόν, ἥν ὁ Πατριάρχης ἐτέλεσε μεθ΄ ὅλου τοῦ κλήρου καί ἐν ᾗ παρίστατο καί ὁ Αὐτοκράτωρ κατανυκτικῶς παρακολουθῶν καί τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν καί ηὐχήθησαν ὑπέρ τῆς νίκης τοῦ αὐτοκράτορος καί τῶν στρατευμάτων αὐτοῦ, καί τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ τιμίου ξύλου καί τῶν αἰχμαλώτων. Μετά τήν ἔνδοξον κατά τῶν Περσῶν νίκην καί τήν ἀπελευθέρωσιν τοῦ Σταυροῦ καί τῶν αἰχμαλώτων, φόρον εὐγνωμοσύνης τῷ Θεῷ ἀποτίων ὁ βασιλεύςπροσέταξεν ἵνα ἐνιαυσίως τελῆται ἡ ἀνάμνησις τῆς καί τό δεύτερον ἀνυψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐν ἱεροσολύμοις τῆς γενομένης μετά τήν ἐπιστροφήν αὐτῶν ἐκ τοῦ πολέμου. Ἡ δευτέρα αὕτη ὕψωσις ἐγένετο ἐπί Ζαχαρίου ἐν ἱεροσολύμοις, ἐκεῖθεν δέ καί καθ΄ ὅλον τό κράτος καί τελῆται μέχρι σήμερον»15.
Ἄρα ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως ἀποκτᾶ πλήρη λαμπρότητα μετά τήν δεύτερη ἱστορικά ὕψωση τό 630 μ.Χ. ἐπί Πατριάρχου Ζαχαρίου στά Ἱεροσόλυμα16 καί ἐν συνεχείᾳ ἐξαπλώνεται σέ Ἀνατολή καί Δύση περί τά μέσα τοῦ 7ου αἰῶνος μ.Χ. καί καταχωρεῖται ὡς ξεχωριστή ἑορτή μέ πλήρη ἀσματική ἀκολουθία στά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἐξάπλωση καί διάδοση τῆς ἑορτῆς συνέβαλε καί ἡ μεταφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη γιά περισσότερη ἀσφάλεια περί τό 634-635 μ.Χ., ὅπου ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλά καί λειτουργικό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας17. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος λέει χαρακτηριστικά «...Ἀπό τῆς ἐποχῆς ὅμως τοῦ ἡρακλείου ἡ ἑορτή τῆς ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ κατά πάσας τάς ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ἐγένετο γενικωτάτη. Συγχρόνως ἐγένετο ἀσπαστή καί ὑπό τοῦ Πάπα Ὀνωρίου καί ἐξηπλώθη ἀνά πάσας τάς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως»18.
Συνοψίζοντας ἡ ἑορτή τῆς Παγκοσμίου Ὑψώσεως ἀνάγει τήν γένεσή της περί τίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος στά Ἱεροσόλυμα, ὕστερα ἀπό τήν εὕρεση τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ περί τό 326 μ.Χ. ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη ἀλλά καί τά ἐγκαίνια τοῦ Πανίερου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ., ὅπου τήν ἑπόμενη ἡμέρα 14ην Σεπτεμβρίου τοῦ 335 μ.Χ. τελεῖται ἡ ἱστορική ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τόν Πατριάρχη Μακάριο στά Ἱεροσόλυμα, καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξελίχθηκε χρονικά ἕως καί τά μέσα τοῦ 7ου αἰῶνος, ὅπου ἐπικράτησε πλήρης ἀκολουθία στά λειτουργικά βιβλία καί ἐξαπλώθηκε τοπικά στήν Ἀνατολή ἀλλά καί στή Δύση, ὕστερα ἀπό τήν δεύτερη ἱστορική ὕψωση τοῦ Σταυροῦ ἀπό τόν Πατριάρχη Ζαχαρία στά Ἱεροσόλυμα στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 630 μ.Χ. καί τήν μεταφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν Κωνσταντινούπολη τό 634-635 μ.Χ. γιά λόγους ἀσφαλείας.
1. Πρβλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), «Οἱ ἑορτές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Η΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 5.
2 Βλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 436.
3 «Πρώτη δέ αὐτῆς φροντίς ὑπῆρξεν ἡ ἀναζήτησις τοῦ Τάφου τοῦ Σωτήρος· ἀλλ΄οἱ ἐθνικοί φθόνῳ πρός τούς Χριστιανούς κείμενοι τιμῶντας ἰδιαζόντως τό μνῆμα τοῦ Σωτῆρος εἶχον πρό πολλοῦ ἤδη χρόνου ἐπιχώσει αὐτόν· καί ἵνα τελείως τήν μνήμην αὐτοῦ ἐξαλείψωσιν ἀνῳκοδόμησαν ἐπί τοῦ οὕτω τελεσθέντος λόφου, ἐν ᾧ ὁ τάφος τοῦ Σωτῆρος, ναόν τῆς Ἀφροδίτης καί ξόανα ἐν αὐτῷ ἔστησαν» βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 20.
4 Βλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), ὄπ.π. σελ. 434-435· πρβλ. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως, κεφ. κη΄-λα΄, PG 20, 944-948.
5 Βλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 436.
6 Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), ὅπ.π.
7 Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 32.
8 Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), ὅπ.π.
9 Βλ. Μηναῖον Σεπτεμβρίου, Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἔκδ. β΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 252.
10 Πρβλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 437.
11 Βλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), ὅπ.π., σελ. 5.
12 Πρβλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), ὅπ.π., σελ. 432.
13 Βλ. Ἐρμείου Σωζομένου Σαλαμινίου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τόμος Β΄, κεφ.στ΄ «Περί τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις νεώ, ὅν ὁ μέγας ἔκτισε Κωνσταντίνος ἐν Γολγοθᾷ καί περί τῶν ἐγκαινίων αὐτοῦ», PG 67, 1008-1009.
14 Βλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 436· πρβλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 31.
15 Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἱστορική Μελέτη περί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 31.
16 Πρβλ. ὅπ.π., σελ. 32.
17 Πρβλ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρεσβυτέρου), «Οἱ ἑορτές τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», Η΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 6-7.
18 Βλ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως, ὅπ.π., σελ. 32· πρβλ. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 11ος τόμος, σελ. 436-437.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου