Ὁ π. Ἱερώνυμος ἦταν διάκονος στήν Πόλη. Δέν εἶχε χειροτονηθεῖ παπᾶς ἀκόμη. Βρισκόταν ἐκεῖ μέ τήν μητέρα του, μιά ἁγιασμένη ψυχή καί ἄνθρωπο τῆς ἀδιά-λειπτης προσευχῆς.
Ἕνας τοῦρκος χωροφύλακας πῆγε στό σπίτι τους μιά μέρα καί τούς ζήτησε νά πᾶνε στό γραφεῖο τοῦ μεγάλου Καδῆ, (τοῦ ἀρχιδικαστῆ)!
-Πρός στιγμήν ταράχθηκα, εἶπε ὁ Γέροντας. Τί νά μέ ἤθελε ὁ μεγάλος Καδής; Μήπως ἑτοίμαζαν νέους διωγμούς σέ βάρος τῶν δυστυχισμένων Ρωμηῶν;
-Ὡστόσο, ἔκανα τήν προσευχή μου, ὁπλίστηκα μέ τήν ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πῆρα τήν εὐχή τῆς Μάννας καί πῆγα μέ θάρρος στόν Καδή, ἔχοντας πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
-Μόλις ἔφτασα στό γραφεῖο τοῦ Καδῆ, ἐκεῖ ξεδιαλύθηκαν ὅλα. Ὁ ἀρχι-δικαστής μέ ὑποδέχθηκε μέ εὐγένεια καί φιλοφροσύνη, καί ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τό γραφεῖο του καί ἔκλεισε τίς πόρτες καλά, ἄρχισε νά μοῦ λέει:
-Ἐφέντη μου παπᾶ, ἀπό τίς ἕξι λίρες πού παίρνω μισθό τό μῆνα, κρατάω δύο γιά νά ζήσουμε ἐγώ καί ἡ οἰκογένειά μου καί τίς τέσσερις τίς δίνω καί κάνω ἐλεημοσύνες! -Παντρεύω ὀρφανά, προστατεύω χῆρες, δίνω σέ ἀρρώστους. Νηστεύω καί προσεύχομαι μέ πίστη στόν Ἀλλάχ καί κρίνω τό δίκηο μέ τή συνείδησή μου, χωρίς νά ἀποβλέπω σέ πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀμερόληπτα! Δέν δέχομαι καμμιά σύσταση ἤ ἀπειλή ἀπό κανένα, οὔτε καί ἀπό τόν Βεζύρη!
-Δέν μοῦ λές, Ἐφέντη μου παπᾶ, ρώτησε χαμηλόφωνα, ἀλλά γεμᾶτος ἀγωνία τόν Γέροντα, θά πάω στόν Παράδεισο πού λέτε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί;
-Ὁ ὅσιος Γέροντας προσευχήθηκε μέσα του, νά τόν φωτίσει ὁ Θεός, τί ἀπάντηση νά δώσει στήν ψυχή αὐτή πού φαινόταν ὅτι λαχταροῦσε τήν σωτηρία της. Λέει, λοιπόν στόν Καδῆ:
Δέν μέ λέγεις ἐφέντη μ' Καδῆ, ἔχεις παιδιά;
-Ἔχω, ἀπάντησε ὁ Ἀρχιδικαστής.
- Ἔχεις καί δούλους, ὑπηρέτες, ξανα-ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Ἔχω καί δούλους, ὑπηρέτες.
- Τούς ἀγαπᾶς τούς δούλους σου;
- Τούς ἀγαπῶ, γιατί πάντοτε μέ ὑπακούουν καί ἐκτελοῦν ἀμέσως τό θέλημά μου καί πάντα πειθαρχοῦν σέ ὅ,τι τούς λέω.
- Ἔχεις σκοπό νά τούς καταστήσεις κληρονόμους στά ὑποστατικά σου καί στήν περιουσία σου, ὅταν πεθάνεις;
- Ὄχι!
- Γιατί;
- Τό δικαίωμα τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς στήν πατρική περιουσία ἀνήκει ἀποκλειστικά καί μόνο στά νόμιμα τέκνα!
- Ὁ ὅσιος Γέροντας σώπασε γιά λίγο, προσευχόμενος καί πάλι μέ τήν καρδιά του. Καί μετά ἀπό λίγο, λέει ἀποφασιστικά στόν Καδή:
- Μέ ὅλα ὅσα κάνεις ἐφέντη μ' Καδή, εἶσαι ἕνας καλός δοῦλος, ὅπως οἱ δοῦλοι σου πού κάνουν ἀμέσως τό θέλημά σου καί πάντοτε σέ ὑπακούουν, πού δέν ἔχουν ὅμως κληρονομικό δικαίωμα!
- Ἄν θέλεις νά κληρονομήσεις τόν πατρικό Οἶκο, τόν παράδεισο, πρέπει νά γίνεις τέκνον Του. Αὐτό σημαίνει πώς πρέπει νά ἀσπασθεῖς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά βαπτισθεῖς!
Ὁ Ἀρχιδικαστής δέχθηκε τόν λόγο τοῦ ὁσίου Γέροντα, πού ἦταν φωτισμένος καί μέ τόση διάκριση. Παραιτήθηκε, ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη, ἀσπάθηκε τήν Ὀρθοδοξία καί βαπτίσθηκε, ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί ἔζησε μέ τήν οἰκογένειά του.
Ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια οἱ ἱερεῖς θά εἶναι βουτηγμένοι στίς θλίψεις. Δέν θά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ ὁμόνοια μεταξύ τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως πράγματι βλέπουμε νά ἐξελίσσονται τά πράγματα στίς μέρες μας, πού ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν.
Μέ διάκριση προέτρεπε πολλούς νά ἀσπασθοῦν τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο, γιατί αὐτό εἶναι τό σωστό. Αὐτό εἶχαν οἱ Πατέρες! Ἀπό τότε πού μπῆκε τό Νέον Καλενδάριον ἐξασθένησε ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε.
Εἶχε δεῖ ὁ Ὅσιος φοβερό ὅραμα καί μόνον λίγα χρόνια ἔμεινε μέ τό Νέο, ἀφοῦ πίστευσε καί αὐτός τίς ἀπατηλές ὑποσχέσεις τῶν Νεοημερολογιτῶν ψευδεπισκόπων ὅτι θά ἐπανέφερναν τήν παλαιά τάξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁπότε, τό 1942 ἀπεσύρθη στό μοναστήρι του καί ἀκολουθοῦσε ἔκτοτε τήν γραμμή τῶν Πατέρων καί τό Πάτριο Ἑορτολόγιο, ἔχοντας ἀφιερωθεῖ πλέον ὁλοκληρωτικά στήν ἡσυχία πού ὑπεραγαποῦσε. Ἔκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς κληρικούς τούς ἀκολουθοῦντες τήν Νέαν ἐκκλησίαν καί συγκεκριμένα μέ τόν μητροπολίτη Προκόπιο, πού δέν ἀνεγνώριζε τότε καί τήν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου!
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁγιότητα τοῦ μεγάλου καί ἀγαπημένου μας Ἁγίου Νεκταρίου, ὁ Ὅσιος ἦταν πεπεισμένος ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὅτι ἦταν μεγάλος Ἅγιος!
Τοῦτο φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ γέροντας σέ μία μοναχή ἀσκήτρια, πού πῆγε νά προσκυνήσει στόν Ἅγιο Νεκτάριο τήν ἡμέρα πού τόν γιόρταζαν οἱ Νεοημερολογίτες καί εἶχε συρρεύσει πολύς κόσμος καί ταλαι-πωρήθηκε, γιά νά πάει στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου.
Τῆς εἶπε:
- Ἄλλη φορά νά προσέχεις, καί τό ράσο νά τό πονᾶς, νά μή τό ἀναμιγνύεις μέ τούς κοσμικούς, περιφέροντάς το μέσα σέ τόσο κόσμο.
-Ἐξάλλου, νά σοῦ εἴπω καί κάτι, τό ὁποῖον οἱ ἄλλοι δέν μποροῦν νά τό νοιώσουν;
-Πολλές φορές, καλῶ τόν Ἅγιον Νεκτάριον καί ἔρχεται ἐδῶ καί συνομιλοῦμεν! -Δύνασαι καί ἐσύ. Προσπάθησε...
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος εἶχε γίνει ἡ ἐνσάρκωση τῶν λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ! Διότι, ἄν καί δέν ἔζησε στίς ἐρήμους τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Καππαδοκίας, ζοῦσε ὡς ἐρημίτης καί ἀσκητής στήν εὐλογημένην ἀπό τόν Θεόν Αἴγινα, προσπαθῶντας νά ἐφαρμόσει σέ ὅλα τούς λόγους τοῦ μεγάλου Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
-Εἶναι καθρέφτης ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἔλεγε. Βλέπεις στούς λόγους του τόν ἑαυτό σου, σέ ποιό μέτρο ἔχεις φτάσει...
-Ἄν δέν ἔχεις χρήματα νά ἀγοράσεις τό βιβλίο του, νά ὑπάγεις εἰς τήν Ὁμόνοιαν καί νά ζητιανέψεις, διά νά τό ἀγοράσεις!
Ἄλλοτε τόν ρωτοῦσαν:
-Γέροντα, τί βιβλία νά διαβάζουμε;
Καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀπαντοῦσε:
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ!
-Καλά, γέροντα, αὐτό τό διαβάζουμε. Ποιό ἄλλο νά διαβάσουμε;
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ! τόνιζε πάλι ὁ Ὅσιος. Εἶναι θησαυρός ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Κάθε μέρα νά διαβάζεις ἕνα φύλλο ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί νά προσπαθεῖς νά ἐφαρμόσεις αὐτά πού διαβάζεις!
Ὅπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἦταν ὁ κατ' ἐξοχήν μυστικός Πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, ἔτσι καί ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἦταν μυστικός ἄνθρωπος! Ἔκρυβε μέ ἐπιμέλεια τήν ἀρετή του καί τίς καλές ἀλλοιώσεις πού ἐδέχετο ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα!
Μερικές φορές, ὡστόσο, προδιδόταν, ἀθελά του, ὅταν φανερωνόταν τό προορατικό του καί τό διορατικό του χάρισμα, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς καθαρῆς καί μυστικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς του.
Κάποτε, μάλιστα, ἐθεάθη σέ ἐκείνη τήν κατάσταση τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως, πού συμβαίνει στούς Ἁγίους, ὅταν τούς ἐπισκέπτεται ὁ Παράκλητος καί ποιεῖ παρ' αὐτοῖς τήν μονήν Του!
Τόν εἶδαν ἀλλοιωμένον, μέσα στό ἄκτιστο φῶς, πού προσευχόταν μπροστά στό ἅγιο θυσιαστήριο, σέ ἕνα ἐρημοκκλήσι, ὅταν κάποια ἀδελφή ἄνοιξε τήν θύραν τοῦ Ἱεροῦ, γιά νά τόν εἰδοποιήσει ὅτι εἶχε παρέλθει κατά πολύ ἡ ὥρα καί θά ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν ἀπό τήν ἐκδρομή πού εἶχαν κάνει, γιατί διαφορετικά θά τίς μάλλωναν οἱ γονεῖς τους, ἄν ἀργοῦσαν περισσότερο!
-Μήν πεῖς σέ κανέναν, ὅσο ζῶ, αὐτό πού εἶδες, ζήτησε ταπεινά ὁ γέροντας, γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, πού ἀμέσως σπεύδει νά ὑποδαυλίσει ὁ πονηρός, γιά νά κλέψει τόν μισθό τῶν ἀληθινῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ μας!
Ἄλλοτε πάλιν ὁ Ὅσιος προσευχόταν, καί ἄλλη ἀδελφή εἰσῆλθε νά πάρει τήν εὐχήν του, γιά νά ἀναχωρήσει, καί εἶδε καί ἐξεπλάγη ἀπό τήν νεανικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Γέροντος καί τό φῶς πού ἔλαμπε ἀλλά καί ἡ χεῖρα του ἦτο ὡς νέου καί ὄχι γέρου ἀνθρώπου.
-Δέν εἶναι τίποτε αὐτά, κόρη, εἶπε ὁ Ὅσιος,ὑπάρχουν ἀνώτερα. Καί πάλιν συμβούλευσε νά μήν πεῖ σέ κανέναν τίποτε γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά βιώσει!
Δίδασκε ὁ ἅγιος γέροντας Ἱερώνυμος, ὅτι ὀφείλουμε νά αὐξάνουμε τήν προσευχή. Νά μιλᾶμε στόν Θεό, σάν νά τόν ἔχουμε ἀπέναντί μας. Πρόσωπο πρός πρόσωπο.
-Τήν ἄλλη φορά πού θά ἔλθεις, ἔλεγε, νά μοῦ πεῖς ὅτι προόδευσες στήν προσευχή!
Τήν προσευχή πού δέν εἶχε δάκρυα δέν τήν θεωροῦσε ὡς προσευχή πού φέρνει καρπούς.
-Μή σηκωθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἄν δέν χύσεις ἔστω καί ἕνα κόμπο δάκρυ!
-Νά προσεύχεσαι μέχρι νά "βρέξει"!
-Ἔγώ ὅταν προσεύχομαι ὑποφέρω! Δίνω ἀπό τόν ἑαυτό μου. Γιαὐτό σᾶς λέγω μή μοῦ δίνετε τίποτε... Δέν μπορῶ ἄλλο... Εἶμαι γέρων!
Ἔδειχνε μέ αὐτό τόν τρόπο ὅτι γιά ὅ,τιδήποτε τοῦ ἔδιναν ἔκανε πολλή προσευχή καί ... "ἔδινε ἀπό τόν ἑαυτό του", θυσιαζόταν γιά τόν πλησίον!
-Καί ἐγώ εἶμαι ὑποχρεωμένος σέ σᾶς γιά αὐτά πού μοῦ δίνετε, ἀλλά καί σεῖς ἔχετε ὑποχρέωση σέ μένα, ἔλεγε. Ἔτσι ἔδειχνε ὅτι ἔκανε πολλή προσευχή γι' αὐτούς πού τόν συνέδραμαν στό φιλανθρωπικό του ἔργο. Γιατί πολύ λίγα κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Σχεδόν ὅλα ὅσα τοῦ ἔδιναν, τά ἔδινε καί κεῖνος στή συνέχεια στούς φτωχούς ἐλεημοσύνη!
Δίδασκε αὐτούς πού ἔχουν οἰκο-γένεια καί ὑποχρεώσεις νά πολιτεύονται μέ σωφροσύνη καί μέ ἱλαρότητα νά δίνουν ἐλεημοσύνη ἀλλά καί μέ σύνεση, γιά νά μή στεροῦνται στή συνέχεια καί ἴδιοι!
-Σύ τίς πρῶτες μέρες μόνον γελᾶς, μετά, μέχρι νά τελειώσει ὁ μῆνας κλαῖς, γιατί δέν ἔχεις νά περάσεις, ἀφοῦ τά δίνεις ὅλα στούς φτωχούς. Διάκριση! Νά ἔχεις διάκριση καί ὅλα νά τά οἰκονομεῖς καλῶς καί μέ σύνεση!
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἔζησαν σέ διαφορετικούς χρόνους καί σέ ἄλλα μέρη, ἔχουν τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί ἡ διδασκαλία τους δέν διαφέρει...
Τό ἴδιο μᾶς δίδασκε καί ὁ θαυμαστός ἐκεῖνος γέροντας, στήν Κερασιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ παπα-Μόδεστος!
-Νά κάνετε οἰκονομία καί νά μή σπαταλᾶτε τά χρήματά Σας ἄσκοπα. Μᾶς ἔλεγε.
Κάποτε πού εἴχαμε κάποιες δυσκολίες οἰκονομικές, ἄν καί ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας δέν μᾶς ἄφησε ποτέ καί εἴχαμε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. ἀπό τότε πού γυρίσαμε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας, μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀρκετά μεγάλο ποσό καί μοῦ εἶπε:
-Νά πάρεις γιά τά παιδιά ὅ,τι χρειάζεται. Νά μή στεροῦνται τίποτε, γιατί εἶστε μέ τήν Ὀρθοδοξία καί κάνατε μεγάλο βῆμα νά ἀρνηθῆτε τό μισθό σας καί τήν ἀσφάλεια.
-Νά ξέρετε ὅτι τίποτε δέν θά σᾶς λείψει! Ὅλα θά τά οἰκονομήσει ὁ Πανυπεράγαθος καί γλυκύτατος Χριστός μας, γλυκύτατος πρᾶγμα καί ὄνομα, ὅπως μοῦ ἔγραφε καί στίς ἐπιστολές του...
Ἔτσι καί ὁ θαυμαστός ἅγιος τῆς Αἴγινας, ὁ γέροντας Ἱερώνυμος καθημερινά ἔπαιρνε τό ντορβά του καί γύριζε στήν Αἴγινα καί ὅλοι ἔσπευδαν νά τοῦ δώσουν κάτι ἀπό τά ψάρια ὅπου ἔπιασαν ἤ ἀπό τά προϊόντα πού πουλοῦσαν οἱ παντοπῶλες, γνωρίζοντας ὅτι θά ἔπιαναν τόπο! Γιατί στή συνέχεια ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος πήγαινε καί τά μοίραζε στούς φτωχούς καί σέ ὅσους "ἤξερε" ὅτι ἔχουν ἀνάγκη!
Κάποτε κάποιος δέν τοῦ ἔδωσε ἀπό τά ψάρια πού ἔπιασε καί τά ἔβγαζε ἀπό τά δίχτυα. Δέν σήκωσε τό βλέμα του νά δεῖ τόν ὅσιο πού πέρασε μπροστά του.
Σκέφτηκε:
-Τί τά κάνει ὁ γέροντας τόσα ψάρια πού τοῦ δίνουμε;
Οἱ ἄλλοι ψαράδες πρόθυμα ὅλοι ἔτρεχαν καί τοῦ γέμιζαν τή σακκούλα μέ ψάρια.
-Πᾶρε κι ἀπό μένα γέροντα! Εἶναι εὐλογία, τοῦ ἔλεγαν μέ χαρά!
-Τότε καί ὁ ψαράς ἐκεῖνος τό μετάνοιωσε καί ἔτρεξε στό γέροντα καί τοῦ λέει:
-Γέροντα, πάρε κι ἀπό μένα αὐτά.
-Γιατί δέν σταμάτησες καί σέ μένα; Τοῦ εἶπε μέ παράπονο. Καί τοῦ ἔβαλε μερικά ψάρια μαζί μέ τά ἄλλα.
-Δέν σταμάτησα, διότι σύ καλῶς δι' ἐμέ δέν ἐσκέφθης! Τοῦ εἶπε, ἀπαντῶντας στούς λογισμούς του.
-Τί σέ νοιάζει ἐσένα τί τά κάνω ἐγώ τά ψάρια. Ἄλλα τά δίνω καί ἄλλα τά κρατάω γιά τόν ἑαυτό μου.
-Γέροντα συγχώρεσέ με, τοῦ εἶπε ταπεινωμένος ὁ ψαράς... Καί ἔκτοτε ἔτρεχε πρῶτος νά τοῦ δώσει τό μερίδιό του, γιά νά παίρνει καί 'κεῖνος εὐλογία!
Εἶχε, λοιπόν, ὁ Γέρων ἀπωλέσει τήν χεῖρα ἐξ ἀτυχήματος διά χειροβομβίδος. Συνέβαινεὅταν ἤρχετο κανείς νά τοῦ διηγηθεῖ τίς θλίψεις του, τά πένθη του καί τίς συμφορές, γιά νά τόν παρηγορήσει ἀλλά καί νά τόν διδάξει νά ἔχει ἀκλόνητον ἀλλά καί ἀπερίεργον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν Πατρικήν Ἀγάπην τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ ἔδειχνε τό χέρι του καί τοῦ ἔλεγε:
-Τό βλέπεις αὐτό; Ποτέ δέν ἐρώτησα τόν Θεόν: "Γιατί;"
Ἤρχετο δέ ἐπίσης κάπου-κάπου μία γερόντισσα μοναχή διά νά τόν περιποιηθεῖ. Κάποτε δέ πού ἡ Γερόντισσα αὐτή ἦτο παροῦσα ἦλθαν πρός ἐπίσκεψιν μία ἄλλη Γερόντισσα συνοδεύουσα νεαρόν μοναχόν. Καί ἐρώτησε ἡ γερόντισσα πού ἐπεριποιεῖτο τόν Γέροντα Ἱερώνυμον, τόν νέον μοναχόν νά μάθει ἀπό ποιό μοναστήρι εἶναι. Καί εἶπεν καί ἐκεῖνος, ἀπό τό δεῖνα!
-Μήπως τότε γνωρίζεις τόν ἀδελφόν μου, τόν πατέρα Ἀρσένιον;
-Καί βέβαια τόν γνωρίζω, ἀφοῦ εἴμεθα μαζί!
-Ἄχ τί χαρά! Τί χαρά! Ἄρχισε νά φωνάζει ἡ Γερόντισσα πρός τόν Γέροντα Ἱερώνυμον. Ἔρχεται ἀπό τόν ἀδελφόν μου, τό ἀκοῦς;
-Πᾶψε το καλογραία! Πᾶψε! Ἀπήντησεν ἐκεῖνος μέ τήν συμπαθητικήν καραμανλίδικη προφορά του!
-Κύττα τήν καλογραίαν! Ἀκούει ἀδελφός καί χαίρεται! Γιά τόν ἀδελφό ἡ καρδιά τῆς καλογραίας χοροπηδάει. Ἀλλά γιά τόν Χριστό ἡ καρδιά κοιμᾶται!
Καί τἄλεγε αὐτά ὄχι ἀπό σκληροκαρδίαν τάχα, ἀλλά γιά νά μήν ξεχάσει ἡ μοναχή πού πέθανε γιά τόν κόσμο συσσταυρούμενη μέ τόν Χριστόν ὅτι εἰς τό ἑξῆς μαμμιά χαρά δέν μποροῦσε πλέον νά ἐπισκιάσει τήν χαρά τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπεν κάι ὁ Χριστός μας ὅτι "ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος!" (Ματθ. ι΄, 37).
Ὅταν δέ σηκώθηκαν νά φύγουν οἱ ἐπισκέπται, λέγει ὁ νεαρός μοναχός πρός τόν Γέροντα:
-Εὔχεσθε, πάτερ, καί γιά μένα τόν ἁμαρτωλόν.
-Ἐγώ δέν ἀκούω!
Ὁ μοναχός κατάλαβε καί δέν ἐζήτησε περαιτέρω ἐξηγήσεις. Μία ὅμως ἐκ τῶν καλογραιῶν θέλησε νά ὑποστηρίξει τήν αἴτησίν του.
-Σοῦπε νά τόν θυμᾶσαι στή προσευχήν σου!
- Ἐγώ δέν ἀκούω!
- Καλέ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί δέν ἀκοῦς; Μέχρι τώρα ἄκουες καί τώρα δέν ἀκοῦς; Προσευχή σοῦ ζητάει νά κάνεις ὁ ἄνθρωπος.
- Ἄκουσε παιδί μου! Μαζί νά κάτσουμε, ἐγώ νά τρώω κι' ἐσύ νά κυττάζεις ἐμένα. Χορταίνεις ἐσύ, ἐπειδή ἐγώ τρώω; Ἔτσι εἶναι καί μέ τήν προσευχήν. Ἡ προσευχή τηλέφωνο εἶναι. Ἄμα ἐγώ προσευχή κάνω, ντρίννν στόν οὐρανό τό τηλέφωνο χτυπάει καί ὁ Θεός ἀκουστικό παίρνει! "Τί θέλεις;" μέ λέει. "Νά εὐλογήσεις τήν ἀδελφή Κατίνα!" λέω.
"Καλά!" ὁ Θεός λέει, "Ἐγώ τώρα θά τηλεφωνήσω στήν Κατίνα!"
Ἔτσι τό τηλέφωνο τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τῆς Κατίνας ντρίννν κάνει καί Κατίνα κοιμᾶται, ἤ ἔξω ἀπό τήν καρδιά τῆς Κατίνας ντρίνννν κάνει καί Κατίνα κοιμᾶται καί δέν ἀκούει τόν Θεό πού τήν καλεῖ. Τί ὠφέλησε τήν Κατίνα ἡ δική μου προσευχή;
- Ἄκουσε καλογραία, δέν θέλω νά σᾶς λυπήσω:
- Αὐτός μοναχός εἶναι!
- Νά κάνει μόνος του προσευχή! Γιά νά πάρει μισθό! Τό κατ' ἐξοχήν ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή! [1]
[1] Ἀπό τό Σύγχρονον Λειμωνάριον, ἐκδιδόμενον ὑπό τοῦ Διορθοδόξου Φυλλαδίου "Ἡ παραδοθεῖσα πίστις", Γενεύη, 1972, σελ. 7-8).
''ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ ΜΠΛΟΚ/
ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ''
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου