Ἀναίρεσις «Ἐγκυκλίου Κηρύγματος»
ἀρχιερέως τῆς Καινοτομίας
δεινοῦ κατηγόρου τῶν Ἀντι-οικουμενιστῶν
Ἀποτειχισμένων καὶ «Παλαιοημερολογιτῶν»

+ Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων
Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος


1. Η ΘΕΙΑ ἐπιταγὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου «λαλεῖτε ἀλήθειαν»1, διατηρεῖ πάντοτε τὴν ἐπικαιρότητα καὶ σημασία της, ὅταν μάλιστα ἡ θεία Ἀλήθεια διαστρεβλώνεται ἀπὸ ὑποτιθεμένους διδασκάλους, φύλακας καὶ ὑπερασπιστὰς Αὐτῆς! 

Μία ἐπίθεσις κατὰ τῆς Ἀληθείας καὶ κατὰ τῶν θείᾳ βοηθείᾳ ἀκολούθων Αὐτῆς, πραγματοποίησε ἐσχάτως μητροπολίτης τῆς Καινοτόμου ἐπισήμου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέσῳ γραπτοῦ «Ἐγκυκλίου Κηρύγματος» γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων (15.6.2014 ν.ἡμ.), τὸ ὁποῖο προβλήθηκε στὸ διαδίκτυο ἀπὸ ἐνωρίτερα2.

Ὁ φερόμενος ὡς παραδοσιακὸς δεσπότης τοῦτος, ἔγραψε τὸ κείμενό του, ὅπως διατείνεται, σὰν «ἀπάντηση σὲ ἐπιστολὲς καὶ μηνύματα», μὲ τίτλο: «Πρόσχωμεν! Τὴν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ἐν ταπεινώσει καὶ ὀρθῇ ἐκκλησιολογίᾳ προσφέρειν». Ὁ τίτλος πράγματι εἶναι ὡραῖος καὶ ἐπαινετός, ὅπως καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ γραπτοῦ αὐτοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ ἡ συνέχεια καὶ τὸ τέλος του εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀπογοητευτικά, ἀλλὰ (ὅπως ἤδη ἔχει ὀρθὰ παρατηρηθῆ3) διαστροφικά, παραποιητικά, αὐθαίρετα, πληκτικά, ἀλλοιωτικά, παρερμηνευτικά, κακοποιητικὰ καὶ ἀτιμαστικὰ τῆς Ἱεροκανονικῆς καὶ Ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἐφ’ ὅσον ἡ πρόκλησις αὐτὴ εἶναι δημόσια, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνουμε ἀπαθεῖς καὶ νὰ μὴ ὀρθoτομήσουμε τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας, ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ διδάξουμε τὸν ἤδη γηράσαντα καὶ ὄντα μάλιστα «ὁμότιμο καθηγητὴ πανεπιστημίου» συντάκτη της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουμε δημοσίως τὴν ἀνεπίτρεπτη παραποίησι καὶ νὰ προφυλάξουμε τυχὸν ἀστηρίκτους ἤ ἀγνοοῦντας Ἀδελφοὺς ἀπὸ τὸν παρασυρμό τους στὴν πλάνη τοῦ δεινοῦ κατηγόρου μας.

2. Η ΑΓΕΝΗΣ ἐπίθεσις κατὰ τῶν ἐραστῶν τῆς Ἀληθείας Ἀντι-οικουμενιστῶν καὶ δὴ γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἀκολούθων τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, ἀπὸ μέρους τοῦ κατηγόρου, εἶναι ὑπόθεσις παλαιά. Ἀπὸ 25ετίας τουλάχιστον, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἀκόμη ἱεροκήρυκας στὴν περιοχὴ τῆς Μάνδρας Ἀττικῆς, εἶχε ἀποδυθῆ σὲ «ἀγῶνα» ἐναντίον τῶν «Παλαιοημερολογιτῶν», οἱ ὁποῖοι συνεπεῖς ὄντες δὲν κοινωνοῦν μὲ τὴν Καινοτόμο του ἐκκλησία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖ αὐτοὺς ὡς εὑρισκομένους δῆθεν «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία»!

Τὸν βεβαιώνουμε, ὅτι εὑρισκόμεθα ἐκτὸς τῆς κοινωνίας ὄχι μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων ἐν Οὐρανοῖς, τῶν Ἁγίων καὶ Δικαίων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως ἡμῶν, ὡς καὶ τῶν ἐπὶ γῆς ὁμοφρόνων, ἀλλὰ διατελοῦμε σὲ πλήρη ἐκκλησιαστικὴ ἀκοινωνησία μὲ ὅσους παρεξέκκλιναν τῆς εὐθείας ὁδοῦ, δημιούργησαν σχίσμα καὶ περιέπεσαν πτῶσιν δεινὴν στὴν ἀποστατικὴ αἵρεσι, καὶ δὴ παναίρεσι, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μᾶς εἶναι δὲ ἀδιάφορο ἄν οἱ πεπτωκότες καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτοῖς, ὅπως ὁ κατήγορός μας, μᾶς ἐκκόπτουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τους.

Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ βίωσις τῆς ὀργανικῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας4 μὲ συνέπεια, ἀγάπη καὶ ταπείνωσι, ἀλλὰ καὶ τήρησι τῶν παραδεδομένων, χωρὶς προσθαφαιρέσεις, καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο δοχεῖο τῆς Θείας Χάριτος καὶ τὸν συνάπτει στὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων, ὡς γνήσιο Μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἄν διατυπωθῆ ἐναντίον του καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἀπὸ ἀναξίους ἐκπροσώπους τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, σφαλλομένους περὶ τὴν Πίστιν. Καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «ἐξεκόπη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπερορίαν κατεδικάσθη»5σύμφωνα μὲ τὴν ἄδικη καθαίρεσι ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν συνοδικῶς οἱ περὶ τὸν Θεόφιλον Ἀλεξανδρείας, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ βεβαίως καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσορρήμων δὲν ἐτήρησε οὔτε ὑπελόγισε αὐτὴν εἰς τὸ ἐλάχιστον! Διότι οἱ ἄδικες κατακρίσεις λογίζονται ὡς διώξεις6 καὶ παρέχουν πλουσιωτέρα τὴν θεία Χάρι καὶ Εὐλογία7.

Ὁ κατήγορός μας στὶς παλαιότερες ἐναντίον μας καταφορές του, ἦταν ἀκόμη πιὸ ἀπρόσεκτος καὶ περιέπιπτε σὲ πρόσθετα τραγικὰ λάθη, τὰ ὁποῖα φροντίζει νὰ μὴ ἐπαναλαμβάνη. Τότε, γιὰ παράδειγμα, ὑποστήριζε ὅτι δὲν ἔχει σημασία ποιὸ Ἡμερολόγιο ἀκολουθεῖ κάποιος, διότι αὐτὸ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοσι, ἀρκεῖ νὰ εἶναι «ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία», δηλαδὴ μὲ τὴν διοίκησί της· καὶ ἐπίσης, τὸ πλέον τραγικό, ἔγραφε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ «ἁπλῆ κοινωνικὴ καὶ ἐθιμοτυπικὴ ἐκδήλωση», εἶναι ἀθῶες «φιλοφρονήσεις» καὶ «εὐγενεῖς συναντήσεις», εἶναι ἀθῶος «διάλογος, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ πλάνη» τῶν αἱρετικῶν8!...

Δὲν γνωρίζουμε ἄν οἱ ἀπόψεις του ἐκεῖνες, χαρακτηριζόμενες ἐπιεικῶς ὡς πλήρως ἀνεδαφικές, ἀποτελοῦσαν συνειδητὴ πίστι του ἤ συνειδητὴ παραποίησι τῆς πραγματικότητος, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν σκοπιμοτήτων του.

3. ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ εἶναι, ὅτι τώρα ὁμολογεῖ τουλάχιστον ὅτι «κακῶς ἄλλαξε» τὸ Ἡμερολόγιο καὶ ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι σαφῶς καὶ ἀπεριφράστως «παναίρεσις». Στὸ ὑπὸ κρίσιν «Ἐγκύκλιο Κήρυγμά» του ὁμολογεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις: «βλέπω νὰ παραβιάζονται τὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας».

Αὐτὰ συνιστοῦν βεβαίως μία πρόοδο, ὅμως δὲν θὰ τὴν χαρακτηρίζαμε σημαντική, διότι ὁ κατήγορός μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀναθαρρύσουμε· τόσον διότι σπεύδει νὰ ἁπαλύνη τὰ πράγματα, ὁμιλῶν συνεχῶς γιὰ «παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων», ὡσὰν ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ἔγκειταιΜΟΝΟΝ σὲ παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων (!), ἀλλὰ καὶ διότι ἡ ρίζα τοῦ προβλήματός του παραμένει ἡ αὐτή:
ἀντὶ νὰ στραφῆ πάσῃ δυνάμει ἐναντίον τῆς παναιρέσεως, ἡ ὁποία προφανῶς στερεῖ τὴν αἰώνιο σωτηρία σὲ ὅσους ἐνέχονται εἰς αὐτήν, καὶ νὰ φροντίση μάλιστα νὰ ἀποστασιοποιηθῆ καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ αὐτήν, διότι εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι ΕΝΕΧΕΤΑΙ διὰ τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας του μὲ τοὺς φορεῖς αὐτῆς πατριάρχες, ἀρχιεπισκόπους καὶ ἐν γένει συνιερουργούς του, αὐτὸς ἀντιθέτως ὑπερασπίζεται τὴν κατάκριτη κοινωνία του μὲ τὴν αἵρεσι καὶ στρέφεται μὲ ὁρμὴ καὶ πάθος κατὰ τῶν«Παλαιοημερολογιτῶν»! Αὐτοί, κατὰ τὴν γνώμη του, «ἔκαναν τὸ κακό»! Αὐτοί, βεβαιώνει μὲ στόμφο καὶ παπικὴ ἀπολυτότητα, «δὲν εἶναι Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήριά τους δὲν εἶναι ἔγκυρα»! Αὐτοί, συμπεραίνει ἀπτόητος, βρέθηκαν «ξεκρέμαστοι», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος θὰ εἶναι πολέμιος τῆς στάσεως καὶ πρακτικῆς τους.

Διότι αὐτός, ὡς δῆθεν «σωστὸς ὁμολογητής», θὰ ἀρκῆται νὰ ἐκφράζη μὲ παρρησία «καὶ προφορικῶς καὶ γραπτῶς» τὴν ὁμολογία του, καὶ νὰ κάνη ἁπλῶς «διαμαρτυρία» ὅταν βλέπη παραβάσεις Ἱερῶν Κανόνων, ὅμως –κατὰ ἀπόλυτον βεβαίωσίν του- «μέσα στὴν Ἐκκλησία», «μνημονεύοντες τὴν Ἱερά μας Σύνοδο καὶ τὸν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη», δηλαδὴ τὸν πρωτεργάτη τῆς παναιρέσεως!

Τὰ τόσο προφανῶς λανθασμένα καὶ ἀντιφατικὰ συμπεράσματα τοῦ συντάκτου, στηρίζονται στὴν λανθασμένη ἄποψί του, τὴν ὁποίαν θέτει ὡς βάσι τῶν συλλογισμῶν του. Καὶ αὐτὴ σχετίζεται μὲ τὴν θέσι του περὶ τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.

4. Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΣ μας διακηρύσσει ἁπλουστευτικά, τουλάχιστον στὸ ὑπὸ κρίσιν κείμενο, ὅτι ἡ Ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία ἐκφράζεται μὲ τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου: «Μὲ τὴν μνημόνευση ὑπάρχει ἑνότητα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία». «Ἄν ἐγὼ ὁ Ἐπίσκοπός σας (διδάσκει στὸ Ποίμνιό του), παύσω νὰ μνημονεύω τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, κόβομαι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία» καὶ ὅλοι οἱ ἀκολουθοί του σὲ αὐτὸ θὰ βρεθοῦν αὐτομάτως«ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».

Ἡ θέσις αὐτή, καλῶς καὶ ὀρθοδόξως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἰσχύει ὡς ἀποτελοῦσα μέρος τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴν Ἀλήθεια. Ὅταν μάλιστα τὰ πράγματα δὲν ἔχουν καλῶς, δηλαδὴ ὅταν στὴν Ἐκκλησία κηρύσσεται αἵρεσις, ὅπως ἀπὸ πολλῶν δεκαετιῶν συμβαίνει μὲ τὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τότε ἡ θέσις τοῦ κατηγόρου συνιστᾶ σαφῆ παραπλάνησι καὶ ἐγκλωβισμὸ στὴν ἀδιέξοδη ἀπώλεια τῆς αἱρέσεως, δίδουσα προτεραιότητα στὴν διοικητικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραβλέπουσα τὸ πιὸ οὐσιαστικό, πρωτεῦον καὶ κύριο, δηλαδὴ τὴν Πίστι καὶ Ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ὅμως ἡ θέσις ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς συγκεντρωτικῆς καὶ ἀπολυταρχικῆς Παπικῆς ἐκκλησιολογίας, ὅπου τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ σχέσι ἐξαρτήσεως μὲ τὴν δῆθεν ἀλάθητη ἕδρα, μὲ τὸν ἐκ τῆς θέσεώς του καὶ μόνον καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ βαθμοῦ του φορέως τῆς ἕδρας, δηλαδὴ τὸν Πάπα. Αὐτὸ συμβαίνει ἐκεῖ ὅπου ὑποτάσσεται ἡ Χάρις στὸν θεσμό, στὴν ἱστορία, στὸν τόπο. Ἐκεῖ ὅπου ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται δῆθεν στὸν Πέτρο καὶ ὄχι ὁ Πέτρος στὴν Ἐκκλησία!

Αὐτὴ ἡ νοοτροπία πέρασε δυστυχῶς ὡς νεοπαπιστικὴ θέσις καὶ συμπεριφορὰ στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὸν τελευταῖο αἰῶνα καὶ εἶναι ἄξιο ἀπορίας πῶς ἐπηρέασε καὶ ἐπηρεάζει καὶ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θεωρητικὰ δὲν φαίνεται νὰ ἐνστερνίζωνται τὶς νεοπαπιστικὲς καὶ ἐξουσιαστικὲς ἐπιδιώξεις καὶ βλέψεις τοῦ Φαναρίου, ἐπιθυμοῦντες νὰ εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴνΒαβυλώνεια αἰχμαλωσία στὴν δυτικὴ θεολογικὴ ἀπολυταρχία καὶ σχολαστικότητα...

5. ΑΣ ΔΟΥΜΕ ὅμως, σὺν Θεῷ, πῶς ἔχουν τὰ πράγματα Ὀρθοδόξως:
Ἐφ’ ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ «στῦλον καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»9, ἡ κοινωνία μαζί Της ἐκτιμᾶται ὄχι βάσει τῆς κοινωνίας μὲ τὴν πρώτη πατριαρχικὴ ἕδρα, αὐτὴν τῆς Ρώμης ἤ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ βάσει τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἀλήθεια. Ὅπως συνοψίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»10. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεμελιώνεται καὶοἰκοδομεῖται στὴν Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς καὶ σωτηρίου πίστεως τῆς Ἀληθείας11Ἡ δὲ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πηγὴ καὶ θεμέλιο ἔχει ἀκριβῶς τὴν κοινὴ Ὁμολογία τῆς Πίστεως. Συνεπῶς, ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διασφαλίζεται καὶ διαφυλάσσεται ὅταν καὶ ὅπου ὑπάρχει ἑνότητα Πίστεως καὶ ἐμμονὴ στὶς Ἐκκλησιαστικὲς Παραδόσεις. Τὰ γνήσια τέκνα τῆς Ἐκκλησίας πείθονται προθύμως«Ἀποστολικαῖς καὶ Πατρικαῖς διδασκαλίαις καὶ Ἐκκλησιαστικαῖς Παραδόσεσιν»12, γι΄ αὐτὸ καὶ«εἴ τις (ὅποιος καὶ ἄν εἶναι αὐτὸς) πᾶσαν Παράδοσιν Ἐκκλησιαστικὴν ἔγγραφόν τε καὶ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα!»13.

Τοιουτοτρόπως, χωρὶς ἑνότητα στὴν δογματικὴ πίστι, ὅπως καὶ σεβασμὸ καὶ τήρησι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Παραδόσεων, εἶναι ἀδιανόητη ὁποιασδήποτε μορφῆς Ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ ἀντίληψι ὁλοκλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Λέγει γιὰ παράδειγμα ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «ὅταν πάντες ὁμοίως πιστεύομεν, τότε ἑνότης ἐστί... τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἕν ὦμεν... (ὅταν) δειχθῶμεν πάντες μίαν πίστιν ἔχοντες»14.

Στὸ «ἕν σῶμα» τῆς Ἐκκλησίας πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ὑπάρχη «ἕν πνεῦμα», δηλαδὴ ὁμόνοια καὶὁμοφροσύνη στὴν Πίστι καὶ Παράδοσι, διότι εἶναι δυνατὸν νὰ συμβῆ καὶ τὸ ἑξῆς: «ὅτι ἐστι μὲν σῶμα εἶναι ἕν, οὐχ ἕν δὲ πνεῦμα· ὡς ἄν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη»15!...

Ἰδοὺ ποὺ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἄγγιξε τὸ εὐαίσθητο σημεῖο: ἡ «φιλία» τῶν αἱρετικῶν διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ ἄρα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον αὐτὴ δὲν διασφαλίζεται ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ τῆς διατηρήσεως τῆς διοικητικῆς ἑνότητος. Ἡ διασφάλισις τῆς Ἑνότητος τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ἔλλειψι «φιλίας» καὶ «κοινωνίας» μὲ τοὺς αἱρετικούς, διότι οἱ τελευταῖοι καταστρέφουν αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔναντι καὶ τῆς πλέον παραμικρᾶς ἑτεροδιδασκαλίας, πίπτει σὰν κεραυνὸς τὸ «ἀνάθεμα» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου16!

Μόνον λοιπὸν ὅταν ὑπάρχη ὁμοφροσύνη στὴν Πίστι καὶ τὴν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει κοινωνία στὰ Μυστήρια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐκφράζεται λειτουργικῶς μὲ τὴν μνημόνευσι στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνημόνευσις δὲν συνιστᾶ τὴν Ἑνότητα, ἀλλὰ τὴν ἐκφράζει ὅταν αὐτὴ ὄντως ὑφίσταται· διαφορετικά, «παίζομεν σκηνικῶς»17 τὰ θεῖα, μνημονεύοντες αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν διατελοῦμε σὲ ταυτότητα φρονήματος στὴν Πίστι καὶ τὴν Παράδοσι, πρὸς κατάκρισίν μας καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν οὐρανῷ! Τοῦτο νομίζουμε ὅτι εἶναι προφανέστατο καὶ γιὰ τὴν συνείδησι ἀκόμη καὶ ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ!...

6. ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ, ἀπὸ τὸν κίνδυνο ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ ἄρα τὴν μὴ δυνατότητα μνημονεύσεως, δὲν ἐξαιρεῖται κανείς, οὔτε καὶ οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε ἱστορικοὶ θρόνοι καὶ ἕδρες. Δὲν εἶναι ὀλίγες οἱ φορὲς στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ὅπου Πάπας ἤ Πατριάρχες ἐκήρυξαν αἵρεσι, ἐτάραξαν τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ Αὐτὴν ἀκόμη καὶ δι’ Ἀναθέματος.

Οἱ Ἀρχιερεῖς «ἄν εἶναι πιστοὶ στὴν Παράδοσι καὶ πράττουν σύμφωνα μὲ τὴν ὅλη Ἐκκλησία, ...τότε παραμένουν στὴν Ἀλήθεια (σ.ἡμ.: καὶ ἄρα μνημονεύονται). Ἄν ἐγκαταλείπουν τὴν Ὀρθοδοξία, τότε χάνουν ὄχι μόνο τὴν αὐθεντία τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν θέσι τους ὡς Χριστιανοί, καὶ οἱ ἀναθεματισμοί τους(σ.ἡμ.: τοὺς ὁποίους ἐκτοξεύουν ἐναντίον ὅσων τοὺς ἀπορρίπτουν) δὲν ἔχουν ἰσχύν· ὄχι μόνον ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρες τοπικὲς ἐκκλησίες εἶναι δυνατὸν νὰ παρεκτραποῦν ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας»18,καθιστάμενες ἀκοινώνητες καὶ «ἀμνημόνευτες» ἀκόμη καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης», ὡς ὑποπεσοῦσες σὲ αἵρεσι καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια.

Ὅσοι μνημονεύουν αὐτὲς ὡς Ὀρθόδοξες, δὲν διατηροῦν τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν καταστρέφουν. Καὶ ὅσοι δὲν μνημονεύουν αὐτές, δὲν καταστρέφουν τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὴν ὑπηρετοῦν, στηρίζουν καὶ σώζουν19.

Ἔτσι «διασώθηκε» ἡ Ὀρθοδοξία μέχρι σήμερα καὶ ἔτσι θὰ «διασωθῆ», ὄχι μὲ τὴν συνταγὴ νεόκοπων ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες προτείνουν τὴν γνωστὴ στὴν ἱστορία «οὐνιτικὴ» ὁδὸ καὶ λύσι, δηλαδὴ τὴν ἀνεπιφύλακτη κοινωνία μὲ τοὺς περιπεσόντας στὴν αἵρεσι ἐπισκόπους, μὲ τὴν ἕδρα ἤ μὲ τὶς ἕδρες, γιὰ τὴν διατήρησι τῆς ἐξωτερικῆς δομικῆς κατ’ ἐπίφασιν ἑνότητος. Τοῦτο δὲν συνιστᾶ διατήρησι τῆς Ἑνότητος τῆς Πίστεως, ὡς στερούμενο Ἀληθείας. Καὶ ἔχουμε τέτοια παραδείγματα στὴν ἱστορία, τὰ ὁποῖα τίθενται πρὸς ἀποφυγὴν καὶ ὄχι πρὸς μίμησιν!

7. ΕΦ’ ΟΣΟΝ ὑπεραπεδείχθη, ἔστω καὶ ἐπιγραμματικά, ἡ ἐντελῶς λανθασμένη βάσις περὶ Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ συντάκτου τοῦ «Κυριακάτικου Ἐγκυκλίου Κηρύγματος», δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε εὔκολα καὶ τὸ λανθασμένον καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν θέσεων καὶ ἀπόψεών του.

Ἄν ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεσις καὶ ἄν κηρύσσεται καὶ ἐφαρμόζεται καὶ προβάλλεται σὲ συνεχῆ βάσι, μὲ αὐξανόμενο τρόπο, μεθοδικὰ καὶ σταθερά, μὲ κάθε μέσον καὶ τρόπο, ἀπὸ τὶς ἡγεσίες καὶ διοικήσεις ὅλων τῶν κατὰ τόπους ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συμμετέχουν εἰς αὐτὸν καὶ ἔχουν ὑποστῆ τὴν πολυειδῆ μολυσματικὴ φθορά του καὶ ἔχουν συλληφθῆ ἀσφυκτικῶς στοὺς πλοκάμους του, πρωτοστατοῦντος βεβαίως τοῦ πρωτοθρόνου Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τότε ποιά ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων Ὁμολογητῶν ἔναντι αὐτοῦ τοῦ φαινομένου; Ἐξαντλοῦνται ἁπλῶς σὲ διαμαρτυρίες γιὰ Ἱεροκανονικὲς μόνον παραβάσεις; Καὶ διατηροῦν ἀδιατάρακτη τὴν κοινωνία τους μὲ τοὺς προεξάρχοντας τῆς αἱρέσεως;

Ὅμως, ὁμιλοῦμε γιὰ αἵρεσι καὶ παναίρεσι καὶ θεωροῦμε τὸν Οἰκουμενισμὸ ὡς κακοδοξία καὶ ὄχι ὡς ἁπλῆ Ἱεροκανονικὴ παράβασι, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ κάποιες οὐσιαστικὲς ἀλήθειες, πρὶν νὰ ἀπαντήσουμε στὰ ἀνωτέρω ἐρωτήματά μας.

Τὸ Διάγγελμα τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1920 θεώρησε τοὺς ἑτεροδόξους αἱρετικοὺς ὡς «μέλη τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς «ἐκκλησίες Χριστοῦ», μέσῳ ἀναγνωρίσεως ὡς ἑνοποιητικοῦ στοιχείου τοῦ δῆθεν κοινοῦ Βαπτίσματος. Τὸ ὅτι προτάθηκε «ἑνιαῖο ἡμερολόγιο» πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἑνωτικοῦ προγράμματος, γιὰ συνεορτασμό, εἶναι ἐπίσης γνωστό. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ γιὰ τὶς ἀδικαιολόγητες αὐτὲς ὑπερβάσεις τους δὲν ἔθεσαν ὡς βάσι τὴν ἑνότητα καὶ ταυτότητα Πίστεως, ἀλλὰ μία νέα Ἀρχή: τὴν συνεργασία μὲ τὶς ἑτερόδοξες «ἐκκλησίες» σὲ πρακτικὰ θέματα καὶ τὸν συνεορτασμὸ μὲ αὐτές, παρὰ τὴν μὴ ὑφισταμένη δογματικὴ συμφωνία, ὥστε νὰ προετοιμασθῆ ὁ δρόμος γιὰ μία ἀλλόκοτη ἑνότητα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ καὶ νὰ προκαταληφθῆ αὐτή.

Ἔτσι ἄρχισε ἡ σταθερὴ «συνοδοιπορία μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο» καὶ ἡ ποικιλόμορφησυγκρητιστικὴ «κοινωνία» καὶ συνεργασία μαζί του, γιὰ τὴν δῆθεν ἀπὸ κοινοῦ μαρτυρία καὶ διακονία τοῦ κόσμου.

Τὸ δῆθεν Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 1923, ὑπὸ τὸν μασῶνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, εἰσήγαγε σειρὰ ἀνεπιτρέπτων καινοτομιῶν καὶ νεωτερισμῶν, ὅπως καὶ τὸ δῆθεν«διωρθωμένο Ἰουλιανὸ» Ἡμερολόγιο, γιὰ τὴν προσαρμογὴ τῆς Ἐκκλησίας στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς, τὴν ἀθέτησι τῆς Παραδόσεως καὶ τὴν ἐπιβράβευσι τῆς δυτικῆς ἀνταρσίας, «πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος» καὶ «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τοὐλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»20..

Ἔτσι, ἐφ’ ὅσον τὸ Ἡμερολόγιο θεωρήθηκε ὡς ΕΡΓΑΛΕΙΟ γιὰ τὴν προώθησι τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, εἶναι σαφὴς καὶ ἀναντίρρητος ὁ ἐκκλησιολογικὸς χαρακτήρας τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας, ἡ ὁποία τελικὰ ἐφαρμόσθηκε δικτατορικὰ τὸ 1924, πρὶν ἀπὸ 90 ἀκριβῶς ἔτη. Καὶ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ Μεταρρύθμισις προετοίμασε τὸ ἔδαφος καὶ ὑπέσκαψε τὰ θεμέλια γιὰ μίαἈναθεώρησι τῆς συνόλου τάξεως καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.  

Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: Συμμετοχὴ καὶ συμπερίληψις στὴν παναιρετικὴ ὁμοσπονδία τοῦ«Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» ἀπὸ τὸ 1948 καὶ ἑξῆς, ἐκεῖ ὅπου κυριαρχεῖ καὶ βιώνεται τὸ σύνθημα: «Ἑνότητα μέσα στὴν διαφορετικότητα-ποικιλία»· ἄρσις τῶν Ἀναθεμάτων μὲ τοὺς Παπικοὺς τὸ 1965· Διαθρησκειακὸ ἄνοιγμα τὸ 1971· ἔγκρισις συνοδικῶς ὑπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς αἱρετικωτάτης «Ὁμολογίας Θυατείρων» τὸ 1975· ὑπογραφὴ συμφωνίας ἑνώσεως μὲ τοὺς Ἀντι-χαλκηδονίους τὸ 1991· Βελεμένδιος συμφωνία πλήρους ἀλληλο-αναγνωρίσεως μὲ τοὺς Παπικοὺς τὸ 1993·ἀναγνώρισις βαπτίσματος Κωνσταντινουπόλεως-Εὐαγγελικῶν Προτεσταντῶν Γερμανίας μὲ ἀπαγόρευσι κάθε ἀναβαπτισμοῦ τὸ 2004· συμπροσευχές, συνδιακηρύξεις, συνδιαβουλεύσεις, συνεργασίες κλπ.κλπ., ἐπιτελούμενα καὶ διαδιδόμενα πλέον ἐπὶ καθημερινῆς σχεδὸν βάσεως!...

Ὅλα αὐτὰ σαφῶς καὶ δὲν ὑπάγονται σὲ ἁπλὲς μόνον Ἱεροκανονικὲς παραβάσεις, ἀλλὰ συνιστοῦν τὴν «ἀνατροπὴν τοῦ παντός»21. Ἐπιφανεῖς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ διακηρύσσουν μὲ ἀνοικτότητα καὶ εἰλικρίνεια, ὅτι δῆθεν καμμία χριστιανικὴ ἐκκλησία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ δράση ἤ νὰ μιλήση ἤ ἀκόμη καὶ νὰ σκεφθῆ καὶ νὰ διαλεχθῆ ἤ καὶ νὰ ἀποφασίση σὲ ἀπομόνωσι, ὅτι δῆθεν πρέπει νὰ ἐγκαταλειφθῆ «τὸ σύνδρομο τοῦ μοναδικοῦ δρόμου»22, καὶ ὅτι ἡ ἀποχώρισις ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» θεωρεῖται «ὑπόθεσις ἀδιανόητος»23, ἤ ὅτι ὁ οἰκουμενιστικὸς ἑνωτικὸς δρόμος τους θεωρεῖται καὶ εἶναι «μὴ ἀναστρέψιμος»24.
  
8. ΕΝΩΠΙΟΝ αὐτῆς τῆς πρωτοφανοῦς ἀποστασίας, ἐπαναλαμβάνουμε καὶ πάλι, ποιά εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη στάσις; Ὅσοι ἀφίστανται τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους, χάνουν τὴν ἑνότητά τους μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι στερημένοι Χάριτος καὶ ἐμφοροῦνται ἐκ τοῦ πονηροῦ;

Ἄλλα λέγει ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καὶ Παράδοσις, διότι οἱ γνῶμες ὅλων ἐπὶ τῶν θεμάτων αὐτῶν, ὅποιοι καὶ ἄν εἶναι αὐτοί, τίθενται στὸ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΡΙΟΝ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Πατερικῆς καὶ Συνοδικῆς διδασκαλίας καὶ πράξεως. Καὶ δὲν γίνεται ἀποδεκτὴ ὁποιαδήποτε ἄποψις καὶ γνώμη, ὅταν αὐτὴ δὲν στηρίζεται στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ γενικὰ στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἀρχές της. Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, κάθε λόγος ποὺ δὲν εἶναι Πατερικός, εἶναι Αἱρετικός25.

Γνωρίζουμε λοιπόν, ὅτι ἡ «συμφωνία», «ἕνωσις» καὶ «ἀγάπη» μὲ αἱρετικούς, εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως καὶ Εὐσεβείας, χαρακτηρίζεται ὡς «προδοσία»26. Γι’ αὐτὸ καὶ σύσσωμος ἡ Πατερικὴ προσταγὴ ἐπιτάσσει νὰ ἀποστρεφώμεθα «τῶν αἱρετικῶν τοὺς συλλόγους»27.

Εἶναι ἐμφανὲς τὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ ἐπέφεραν σαφὲς ρῆγμα καὶδιακοπὴ μὲ τὴν Παράδοσι, «ἔχουν ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, τῶν ἐν οὐρανοῖς ζώντων»28, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι καὶ κηρύσσονται «ἀκοινώνητοι», ὡς «ἀλλότριοι Θεοῦ»29, ἐξ αἰτίας τῆς διασαλεύσεως ἀπὸ τὶς Καινοτομίες τους.

Οἱ Ὁμολογίες δὲν γίνονται ἀνώδυνα, ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, χωρὶς ἔμπρακτη συνέπεια. Ἡπροσέγγισις πνευματικῶς/μυστηριακῶς μὲ αὐτοὺς ποὺ δῆθεν καταγγέλονται θεωρητικῶς ὡς αἱρετικοὶ ἤ αἱρετίζοντες, σημαίνει χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, ἐνῶ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ αὐτούς, σημαίνει προσέγγισικαὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό, τὴν Ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας30. Διότι, ὅσων ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία31.

Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ διαυγὴς Ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ στάσις ἐπὶ τοῦ ζωτικοῦ αὐτοῦ θέματος.

9. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ μάλιστα τοῦ κατηγόρου μας, ὅτι οἱ Ἀποτειχιζόμενοι ἐμφοροῦνται ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, εἶναι βλάσφημος, ἡ δὲ ἐπιμονὴ ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἤ αἱρετίζοντας, μὲ τὴν ψευδαίσθησι ὅτι διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ παραμένουμε σὲ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία, εἶναι ἐντελῶς Ἀντι-πατερικὴ καὶ ἄρα πλανεμένη.

Γράφει μὲ εἰλικρίνεια ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀκολουθοῦντας τὴν πρακτικὴ τοῦ κατηγόρου μας, παρὰ τὸ ὅτι δὲν τηρῆ μὲ συνέπεια τὰ γραφόμενά του:

«Ἄς κρατήσουν οἱ φιλοπαπικοί, οἱ λατινόφρονες, οἱ οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, πνευματικοί, ἱερεῖς, θεολόγοι τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐμεῖς προτιμοῦμε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ἁγίους. Δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν καὶ τὰ δύο»32!

Οἱ δὲ «Παλαιοημερολογῖται» δὲν ἔκαναν κανένα κακό, ἀλλὰ ἐνεργοποίησαν ἐξ ἀρχῆς τὸὈρθόδοξο Αἰσθητήριό τους, ὡς γνήσια καὶ συνυπεύθυνα Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δικαιωθέντεςἄλλωστε πλήρως ἀπὸ τὴν φρικτὴ ἀποστατικὴ συνέχεια καὶ ἐξέλιξι τῶν πραγμάτων.

Ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἄκουσαν τὸν Πρόεδρο τῆς Ἁγίας Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ἅγιο Ταράσιο νὰ ἀναφωνῆ: «οὐ μετατίθεμεν ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ’ ἀποστολικῶς διδαχθέντες, κρατῶμεν τὰς παραδόσεις, ἅς παρελάβομεν»33.

Ἔμειναν σὲ αὐτὰ ποὺ ἔμαθαν καὶ ἐπιστώθησαν34, γνωρίζοντες καὶ ἐφαρμόζοντες, ὅτι οὐδεὶς δύναται νὰ παρασαλεύση ἔστω καὶ μία συλλαβή, χωρὶς νὰ ὑποπέση στὶς ποινὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ νὰ ἀποκηρυχθῆ καὶ ἀποκοπῆ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερὸς Δοσίθεος Ἱεροσολύμων), διότι «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἠδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς Θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»(Πανορθόδοξος Σύνοδος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ 1848).

Οἱ νεωτερισμοὶ θεωροῦνται ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου καὶ δὲν γίνονται δεκτοί, ἔστω καὶ ἄν τοὺς προτείνουν Ἄγγελοι ἐξ Οὐρανοῦ. Λοιπόν, οἱ ἀρνούμενοι τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία δὲν προκάλεσαν σχίσμα, ἀλλὰ χωρίσθηκαν γιὰ λόγους δογματικοὺς ἀπὸ κηρύσσοντας δημοσίως κακοδοξίες καὶ αἱρέσεις, ἀποτειχισθέντες θείᾳ ἐνισχύσει γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς ἀναγκαιότητος. Σχίσμα ἔχουμε σὲ «ἀναίτιο» καὶ «ἀνεύλογο» χωρισμό, μὲ πρόφασι«ζητημάτων ἰασίμων» ἤ παραπτωμάτων τῶν Ἀρχιερέων. Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι ζήτημα ἰάσιμο, οὔτε μόνον παράβασις Κανόνων, ἀλλὰ ὁ πλέον ἀπαίσιος συγκρητισμός, ἡ χειρότερη παναίρεσις, μία «ἀνήκουστος προδοσία»35 Πίστεως.

Καὶ ὅσοι ἀποτειχίζονται ἐξ αὐτοῦ πράττουν σωτήρια καὶ εἶναι ἄξιοι «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις»36.

Τὸ ἄν οἱ τοῦ Πατρίου ὠργανώθηκαν ἐκκλησιαστικῶς, συνέβη ἀπὸ τὴν φορὰ τῶν ἰδίων τῶν γεγονότων. Ἡ διογκουμένη ἐγκατάλειψις ἀπὸ μέρους τῶν Καινοτόμων τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐκαλύπτετο αὐτοδικαίως ἀπὸ τὰ φύσει καὶ θέσει γνήσια τῆς Ἐκκλησίας Μέλη, ἐν ἀναφορᾷ βεβαίως πρὸς τὴν Συνοδικὴ Συνείδησι Αὐτῆς.

Γι’ αὐτὸ καὶ θυμίζουμε στὸν κατήγορό μας, ὅτι πάσχει δεινὴ πνευματικὴ τύφλωσι, ἀλλὰ καὶ τραγικὴ ἄγνοια τῶν «τρόπων» τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, τὴν ὁποίαν δὲν δύναται νὰ ἀναγνωρίση ἐκεῖ ποὺ ὄντως ὑπάρχει, ἐκεῖ ποὺ βιώνεται ἁπτῶς καὶ ἀναμφισβητήτως, ἐπαναπαυόμενος στὴν κοινωνία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀναγνωρίζουν Χάριν ἐκεῖ ποὺ ὄντως δὲν ὑπάρχει!

10. ΟΜΩΣ, αὐτὰ τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα εἶναι δυστυχῶς ἀναμενόμενα ἀπὸ πρόσωπα σὰν τοῦ κατηγόρου μας, ὁ ὁποῖος εἶχε μὲν ὑπογράψει πρὸ ὀλίγων μόλις ἐτῶν μία ἠχηρὴ «Ὁμολογία Πίστεως» κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ ἔσπευσε νὰ πάρη πίσω τὴν ὑπογραφή του (!), ἐκζητώντας τὴν συγχώρησι καὶ ἐπιείκεια τοῦ ἀρχηγέτου τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, παρακαλῶντας τον μάλιστα νὰ μεταβῆ στὴν ἐπαρχία του γιὰ νὰ «εὐλογήση» τὸ ποίμνιό του! Ποιάσυνέπεια καὶ ἐντιμότητα δύναται νὰ ἀναμένη κανεὶς ἀπὸ πρόσωπα τοιαύτης ἀσταθείας, δειλίας καὶ ἐνοχῆς; Αὐτὸν ποὺ δὲν δύναται νὰ βαστάξη τὰ «ὀλίγα», πῶς θὰ τοῦ ἐμπιστευθοῦν τὰ «πολλά»; Καὶ πῶς θὰ θεωρηθῆ διδάσκαλος ἐπὶ τῶν θεμάτων τούτων αὐτός, ὁ ὁποῖος ὑποχώρησε, μόλις πῆγε νὰ κάνη κάποιο βῆμα λίγο πιὸ σταθερὸ καὶ ἀποφασιστικό;

Μάλιστα, σὲ κάποιο σημεῖο τοῦ «Ἐγκυκλίου Κηρύγματός» του ἀναφέρει, ὅτι εἶναι πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίση «διωγμόν»! Ὅμως, ἄλλοι ἐδιώχθησαν καὶ διώκονται, οἱ ἀληθινοὶ καὶ συνεπεῖς Ὁμολογηταί, ὄχι οἱ θεωρητικοὶ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ κατὰ φαντασίαν τοιοῦτοι! Τὴν ἀνέξοδη καὶ ἀνώδυνη στάσι ποὺ διάλεξε καὶ προπαγανδίζει ὁ κατήγορός μας, ὄχι μόνον δὲν τὴν θεωροῦν ἐνοχλητικὴ καὶ ἐπικίνδυνη οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ καὶ τοὺς βοηθεῖ, ἐφ’ ὅσον ἐξυπηρετεῖ τὰ συμφέροντά τους, διατηρώντας στὴν κοινωνία τους καὶ ὅσους τυχὸν ἔχουν μία κάπως πιὸ παραδοσιακὴ γραμμὴ καὶ ἄποψι, ὥστε νὰ ἀποκτοῦν τὴν ψευδαίσθησι, ὅτι πράττουν παράλληλα καὶ τὸ ὁμολογιακὸ καθῆκον τους, καὶ ἔτσι ὅλοι τους νὰ εἶναι καὶ νὰ μένουν ἱκανοποιημένοι στὴν φρεναπάτη τους!

Ὁ κατήγορός μας καὶ οἱ ὅμοιοί του, θεωροῦν ὅτι «ὑποχρεοῦνται» νὰ ἀκολουθήσουν τὴν γραμμὴ τῶν ἱεραρχῶν τῶν Καινοτόμων ἐπισήμων ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, ἐφ’ ὅσον ἀνέχονται ὅλοι αὐτοὶ τὶς ἐκτροπὲς καὶ παραβάσεις, γιὰ νὰ μὴ «προτεσταντίσουν», καίτοι ἀπὸ τὴν ἄλλη δηλώνουν ὅτι δὲν θὰ παύσουν νὰ«διαμαρτύρωνται»! Ἔτσι ὅμως ἀποδεικνύουν καὶ πάλι τὴν τραγικὴ ἐκδήλωσι τῆς ἐπικινδύνου «ἀγνοίας» τους ἤ γενικὰ τῆς συγχύσεως καὶ ἀντιφατικότητός τους.

Οἱ ἀποφάσεις ἀκόμη καὶ μεγάλων Συνόδων ἔχουν δεσμευτικὸ καὶ ὑποχρεωτικὸ κῦρος, μόνον ὅταν ταυτίζωνται μὲ τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἐκπηγάζουσα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας. Τότε μόνον τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τὶς ἀποδέχεται καὶ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Συνείδησις τὶς ἐπικυρώνει. Αὐτὰ δὲν ἰσχύουν σὲ κάθε ἄλλη περίπτωσι, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη ἐπίκλησις ὑποχρεώσεως ἀκολουθήσεως ὅσων «ἀνέχονται» τὴν ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα ἐξακολουθητικὴ παράβασι τοῦ Κανόνος τῆς Εὐσεβείας καὶ τοῦ Φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας!

Ἡ προτεινομένη στάσις τοῦ κατηγόρου μας, εἶναι καταστροφικὴ καὶ δὲν θὰ τὴν ἀκολουθήσουν ποτὲ οἱ γνήσιοι Ὁμολογηταί, χάριτι θείᾳ. Διότι αὐτὴ ἡ λανθασμένη στάσις ὑποχρεώνει τὸν κατήγορο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ, μέσῳ τῆς κατακρίτου κοινωνίας τους μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς, νὰ συμμετέχουν ὄντως στὴν αἱρετικὴ Οἰκουμενικὴ Κίνησι, νὰ ἀνήκουν στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ ὅ,τι σημαίνει τοῦτο, νὰ συμπροσεύχωνται μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοθρήσκους, νὰ θεωροῦν «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» τοὺς ἑτεροδόξους, νὰ ἀποδέχωνται τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, νὰσυνδιακονοῦν μαζί τους τὸν κόσμο, νὰ δίδουν κοινὴ μαρτυρία τῆς πίστεως κ.τ.ὅ.37

Τὸ γιατὶ αὐτὴ ἡ λύσις κοινωνίας μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστάς, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τέτοια καταστροφικὰ ἀποτελέσματα, ὁδηγοῦσα σὲ καταποντισμὸ μαζί τους στὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνίου ἀπωλείας, εἶναι προτιμωτέρα γιὰ τὸν κατήγορό μας, ἐξηγεῖται μόνον ἀπὸ τὸ ψευδοδίλημμα, τὸ ὁποῖο θέτει στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἄλλους: φοβεῖται, ὅτι ἄν προβῆ σὲ Ἀποτείχισι, θὰ ὑποπέση σὲ θανάσιμο παράπτωμα, θὰ γίνη «αἴτιος ἀποσχισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία», καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ἐνδεχομένου θὰ προτιμοῦσε «νὰ πάη νὰ πνιγῆ»!...

Προσευχόμενοι γιὰ τὴν πνευματική του ἀνάβλεψι καὶ ἴασι, τὸν ἀφήνουμε στὴν θεία Μακροθυμία, τονίζοντες ὅτι ἡ κατὰ Θεὸν λύσις τῆς δεινῆς συγχύσεως τοῦ κατηγόρου μας καὶ ὅποιου ὁμοίου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς θέσεώς μας, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅπως μάλιστα αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ Ἐκκλησιολογικό μας Κείμενο: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ - Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικά», πρὸς συμπόρευσίν μας ἐν Ἀληθείᾳ καὶ Ἀγάπῃ, ἐκφράζοντες ἐπίσης τὴν διάπυρο εὐχὴ ὁ Κύριός μας νὰ μὴ μᾶς στερήση ἕως τέλους τῆς Χάριτος τῆς ἀληθινῆς καὶ συνεποῦς Ὁμολογίας Αὐτοῦ. Ἀμήν!

  Φυλὴ Ἀττικῆς     
    Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων    
  9/22.6.2014 

Παραπομπές

1.φεσ. δ’ 25.
2. Πρόκειται γιὰ τὸν Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἱερεμία (Φούντα) καὶ τὸ κείμενό του προβλήθηκε σὲ διάφορα θρησκευτικὰ Ἱστολόγια, ὅπως καὶ στὸ «Πατερικὴ Παράδοση καὶ Οἰκουμενισμός» (13.6.2014), ὅπου καὶ τοῦ ἀσκήθηκε ἰσχυρὴ κριτική: «Ὁ Μητρ. Γόρτυνος παραποιεῖ ἀσεβέστατα τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ἀρέσει στὸν αἱρεσιάρχη».
3. Ἔνθἀνωτ.
4. Rev. John S. Romanides, “Orthodox Ecclesiology According to Alexis Khomiakov (1804-1860)”, “Greek Orthodox Theological Review”, 2 (Easter 1956), p. 62-63.
5. «Πρὸς τὴν σεμνοτάτην ἐν μουναζούσαις Ξένην», PG τ. 150, στλ. 1045C. Βλ. καὶ Γεωργίου Μαντζαρίδου, Παλαμικά, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 196-197.
6. Βλ. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,  PG τ. 90, στλ. 128D.
7. Βλ. Ἱ. Πηδάλιον, σελ. 30 (γνώμη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου).
8. Βλ. «Ἀπάντησι πρὸς τὸ περιοδικὸ “Θυμίαμα” - Ἡ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ ψευδοκαθαιρέσεις», στὴν ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις» (Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς), ἀριθ. τ. 3/Νοέμβριος 1990, σελ. 9-12.
9. Α’ Τιμ. γ’ 15.
10. «Πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀντιοχείας», βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 197-198.
11. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 59, στλ. 128. Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, PG τ. 90, στλ. 93D. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 1984, σελ. 163-164.
12. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 208C.
13. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 400C.
14. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 62, στλ. 83.
15. Ἔνθ’ ἀνωτ., στλ. 79.
16. Γαλ. α’ 8-9. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 180, 181.
17. Βλ. Ἀπάντησι τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο (ΙΓ’ αἰ.), στὸ Θεοδωρήτου Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, Διάλογοι τῆς Ἐρήμου περὶ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀθῆναι 1971, σελ. 154.
18. John Meyendorff, A Study of Gregory Palamas, The Faith Press, London 1964, p. 179-180.
19. Βλ. ΙΕ’ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου.
20. Διονυσίου Μ. Μπατιστάτου (ἐπιμ.), Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἔκδ. β’, Ἀθῆναι 1982, σελ. 6, 14.
21. Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1025C.
22. Βλ. Στυλιανοῦ Τσομπανίδη, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν. Μία «κοινωνία» ἀμοιβαίου ἐμπλουτισμοῦ στὸ δρόμο τῶν ἀναζητήσεων, στὸ Ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας, τόμος 8ος: Ἡ Ὀρθοδοξία σὲ Διάλογο, ἐκδ. ROAD, ἄ.τ.χ. (Ἀθήνα 2009), σελ. 306.
23. Περιοδ. «Θεοδρομία», Ἰανουάριος-Μάρτιος 2009, σελ. 63-74.
24. Δήλωσις τοῦ οἰκουμενιστοῦ μητρ. Γαλλίας Ἐμμανουὴλ στὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς Παπικοὺς στὴν Παναγία τῶν Παρισίων, ἐν ὄψει τῆς Συναντήσεως Πάπα Φραγκίσκου καὶ πατριάρχου Βαρθολομαίου στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸ μηνός (βλ. «Ρομφαία», 21.5.2014).
25. Βλ. Χαραλάμπους Σωτηροπούλου, Θέματα δογματικῆς θεολογίας καὶ πνευματικῆς ζωῆς κατὰ τὴν διδασκαλία Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι 2003, σελ. 15-16, ὅπου καὶ σχετικὲς παραπομπὲς σὲ κείμενα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.
                • Ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁ κατήγορός μας διατυπώνει στὸ «Ἐγκύκλιο Κήρυγμά» του ἕναν νέο ὁρισμὸ περὶ αἱρέσεως, ἄγνωστο στὴν Πατερικὴ Γραμματεία, ὅτι δηλαδὴ αἵρεσις εἶναι «ἡ ἀλήθεια τραβηγμένη στὰ ἄκρα»! Ὅμως, ἡ Ἀλήθεια καθεαυτὴ δὲν ἐπιδέχεται τέτοια «τραβήγματα», παρὰ μόνον παραφθορά, νόθευσι ἤ προσθαφαίρεσι. Ἡ ἄποψις τοῦ κατηγόρου μας ὑποθέτουμε ὅτι θέλει νὰ παραπλανήση: οἱ τηροῦντες καὶ ἐφαρμόζοντες τὸ Θεῖον Θέλημα στὰ τῆς Πίστεως, διακόπτοντες κοινωνίαν μὲ αἱρετίζοντες, ὁδηγοῦνται δῆθεν στὰ «ἄκρα», ἐνῶ οἱ διατηροῦντες τὴν κατάκριτη κοινωνία τους μὲ τοὺς καταγγελομένους ἐπὶ αἱρέσει καὶ ἀρκούμενοι μόνον σὲ «διαμαρτυρίες», ἀκολουθοῦν δῆθεν τὴν μέση ὁδό. Ὅμως, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς εἶναι σαφὴς καὶ ἀποκαλυπτικὸς ἐπ’ αὐτοῦ:
                «Οὐδέποτε μὲ τὶς μέσες καταστάσεις διορθώθηκαν τὰ ἐκκλησιαστικά. Δὲν ὑπάρχει μέση κατάσταση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους. Ἀλλά, ὅποιος φεύγει ἀπὸ τὸ φῶς, στὸ σκοτάδι –κατ’ ἀνάγκην- μεταφέρεται, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ παρεκκλίνει ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, στὸ ψεῦδος πλέον ἀνήκει, θὰ λέγαμε ἀληθῶς. Καίτοι μπορεῖ κανεὶς νὰ μιλήση γιὰ μέση κατάσταση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, αὐτὸ ποὺ καλεῖται λυκαυγὲς ἤ λυκόφως, ὅμως μέση κατάσταση μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀνακαλύψη κανεὶς ὅσο πολὺ καὶ ἄν κοπιάση» (βλ. http://www.ekklisiastikos.gr/2009/09/blog-post.html).
26. Βλ. Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 182.
27. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG τ. 56, στλ. 256. Βλ. καὶ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 323, ὑποσημ. 332.
28. Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, «Ἀνησυχητικὲς Ἐξελίξεις. Νέα ἀνοίγματα στὸ Βατικανὸ καὶ στοὺς Προτεστάντες. Φανάρι καὶ Ἀθήνα ἀντίπαλοι καὶ συνοδοιπόροι», περιοδ. «Θεοδρομία», Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2003, σελ. 284, 285, 286.
29. Ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1033D.
30. Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, PG τ. 160, στλ. 536.
31. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, PG τ. 26, στλ. 1188BC, Ἱ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς..., (15.11.1462), στὸ περιοδ. «Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος», ἀριθ. 21/1996, σελ. 103.
32. Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρὰ ἡ Ὀρθοδοξία», περιοδ. «Θεοδρομία», Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007, σελ. 103.
33. Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi τ. 13, στλ. 4.
34. Πρβλ. Β’ Τιμ. γ’ 14.
35. Βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Μία Ὀρθόδοξος Γνωμάτευσις καὶ Μαρτυρία», περιοδ. «Κοινωνία», Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1975, σελ. 95-101.
36. ΙΕ’ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου.
37. Βλ. Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς Κυπριανοῦ, «Σχίσμα» ἤ «Ἀποτείχισις»; Ποιμαντικὴ Ἐπιστολή, Τὸ Ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ ἡ Αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀθήνα 1998, σελ. 23.   

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top