Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς από τον βίο του ιερού Χρυσοστόμου όπου και εορτάζει σήμερα κατά το Π.Η.;
Το απόσπασμα από την περιγραφή της τελευταίας εξορίας του.
«Μετά τήν ἐκλογή τοῦ τόπου ἐξορίας ὁ ̓Αττικός, ἄνθρωπος ἐπιδέξιος, πῆρε προφυλάξεις για το ταξίδι τοῦ φυλακισμένου. Φοβόντουσαν ὅτι τό πέρασμά του θα ξεσήκωνε τήν ὀργή ἤ τόν οἶκτο στούς λαούς ἀπό τούς ὁποίους θά περνοῦσε. Συμφώνησαν ν' ἀποφύγουν τίς πόλεις ἀνάμεσα στήν ̓Αραβισσό καί τήν Πιτυούντα, κυρίως ἐκεῖνες, ὅπου γνώριζαν ὅτι θά συναντοῦσαν ἐπισκόπους λιγότερο ἤ περισσότερο ευνοϊκούς στήν ὑπόθεσή του καί διοικητές πονετικούς. Ἔπειτα ἀποφάσισαν νά μήν ξαναπέσουν στο λάθος πού διέπραξαν κατά τήν πρώτη του ἐξορία, δίνοντάς του φρουρά ἀπό πραιτωριανούς. Ὁ Χρυσόστομος εἶχε σαγηνεύσει τους άξιωματικούς κι αὐτοί ἔγιναν περισσότερο ὑπηρέτες παρά φρουροί του. Ὁ ̓Αττικός καί ὁ Σεβηριανός συνεννοήθηκαν γι' αὐτό τό θέμα μέ τόν στρατιωτικό ἀρχηγό ἤ τόν πραίτωρα, πού τούς ἔδωσε ὅ,τι ἐπιθυμοῦσαν, ὅ,τι σκληρότερο καί ἀγριότερο γιά τήν περίσταση. Στούς δυό ἀξιωματικούς τῆς φρουρᾶς ὑποσχέθηκαν μιά ἀξιόλογη προαγωγή, ἄν ἐκτελοῦσαν καλά τήν ἀποστολή τους. Ἄφησαν μάλιστα να ἐννοηθεῖ ὅτι τούς ἦταν ἐντελῶς ἀδιάφορο ἄν θά ἔφθανε ὁ φυλακισμένος τους μέχρι τήν Πιτυούντα. Ὁ θάνατός του ἀπό τίς ταλαιπωρίες τοῦ ταξιδιοῦ θά ισοδυναμοῦσε μέ πλήρη ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς τους. Ἐξάλλου αὐτό θά ἐξέθετε λιγότερο τόν αὐτοκράτορα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί βάδισαν βιαστικά πρός τό φρούριο τῆς ̓Αραβισσοῦ. Ἔφθασαν στα μέσα ἤ στο τέλος τοῦ Ἰουνίου.
Η παρουσία τους κοντά στόν ἐξόριστο εἶχε κάτι τό απαίσιο. Φαίνονταν νά ἐπιδεικνύουν τή βαναυσότητά τους κι ἐπαναλάμβαναν στόν καθένα περαστικό ὅτι ἤθελαν να κερδίσουν τήν προαγωγή, πού τούς εἶχαν ὑποσχεθεί. Διατυμπάνιζαν μάλιστα πώς, ἂν αὐτός ὁ ἰσχνός καί ἄρρωστος ἄνθρωπος δέν ἔφθανε στον προορισμό του, λίγο τούς ἔνοιαζε, ἀφοῦ αὐτοί δέν θά ἔχαναν τήν ἀμοιβή τους. Αν τά λόγια αὐτά ἔφθασαν στ' αὐτιά τοῦ Χρυσοστόμου, θα χρειάστηκε τέλεια υποταγή στο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του. Μέ τέτοιους οιωνούς καί τέτοιους οδηγούς ξεκίνησε το ταξίδι του μετά την κοινοποίηση τῆς διαταγής.
Από τήν ̓Αραβισσό πρός τήν Πιτυούντα ὁ δρόμος περνοῦσε ἀρχικά ἀπό τή Σεβάστεια, πρωτεύουσα της Μεγάλης Αρμενίας. Επειτα ἔκλινε πρός τή δύση, διέσχιζε τά ὅρια τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πόντου καί κατέληγε στα Κόμανα, μιά ἀπό τίς μεγάλες πόλεις αὐτῆς τῆς ἐπαρχίας. ̓Από κεῖ ἔστριβε δεξιά, παράλληλα πρός τήν ὄχθη τοῦ Εὔξεινου Πόντου κι ἔφθανε στους πρόποδες τοῦ Καυκάσου. Τά Κόμανα βρίσκονταν στο ένα τρίτο σχεδόν τῆς ἀπόστασης ἀνάμεσα στην Ἀραβισσό καί τήν Πιτυούντα. Ο δρόμος ἦταν ἀπό τούς πιό τραχεῖς καί ἐπικίνδυνους τῆς ̓Ασίας. Σε μεγάλο μέρος τῆς διαδρομῆς σκαρφάλωναν σέ ψηλά βουνά, συναντοῦσαν σχεδόν σέ κάθε βῆμα ποταμούς ἤ χειμάρρους συχνά ξεχειλισμένους. Ὁ Χρυσόστομος ταξίδευε τόν περισσότερο καιρό μέ τά πόδια.
Αν εἶναι ἀληθινό αὐτό πού ἀναφέρει ὁ σύγχρονός του ιστορικός Παλλάδιος, εἴτε ἐπειδή οἱ δυσκολίες τοῦ δρόμου ἦταν ὑπέρμετρες εἴτε λόγῳ τῆς πολύ μεγάλης του κόπωσης, χρειάστηκαν τρεῖς μῆνες, γιά νά πᾶνε ἀπό τήν ̓Αραβισσό στα Κόμανα. Οἱ ὁδηγοί του ἄλλωστε προσπαθοῦσαν νά τοῦ κάνουν τό ταξίδι ὅσο γινόταν πιό κουραστικό. Η φαντασία τους, γόνιμη σε βασανιστήρια, τά πολλαπλασίαζε πάνω στόν ἄτυχο δέσμιό τους. Ἔβρεχε καταρρακτωδῶς; Διάλεγαν αὐτόν τόν καιρό, γιά νά προχωρήσουν καί συνέχιζαν, ὥσπου να μουσκευτοῦν τά ροῦχα τοῦ ἐξορίστου σε τέτοιο σημεῖο, πού τό στῆθος καί ἡ πλάτη κολυμποῦσαν, θα λέγαμε, στο νερό. ̓Αντίθετα, ἄν ἔφθαναν σέ κάποια πεδιάδα πού ἔκαιγε κάτω ἀπό ἕναν ἀσυννέφιαστο ουρανό, εἶχαν τήν ἄγρια εὐχαρίστηση νά τόν βάζουν να περπατά με γυμνό κεφάλι κάτω ἀπό τόν ἥλιο τίς πιό ζεστές ὧρες τῆς μέρας. Ὁ Χρυσόστομος ἦταν φαλακρός ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος, μᾶς λέει ὁ Παλλάδιος, κι αὐτό τό βασανιστήριο τοῦ ἦταν θανάσιμο. Τέτοια ἦταν τά μέσα πού ἐπινοοῦσαν οἱ ἄθλιοι, γιά νά πετύχουν γρηγορότερα τά ἀξιώματά τους.
Ὅταν διέσχιζαν μιά πόλη, ὅπου ὁ ἐξόριστος θα μποροῦσε να ἀναπαυθεῖ καί νά πάρει ένα λουτρό τόσο ἀναγκαῖο, τη στιγμή που ὁ πυρετός τόν ἔκαιγε ἐσωτερικά ὅπως ὁ ἥλιος ἐξωτερικά, τό ἀπόσπασμα ἀρνοῦνταν να σταματήσει. Οι στάσεις γίνονταν σε ασήμαντα χωριά καί σ' ἔρημους τόπους, ὅπου δέν μποροῦσαν νά τοῦ παρέχουν καμία ανακούφιση. Κάθε επιστολή ἦταν ἀπαγορευμένη, κάθε ἐπικοινωνία με οποιονδήποτε εἶχε καταργηθεῖ. Ὁ ἕνας ἀπό τούς ἀξιωματικούς ἦταν τόσο ἄγριος, ὥστε τόν ἔπιανε μανία κάθε φορά πού οἱ περαστικοί σπλαγχνίζονταν τόν κρατούμενό του ἤ τοῦ ἀπηύθυναν παρηγορητικά λόγια. Απειλοῦσε, χτυποῦσε, σάν νά εἶχαν βρίσει τόν ἴδιο. Ὁ ἄλλος ἀξιωματικός φαινόταν λιγότερο κακός. Ἡ πραότητα καί ἡ καρτερία τοῦ Χρυσοστόμου τόν εἶχαν συγκινήσει. Τοῦ ἔδειχνε τή συμπάθειά του αλλά μυστικά. Φοβόταν τον σύντροφό του καί ἤθελε ἐπίσης να κερδίσει τήν προαγωγή.
Τρεῖς μῆνες, κατά τόν Παλλάδιο, βάδιζαν ἔτσι, διασχίζοντας βουνά και λαγκάδια, περνώντας ἀπό πεδιάδες καί ποτάμια, μέχρι πού ἔφθασαν στα Κόμανα. Ο Χρυσόστομος μόλις πού σερνόταν. Το πρόσωπό του ἦταν σαν καμένο. Ὁ βιογράφος του Παλλάδιος κάνει μια φοβερή παρομοίωση. Μέ τό κεφάλι κατακόκκινο, κρεμασμένο στο στῆθος του, ἔμοιαζε σαν ὥριμος καρπός, πού πρόκειται να πέσει ἀπό τό κλαδί. Τά Κόμανα τά ὀνόμαζαν ἐπίσης Κόμανα Ποντικά, γιά νά τά διακρίνουν ἀπό τά ἄλλα Κόμανα τῆς Καππαδοκίας. Ήταν μεγάλη πόλη, συνηθισμένος σταθμός τῶν ταξιδιωτῶν, ὅπου ἔβρισκαν κάθε εἴδους προμήθειες καί ἀνάπαυση. ̓Αλλά ὁ ἄσπλαχνος ἀξιωματικός ἔδωσε σῆμα να προχωρήσουν παραπέρα καί διέσχισαν τήν πόλη, ὅπως περνᾶ κανείς μιά γέφυρα", προσθέτει ὁ ἴδιος ἱστορικός.
Σέ ἀπόσταση δέκα ἤ ἕντεκα χιλιομέτρων από κεῖ βρισκόταν μικρός ἔρημος ναός, ὅπου οἱ ἀξιωματικοί διέταξαν να σταθμεύσει ή φρουράς. Ο Χρυσόστομος ἐξαντλημένος τοποθετήθηκε σ' ἕνα ἀπό τα παραρτήματα τοῦ ναϊδρίου. Τό ἐξωκλήσι αὐτό ἦταν ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μάρτυρα Βασιλίσκο. Ἐκεῖ μέσα βρισκόταν κι ὁ τάφος του. Ὁ Βασιλίσκος ἦταν ἐπίσκοπος Κομάνων τόν 3ο αιώνα. Διώχθηκε για τήν πίστη στήν ̓Αντιόχεια μαζί μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό κατά τό διωγμό τοῦ Μαξιμίνου Δάια. Κατά τη διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Χρυσόστομος εἶδε ἕνα ὄραμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Βασιλίσκος στεκόταν ὄρθιος μπροστά του καί τοῦ ἀπηύθυνε τά ἑξῆς λόγια: «Ἔχε θάρρος, Ἰωάννη, ἀδελφέ μου• αὔριο θα εἴμαστε μαζί». Τήν ἴδια νύχτα ἤ τήν προηγούμενη ὁ ἱερέας, ὁ καθορισμένος γιά τή συντήρηση τοῦ ναοῦ καί τή φύλαξη τοῦ τάφου, εἶδε παρόμοιο ὅραμα. Ο μάρτυρας τοῦ εἶχε πεῖ: «Ετοίμασε θέση γιά τόν ἀδελφό μας Ἰωάννη. Πρόκειται νά ἔλθει». Αὐτός ὁ ἱερέας βεβαίωσε ἀργότερα τήν ἀλήθεια τοῦ ὁράματος. Ὁ Χρυσόστομος μέ τή σιγουριά ὅτι πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό, προσπάθησε τήν επομένη τό πρωί νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή τους. «Μείνετε, σᾶς ἱκετεύω», παρακαλοῦσε τούς ἀξιωματικούς, «μείνετε τουλάχιστον ὡς τήν πέμπτη ὥρα». Αναμφίβολα πίστευε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ὑποδείχθηκε μέ τρόπο ὑπερφυσικό. Αλλά οἱ πραιτωριανοί, ἀντί νά ὑποχωρήσουν, ἐπιτάχυναν τήν ἀναχώρηση.
Εἶχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα, ὅταν ὁ ἐξόριστος κυριεύθηκε ἀπό ἕνα παραλήρημα πυρετοῦ, πού ἔθεσε σε κίνδυνο τή ζωή του. Τρομαγμένοι μήπως τόν δοῦν νά πεθαίνει στα χέρια τους, πάνω στο δρόμο, οἱ στρατιῶτες γύρισαν πίσω καί ξαναμπῆκαν στό ἐξωκλήσι, πού εἶχαν ἀφήσει λίγες ώρες πρίν. Ὁ Χρυσόστομος, δίχως να μπορεῖ πιά νά στηριχθεῖ, ὁδηγήθηκε κοντά στήν ἁγία Τράπεζα. Από τόν φύλακα ἱερέα τοῦ ναοῦ ζήτησε να φορέσει όλόλευκα ἄμφια. Ἔνιωθε ὅτι πλησιάζει το τέλος του. Ὁ ἱερέας τοῦ τά ἔφερε κατά τήν ἐπιθυμία του. Κι ὁ Χρυσόστομος ντύθηκε, ἀφοῦ πρῶτα μοίρασε ὅλα ὅσα εἶχε, ἀκόμη καί τά παπούτσια του, στούς παρευρισκομένους. Στη συνέχεια, θέλησε να κοινωνήσει τά ἄχραντα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα. Μετά τή θεία Κοινωνία προσευχήθηκε μέ θέρμη. Αποτέλειωσε την τελευταία του προσευχή με ἐκείνη τή φράση, πού συχνά ἀνέβαινε στα χείλη του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. ̓Αμήν!». Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι ἔγειρε πάνω στο πλακόστρωτο, γιά νά μήν ξανασηκωθεῖ πιά».
ΠΗΓΗ: ''Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος - Μεγαλομάρτυρας μετά τους διωγμούς''.


0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου