Ἰνστιτοῦτο Ἀστικοῦ καί
Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου
Διευθυντής: Νικόλαος Δημαρᾶς,
Δρ. Νομικῆς
τοῦ Πανεπιστημίου Bielefeld Γερμανίας
Ἐκκλησιαστικές-θρησκευτικές Κοινότητες καί Ἐκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο
Ἡ Πολιτεία
ρυθμίζει τίς ἀναπτυσσόμενες σχέσεις ἀνάμεσα σ' αὐτήν καί τούς πολίτες της καί τούς παρέχει καί στίς διάφορες συλλογικότητες πού αὐτοί συγκροτοῦν ἐκεῖνες τίς δομές, τίς νομικές δηλ. μορφές, (φόρμες), τῶν ὁποίων θά κάνουν χρήση,
γιά νά συγκροτήσουν νομικά πρόσωπα, ὄχι μόνον κοινωνικῶν, ἰδεολογικο - φιλοσοφικῶν, οἰκονομικῶν, ἀθλητικῶν καί πολιτικῶν σκοπῶν, ἀλλά, βεβαίως,
καί θρησκευτικῆς, ἐκκλησια-στικῆς
ὑποστάσεως καί λειτουργίας.
Στούς Ἐκκλησιαστικούς, λοιπόν, φορεῖς πού ὀργανώνονται συλλογικά, ἡ Πολιτεία παρέχει τήν δυνατότητα τῆς νομικῆς συγκρότησεώς τους ὡς νομικῶν προσώπων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζει ἀκόμη μέχρι σήμερα, ἔν τινι μέτρῳ, καί ἄσκηση κρατικῆς ἐξουσίας μέ Ἀστικές
συνέπειες.
Ἀπέναντι στό Κράτος, σέ μία εὐνομούμενη καί συντεταγμένη Πολιτεία, καί ἐμεῖς, πού θεολογικά καί κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ὡς Ἐκκλησία εἴμαστε μέν θεανθρώπινος Ὀργανισμός καί Σῶμα Χριστοῦ, ὀφείλουμε νά ἔχουμε μία νομική προσωπικότητα, καθότι ἡ Πολιτεία
δέν συναλλάσσεται μέ θεοϋπόστατους ὀργα- νισμούς, ἀλλά παρέχει τίς δυνατότητες στίς συλλογικότητές μας αὐτές καί στόν βαθμό πού πρόκειται γιά θέματα ἀσκήσεως κρατικῆς ἐξουσίας, στίς Ἱερολογίες ἐπί παραδείγματι τοῦ γάμου καί τῆς βαπτίσεως, πού φέρουν Ἀστικές συνέπειες, καί ἐφ' ὅσον ἐπιθυμοῦμε νά ἔχουμε ἀναγνώριση ἀπό τήν Πολιτεία, ἀναφορικά μέ τήν καταχώρηση αὐτῶν τῶν ἀστικῶν ἀπό πλευρᾶς Πολιτείας θεωρουμένων πράξεων -(τῶν Μυστηρίων μας)- στά Ληξιαρχεῖα τοῦ Κράτους, ἀλλά καί κατά τήν ἀνάπτυξη κοινωνικῆς συλλογικῆς δραστηριότητας μέσα στόν ἐξουσιαστικό κρατικό χῶρο, ὀφείλουμε νά ἱδρύσουμε
ἕνα νομικό πρόσωπο.
Τό νομικό αὐτό πρόσωπο ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν Πολιτεία. Μέ τά ὄργανά του ἐνεργεῖ
ἀντιπροσωπευτικά καί δεσμευτικά στόν χῶρο τοῦ Δικαίου γιά τόν φορέα πού ἐκπροσωπεῖ καί ὑπόκειται στίς διατάξεις πού νόμος ὁρίζει, ὅπως συμβαίνει μέ τίς διατάξεις περί νομικῶν προσώπων
τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα (ΑΚ).
Μιά κάποια, λοιπόν, νομική δομή, (νομική μορφή-φόρμα), πρέπει νά
ἔχουμε καί γιά νά μήν ἐγγράφονται καί τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν Ἐκκλησιῶν – Μοναστηριῶν μας σέ φυσικά πρόσωπα, ἀλλά στόν νομικά ἀπό τό Κράτος ἀνα- γνωρισμένο φορέα, νομικό πρόσωπο, (σύνολο περιουσίας ἤ προσώπων
πού ἐπιδιώκουν νόμιμους σκοπούς), ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ τήν λειτουργία του καί μετά τόν θάνατο ἑνός ἤ περισσοτέρων φυσικῶν προσώπων πού τό ἀποτελοῦν ἤ τό διοικοῦν,
διοικούμενο ἀπό τό διοικητικό του συμβούλιο (ΔΣ) καί τήν Γενική Συνέλευση
(ΓΣ) τῶν μελῶν του.
Κατ' αὐτόν τόν τρόπο δέν θά περιέρχονται καί τά ἀποκτώμενα ἀπό τό νομικό ἐκκλησιαστικό πρόσωπο περιουσιακά στοιχεῖα στούς διαδόχους (κληρο- νόμους) κάποιου φυσικοῦ προσώπου, πού μπορεῖ νά εἶναι καί ἀδιάφοροι ὡς πρός τήν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον
Πίστιν, ἀλλά στό Νομικό Πρόσωπο, στήν Ἐκκλησία, π.χ. στήν Ἐνορία τῶν Ἁγίων Πάντων Πατρῶν, πού εἶναι ὀργανωμένη νομικά ὡς ἀδελφότητα, σύμφωνα μέ τίς περί σωματείου διατάξεις τοῦ ΑΚ, ἤ στό Μοναστήρι, π.χ. Ἱερά Μονή Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Ναυπάκτου, πού εἶναι ὀργανωμένο ὡς ἀδελφότητα, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις περί ἀστικῆς ἑταιρείας τοῦ ΑΚ,
πάντοτε μή κερδοσκοπικοῦ περιεχομένου.
Στήν μέριμνά της, ἑπομένως, ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας, νά κατοχυρωθεῖ ὅσον τό δυνατόν περισσότερο ἀπέναντι στίς πολλαπλές ἐπιθέσεις, πού δέχεται κατά τήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ της ἔργου, προσπαθεῖ νά κάνει τήν καλύτερη
δυνατή χρήση τοῦ νομικοῦ πλαισίου, πού διαθέτει ἡ Ἑλληνική
Πολιτεία μας, γιά νά κατοχυρωθεῖ καί νομικά σέ ἐκεῖνες
τῆς ἐκφάνσεις τοῦ ἔργου της, πού ἅπτονται
νομικῶν θεωρήσεων, ἀναφορικά κυρίως ὅπως
τονίστηκε πιό πάνω:
-μέ τήν καταχώρηση τῶν ληξιαρχικῶν γεγονότων, (γάμοι καί βαπτίσεις στά ληξιαρχεῖα τοῦ κράτους),
ἀλλά καί μέ τήν ἄσκηση:
-τοῦ κοινωνικοῦ,
-φιλανθρωπικοῦ,
-λατρευτικοῦ καί
-μελλοντικά, ἴσως,
καί τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ της ἔργου,
- καί
τούς πιστούς της, ὡς πολιτῶν μιᾶς
συντεταγμένης Πολιτείας,
-ὅπως εἶναι αὐτονόητη ἡ ὀργάνωσή της καί στήν καθημερινή συνδιαλλαγή της μέ τίς
κρατικές-διοικητικές ὑπηρεσίες.
Γιά τήν ἀναγνώρισή της, λοιπόν, ὡς φορέως ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί τήν ἀπόκτηση περιουσιακῶν, (ἐμπραγμάτων κυρίως), δικαιωμάτων, ἀπαιτεῖται ἡ ἱκανότητα
δικαίου, πού προϋποτίθεται κατά κανόνα καί γιά τήν ἱκανότητα διαδίκου, δηλ. γιά τήν ἱκανότητα παραστάσεώς της ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων καί τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν τῆς χώρας
μας ὡς νομικοῦ προσώπου.
Ἡ ἱκανότητα αὐτή παρέχεται ἐπιπροσθέτως, εἰδικότερα καί πιό ὁλο- κληρωμένα, ἐκτός ἀπό ἀπό τίς μορφές, μέ τίς ὁποῖες αὐτό συνέβαινε καί συμβαίνει μέχρι τώρα, δηλ. μέ τήν μορφή τῶν σωματείων-ἀδελφοτήτων γιά τίς ἐνορίες μας καί τῶν ἀστικῶν ἑταιρειῶν, μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτῆρα, γιά τά μοναστήρια μας, καί μέσα ἀπό τόν νέο νόμο (Ν. 4301/2014) “Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν ἑνώσεών τους στήν Ἑλλάδα καί ἄλλες διατάξεις ἁρμοδιότητας Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων καί λοιπές διατάξεις”).
Ἡ νέα αὐτή νομική κατάσταση
δημιούργησε ἀνησυχία στήν Ἐκκλησία μας, γιατί οἱ ρυθμίσεις
τοῦ νέου νόμου ἅπτονται
καί ὀρθοδόξων θεολογικῶν θεωρήσεων καί ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ, ὅπως ἤδη διαπιστώθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔγινε
ἡ προσπάθεια ἐφαρμογῆς
τῶν διατάξεών του.
Αἰτιολογήθηκε, ὡστόσο, ἱστορικῶς1, ὅτι καί στό παρελθόν ἡ Ἐκκλησία ἔκανε χρήση νομικῆς προσωπικότητας γιά τίς σχέσεις της μέ τό κράτος καί λαμβανομένων ὑπ' ὄψιν καί τῶν κατωτέρω σημαντικῶν νέων δεδομένων, τά ὁποῖα μοῦ ἐτέθησαν ὑπ' ὄψιν ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων, σημειώνω ἐπιπροσθέτως
τά ἑξῆς:
Βασικοί καί θεμελιώδεις Κανόνες ἑνός συστήματος διοικήσεως καί ἀσκή- σεως ἐξουσίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διασφαλίζουν τόν ἔλεγχο τῆς ἀσκουμένης ἐξουσίας.
Ἡ διοίκηση, κάθε διοίκηση, (καί ἡ Ἐκκλησιαστική), αὐτο- καθυποβάλλεται σέ ἕναν αὐτοπεριορισμό, μιά καί ἡ ἴδια δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τήν ἰσχύ τῶν Κανόνων πού ἡ νομοθετική ἐξουσία θέτει γιά τήν ἄσκησή της, ἀλλά καί γιά τόν αὐτοέλεγχό της!
Ἰδιαίτερης μνείας χρήζει ἡ ἄψογη Ὀρθόδοξη Ὁμολογία τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας,
ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν συνέχεια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἐπάρατη Νεοημερολογιακή ἀλλαγή τό 1924, καί ἀποτελεῖ
ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς λειτουργίας τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου
πού
συγκροτεῖται κατά τόν
Νόμο ἀπό τήν
Ἐκκλησία μας!
-Διά τῆς Ὁμολογίας αὐτῆς2 διασφαλίζεται ἡ ἀπαρασάλευτος τήρηση τῶν Ἱερῶν
Κανόνων καί τῆς Ἱερᾶς
Παραδόσεως.
-Ἐξασφαλίζεται ὁ ἔλεγχος
τῆς ἀσκουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, μέ τό θεμελιούμενο δικαίωμα καί τήν ἐπιβαλλομένην ὑποχρέωση πρός ἀποτείχιση, ἐάν σημειωθεῖ παρέκκλιση εἰς τά τῆς πίστεως ἀπό τούς πνευματικούς προϊσταμένους μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐφ’ ὅσον κατοχυρώνεται ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, κατά τήν ρητήν ἀναφοράν τῆς αἰτήσεως, πού ἀποδέχονται ὅλοι οἱ ὑπογράφοντες γιά νά γίνουν μέλη μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς (θρη- σκευτικῆς)
κοινότητας.
1 Γενικότερα ἔργα ὑπάρχουν καὶ ἀνα-φέρονται στὸ Δίκαιο τῆς Ρωμαϊκῆς ἐποχῆς ἢ στὴν δράση τῶν ἀναρίθμητων συλλόγων (ἐπαγγελματικῶν, ἀθλητικῶν, θρησκευτικῶν), ποὺ ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ αὐτή, ἤ στὰ ταφικὰ ἔθιμα. Για τα collegia funeraticia ἀκόμη
παραπέμπεται τὸ παλιὸ ἔργο τοῦ Schiess, Die römischen collegia funeraticia (1888), ἐνῶ γιὰ κάτι πιὸ καινούριο
μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὸ Anna Cafissi,
Contributo alla storia dei collegi romani: i collegia
funeraticia, "Studi e Ricerche" II, 1984, 89-111. Ἕνα πιὸ πρόσφατο
ἄρθρο εἶναι τὸ "Patronage, collegia and burial in imperial Rome", στὸ βιβλίο Death in Towns (ἐκδότης S. Basset) 1992, 15-27.
Την σχέση τῶν Χριστιανῶν μὲ τοὺς συλλόγους
αὐτοὺς ὑποστήριξε ὁ G.B. de Rossi, κατὰ τὴν γνώμη τῆς καθηγήτριας Σοφίας Ζουμπάκι, πειστικά.
Μία πρόσφατη ἀναφορὰ σ' αὐτὸν καὶ στὸ θέμα βλ. στὸν Jonathan
S. Perry, 'In honorem Theodori Mommseni: G. B. de Rossi and the collegia funeraticia', στὸ βιβλίο τοῦ C.F. Konrad (ed.),
Augusto Augurio. Rerum Humanarum et Divinarum Commentationes in Honorem Jerzy Linderski. Stuttgart: Franz
Steiner Verlag,
2004, σέλ.
105-122. Ἕνα κλασικὸ
ἐγχειρίδιο ἐπιγραφικῆς μὲ ἀναφορὰ στὸ θέμα εἶναι τὸ O. Marucchi, Christian
epigraphy (reprint Chicago 1974) 29 ff.
Ὡς πρὸς
τὶς κατακόμβες, ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν Ρώμη, ὑπάρχουν
καὶ τῆς Μήλου. Ὡς
πρὸς τὴν Μῆλο μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὶς σχετικὲς σελίδες στὸ βιβλίο G. Kiourtzian, Recueil des inscriptions grecques chretiennes des Cyclades (Paris 2000) 78-96, ὅπου ὑπάρχουν παραπομπὲς στὴν παλιότερη βιβλιο- γραφία.
Βλ. καὶ τοὺς ἰστοτόπους: http://www.catacombsociety.org/bibliography.html καὶ http://www.catacombsociety.org/glossary.html
-Κατοχυρώνεται ἡ διοικητική αὐτοτέλεια τῶν Ἱερῶν Μοναστηρίων, Ἡσυχαστηρίων καί Ἐνοριῶν, ἐπί τῶν
ὁποίων ὁ ἐπίσκοπος ἀσκεῖ μόνον
τήν πνευματικήν ἐξουσίαν, ἐφ’ ὅσον ρητῶς ὁρίζεται στήν Ὁμολογίαν ἡ ἀνεπιφύ-
λακτος ἀποδοχή:
v τῶν Ἁγίων Ἑπτά Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συν-όδων,
v τῶν Ὅρων τῆς ὀρθῆς πίστεως, κατά τάς Ἀποστολικάς Παραδόσεις πού συνετάχθησαν διά τῶν Ἁγίων Πατέρων,
v τῆς Ἁγίας Συνόδου ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ
879/880,
v τοῦ Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1351 ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Πατριάρχου Καλλίστου Α΄,
v τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, τῶν συγκληθεισῶν τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593, πού κατεδίκασαν τήν εἰσαγωγήν τοῦ Γρηγοριανοῦ - Φραγκικοῦ
- Νέου Ἡμερο-λογίου,
v τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1756 περί τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων,
v τοῦ Συνοδικοῦ Σιγγιλίου τοῦ 1848 τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς
v καί τοῦ Συνοδικοῦ Συγγιλίου τοῦ 1872 ἐπί καταδίκῃ τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ.
Ἡ
Ὁμολογία ἀπορρίπτει:
-
τόν Οἰκουμενισμόν καί δι’ αὐτῆς θεωρεῖται ὡς πεπτωκώς περί τήν Πίστιν καί ἐκκλησιαστικῶς ἀκοινώνητος ὁ ἀποδεχόμενος τήν αἵ- ρεση
αὐτή,
-
ἀπορρίπτει τό «Διάγγελμα» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινου- πόλεως, τό ὁποῖο προέβλεπε τήν Νεοημερο-λογιτική Μεταρρύθμιση, τοῦ λεγομένου Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923, πού ἐφαρμόσθηκε στήν Ἑλλάδα τό 1924 καί πού παραβίασε τίς Ἀποφάσεις τῶν τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος.
-
Δι’ αὐτῆς θεωροῦνται πεπτωκότες περί τήν Πίστιν οἱ ἐξ ὀρθοδόξων συμμετασχόντες στήν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» τό 1948, πού καλλιεργοῦν τόν Διαχριστιανικό καί Διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό καί τίς λεγόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις, καί ὅσοι ἀπό τό 1961 κ.ἑ. προετοίμασαν τήν κατακριτέα, ἄκυρη καί
ἀνυπόστατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας» τό 1965, καί πού καλλιεργοῦν
τήν προοπτική, γιά τήν σύγκληση τῆς λεγόμενης Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου3, γιά τήν τελική ἀποδοχή, καθιέρωση καί δογματοποίηση τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐφ’ ὅσον οἱ Ἱεροί Κανόνες
καί οἱ Ἱερές Παραδόσεις, διακηρυσσομένου καί τοῦ Συμβόλου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τηροῦνται ἀπαρασάλευτα καί κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματός μας, -(ὅπως ἴσχυε πρό τῆς ἀναθεωρήσεώς του)- καί τῶν ὑπερκειμένων διατάξεων καί Ὅρων τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη, κατωτέρας ἰσχῦος νόμου, ὑπουργικῆς ἀποφάσεως ἤ καταστατικοῦ ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας εἶναι αὐτοδικαίως ἀνίσχυρη καί ἄκυρη, καί ἰσχύουν ἄμεσα γιά κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό τά ἀνωτέρω
ἐξαντλητικῶς ὁμολογούμενα καί ὑπογραφόμενα ὑπό τῶν μελῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν (θρησκευτικῶν) κοινοτήτων, ὅπως τά ἐξήγησαν καί τά ἐφάρμοσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες
καί ἐκτέθηκαν στό Ἱερό Πηδάλιο
τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ περίπτωση ἀμφιβολίας, κενοῦ ἤ ἀσάφειας
τοῦ νέου νόμου καί τῶν ἑκάστοτε καταστατικῶν
τῶν ἐκκλησιαστικῶν (θρησκευτικῶν) κοινοτήτων.
Ὁποιαδήποτε ἐπιφύλαξη περί δυσμενοῦς καί ἄνισης μεταχειρίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ἔναντι ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἀπό τίς διατάξεις τοῦ νέου νόμου, ἐλεγχομένων ὡς ἀντιθέτων πρός τίς Συνταγματικές ἐπιταγές, εἶναι δυνατόν νά προβληθεῖ ἐνώπιον τῶν ἁρμοδίων ἐθνικῶν καί στή συνέχεια καί τῶν εὐρωπαϊκῶν δικαστηρίων καί νά προσβληθοῦν οἱ σχετικές διατάξεις ὡς μή σύμφωνες πρός τό Ἑλληνικό
Σύνταγμα καί τό Κοινοτικό Δίκαιο.
Ἐλεγχόμενες συνταγματικά εἶναι ἐκεῖνες οἱ διατάξεις, μέ τίς ὁποῖες ἀντι- μετωπίζονται
προνομιακά ὡς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαιου:
α) οἱ Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές,
β) οἱ Μωαμεθανοί τῆς Θράκης μας,
ἀλλά καί
γ) οἱ ... Ἰσραηλίτες-Ἑβραῖοι (Ἰσραηλιτική
Κοινότητα Ἑλλάδος).
Ἕλληνες πολίτες, οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού συνεχίζουν νά ἀποτελοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Πατρίδα μας, μέ τό νέο νόμο ἀντιμετωπίζονται διακριτικά, ἀπολαύοντες δυσμενοῦς μεταχειρίσεως καί ἄρα ἀντίθετα
πρός τό ἄρθρο 4 Σ.
Συνοπτικά, λοιπόν, μποροῦν νά τονισθοῦν τά ἑξῆς, ὅπως τά σημειώνει
καί ἡ Ἑλληνική Ἕνωση γιά τά
Δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου:
-πρόκειται γιά ἕνα νόμο κατώτερο τῶν περιστάσεων καί δέσμιο ἑνός κρα- τικοῦ συντηρητισμοῦ.
Γιατί:
-ἀντιμετωπίζει τήν ἐλεύθερη ἐκδήλωση θρησκευτικῶν καί ἄλλων πεποι- θήσεων ὡς διακινδύνευση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καί τάξης, πού στήν οὐσία του δέν προστατεύει, ἀλλά περιορίζει τήν θρησκευτική ἐλευθερία, τήν ὁποία θέτει ὑπό τόν κρατικό ἔλεγχο, πού γίνεται ἐπικίνδυνος σέ περιόδους κρίσεων (ἄρθρο 10). Ὁ νόμος ἀγνοεῖ τόν οἰκουμενικό χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί ἀναδεικνύει ὡς ὑποκείμενο τῶν ρυθμίσεών του τίς τοπικές, (οὔτε κἄν τίς ἐθνικές), θρησκευτικές κοινότητες καί αὐτό μελλοντικά θά πρέπει νά γίνει ἀντικείμενο διεκδικήσεων ἐκ μέρους
τῆς Ἐκκλησίας μας γιά νομοθετικές βελτιώσεις ἀπό
τήν Πολιτεία.
Ἐπιπλέον, σύμφωνα μέ τήν Αἰτιολογική του Ἔκθεση ὁ νόμος ἐπιδιώκει
νά ὁμογενοποιήσει τήν νομική προσωπικότητα τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, στήν πράξη, ὡστόσο, διαμορφώνει ἕνα πλαίσιο διαφορετικῶν ταχυτήτων γιά τίς θρησκευτικές κοινότητες καί τήν λειτουργία τους καί αὐτό θά πρέπει νά διορθωθεῖ σέ μεταγενέστερη νομοθετική μεταρρύθμιση.
Τό ἴδιο πράττει καί γιά τήν ἵδρυση τῶν χώρων λατρείας:
-δέν καταργεῖ τό ἰσχῦον νομικό πλαίσιο τῆς δικτατορίας Μεταξᾶ, τό ὁποῖο πολλές φορές μᾶς δημιούργησε προβλήματα στό παρελθόν καί μᾶς δημιουργεῖ ἀκόμη
-ἐπεμβαίνει στήν αὐτοδιοίκηση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί στίς ἐπεμβάσεις αὐτές θά
πρέπει νά ἐπιβληθοῦν φραγμοί, καί μέχρι τότε οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές, βέβαια,
ἐλέγχονται ἀπό τήν δικαστική ἐξουσία, καί
-θέτει, ὡς ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιά τήν σύσταση θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, τήν αἴτηση τουλάχιστον τριακοσίων πιστῶν, ὅταν τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἔχει νομολογήσει, ὅτι γιά τήν ἵδρυση χώρων λατρείας ἐπαρκοῦν ἑπτά πιστοί (ΣτΕ 1842/1992, ὅπως ἰσχύει καί στό Γερμανικό Δίκαιο), καί βεβαίως, ἀγνοῶντας, ὅτι ἡ θρησκευτική πίστη καί κατ' ἐξοχήν ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία δέν μετρᾶται μέ
ἀριθμούς.
-Τέλος, ὁρίζοντας ὡς αἴτιο διάλυσής του τήν ἀνήθικη ἤ τήν ἐνάντια πρός τήν δημόσια τάξη λειτουργία του (ἄρθρο 10, παράγραφος γ΄), ἀφήνει ἀνοιχτό τό πεδίο γιά αὐθαίρετους ὁρισμούς περί ἠθικοῦ καί μή ἠθικοῦ, παρέχοντας ἁπλόχερα στήν ἑκάστοτε κυρίαρχη θρησκευτική κυριαρχοῦσα ἐξουσία -καί ὄχι μόνο- τό δικαίωμα νά καλλιεργεῖ κατά τό δοκοῦν ἠθικούς πανικούς καί τό κράτος νά προστρέχει ὡς προστάτης
τῆς χαρακτηριζόμενης αὐθαίρετα ὡς κυρίαρχης ἠθικῆς ἐπιβλητέας τάξης τῆς κρατοῦσας ἐκκλησίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο, ὡστόσο, ἐλέγχεται ἀπό τήν δικαστική κρίση καί τήν σχετική ἀπόφαση.4
Ἡ
Ἑλληνική Ἕνωση γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΕΔΑ) χαρα- κτηρίζει τόν Νόμο γιά τήν «Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων
καί
τῶν Ἑνώσεών τους στήν Ἑλλάδα» ὡς προβληματικό!
Συμπερασματικά καί μέ τίς ἰσχυρές ἀσφαλιστικές δικλεῖδες τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν διατάξεων, Κανόνων καί Ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων τῆς ἀνωτέρω ἐκτεθείσης Ὁμολογίας Πίστεως, μή ὑπάρχοντος βελτίονος, πρός τό παρόν, νομικοῦ πλαισίου, γιά τήν κτήση νομικῆς προσω- πικότητας, ἀναγκαίας κατά τά ἐκτεθέντα γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέ- ναντι στό κράτος, ἀφίνεται στήν ἐλεύθερη συνείδηση τοῦ κάθε πιστοῦ μας νά γίνει μέλος μιᾶς
θρησκευτικῆς κοινότητος5 καί τοῦ
μείζονος συγκροτηθη-
4Ἂν τὸ κράτος, βέβαια, θέλει νὰ μᾶς πολεμήσει, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει καὶ μὲ τὶς ἰσχύουσες διατάξεις καὶ ἀναφορικὰ μὲ τὶς ὑπάρχουσες ἑνώσεις - ἀδελφότητες ἢ ἐνορίες
(πού ἔχουν τήν νομική μορφή τῶν σωματείων ἤ τῶν ἑταιρειῶν
τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα). Τὸ ἄρθρο 10 περὶ διαλύσεως
τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων εἶναι ἀνάλογο μὲ τὰ ἄρθρα 103-105
τοῦ Α.Κ. περὶ διαλύσεως τῶν σωματείων,
καὶ υἱοθετεῖ ἀκριβῶς τὴν ἴδια ὁρολογία.
Ἄρθρο 103
Διάλυση τοῦ σωματείου
Τὸ σωματεῖο διαλύεται ὁποτεδήποτε, μὲ ἀπόφαση
τῆς συνέλευσης τῶν μελῶν. Ἄρθρο 104
Τὸ σωματεῖο διαλύεται στὶς περιπτώσεις
ποὺ προβλέπει τὸ καταστατικό. Τὸ σωματεῖο διαλύεται μόλις
τὰ μέλη
του μείνουν λιγότερα ἀπὸ δέκα.
Ἄρθρο 105
Μὲ ἀπόφαση τοῦ πρωτοδικείου μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ
τὸ σωματεῖο, ἂν τὸ ζητήσει ἡ διοίκησή
του ἢ τὸ ἕνα πέμπτο τῶν μελῶν του, ἢ ἡ ἐποπτεύουσα ἀρχή: 1. ἄν, ἐπειδὴ μειώθηκε
ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν του ἢ ἀπὸ ἄλλα αἴτια, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀναδειχθεῖ διοίκηση ἢ γενικὰ νὰ ἐξακολουθήσει νὰ λειτουργεῖ τὸ σωματεῖο σύμφω-να μὲ τὸ καταστατικό. 2. ἂν ὁ σκοπὸς τοῦ σωματείου
ἐκπληρώθηκε ἢ ἂν ἀπὸ τὴ μακρόχρονη ἀδράνεια συνάγεται, ὅτι ὁ σκοπὸς του ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ. 3. ἂν τὸ σωματεῖο
ἐπιδιώκει σκοπὸ διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ καθορίζει τὸ καταστατικὸ ἢ ἂν ὁ σκοπὸς ἢ ἡ λειτουργία τοῦ σωματείου ἔχουν καταστεῖ παράνομοι ἢ ἀνήθικοι ἢ ἀντίθετοι πρὸς τὴν δημόσια τάξη.
(Ἡ § 2 τοῦ ἄρθρου
105 καταργήθηκε μὲ τὸ ἄρθρο 53 ΕἰσΝ τοῦ ΚΠολΔ.) Βλ. Σχετικὰ
γιὰ
τὰ νομικὰ πρόσωπα,
Πρωτ. Δρος Ν. Νικολάου Δημαρᾶ,
Εἰσαγωγὴ στὸ Ἀστικὸ Δίκαιο, ἔκδ.
Ε΄, 2008.
σομένου, ἀπό τά Διοικητικά Συμβούλια τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στή συν- έχεια Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἐνεργά μέλη ἤδη
διατελοῦμε.
Ὁ Νόμος γιά τήν συγκρότηση τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων εἶναι, κατά τήν ἐπιστημονική μου γνώμη, πολύ καλύτερος καί καταλληλότερος ἀπό τίς προϋπάρχουσες νομικές μορφές, τοῦ Σωματείου καί τῆς Ἑταιρείας τοῦ ΑΚ, νομικές μορφές, τίς ὁποῖες χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία
μας, γιά νά ὀργανωθεῖ
ὡς νομικό πρόσωπο τά τελευταῖα χρόνια, γιά νά ἀσκεῖ τήν ἔν τινι μέτρῳ κρατική
ἐξουσία μέ Ἀστικές συνέπειες, πού τῆς ἀπονέμει ἡ Πολιτεία,
(π.χ. Ἱερολογία τοῦ γάμου
καί καταχώρηση τῆς δηλώσεώς
τοῦ γάμου στά οἰκεῖα ληξιαρχεῖα), ἀλλά καί γιά νά συναλλάσσεται μέ τήν Πολιτεία, ὡς φορέας ἀσκήσεως κρατικῆς καί ἐκκλη- σιαστικῆς
κυρίως ἐξουσίας.
Ἀλλά καί ἡ δύναμη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου, κατά τόν νέο νόμο, εἶναι κατά τήν διαπραγμάτευση καί τίς ἀναπτυσσόμενες σχέσεις μέ τήν Πολιτεία καί τούς φορεῖς τῆς
ἀσκήσεως Δημόσιας Ἐξουσίας,
Δήμους, Περιφέρειες, Ὑπουργεῖα, πολύ μεγαλύτερη καί πλέον ὑπολογίσιμη ἀπό τίς μέχρι τώρα ὑφιστάμενες δομές
ὀργανώσεως.
Ὁ Νόμος αὐτός ἔγινε, καί σ' αὐτόν θά ὑπαχθοῦν καί ὅλες οἱ πρός τό παρόν ἐξαιρούμενες θρησκευτικές ὀργανώσεις, (Νεοημερολογιτική ἐκκλησία, Μουφτῆδες καί
Ἰσραηλίτες), ὅταν γίνει ὁ ἀναμενόμενος
χωρισμός ἐκκλησίας καί Κράτους.
Ἀναλυτικώτερα:
“Θρησκευτική κοινότητα εἶναι ἱκανός ἀριθμός φυσικῶν προσώπων μέ συγκεκριμένη θρησκευτική Ὁμολογία γνωστῆς θρησκείας, μόνιμα ἐγκαστεστη- μένων
σέ ὁρισμένη γεωγραφική περιοχή,
μέ
σκοπό τήν κοινή ἄσκηση τῆς λατρείας
της καί τήν τέλεση τῶν καθηκόντων πού ἀπαιτοῦνται ἀπό τήν κοινή Ὁμολογία τῶν μελῶν της. (ἄρθρο 1 τοῦ Ν.
4301. Εφ.Κ., τεῦχος Α΄, ἀρ. Φύλ.
223/7-10-2014).
Κατά τόν Ν. 4301, τρεῖς θρησκευτικές κοινότητες συγκροτοῦν τό Ἐκκλη- σιαστικό Νομικό Πρόσωπο. Κατά τό ἄρθρο 12 Ν. 4301, πού ἐπιγράφεται Ἐκ- κλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, προσδιορίζεται ἡ νομική ὑπόσταση
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία περιβάλλεται τόν τύπο τοῦ Νομικοῦ Προσώπου καί θεω- ρεῖται ἀπό πλευρᾶς τῆς Πολιτείας ὡς “Ἐκκλησία -(ὡς πρός τήν νομική της, καί
ὄχι ὡς πρός τήν θεολογική της ἔννοια, προσωπικότητα)- ἡ ἕνωση τοὔλάχιστον τριῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων τῆς αὐτῆς θρησκείας, ἡ ὁποία ἔχει ἐπισκοπική ἤ συνοδική ἤ ἄλλη
κεντρική δομή καί πού λειτουργεῖ βάσει τοῦ κανονισμοῦ της καί διοικεῖται ἀπό ἐκλεγμένα ἤ διορισμένα, ἀτομικά ἤ συλλογικά ὄργανα.”
“Γιά τήν ἀπόκτηση νομικῆς προσω-πικότητας καί τήν ἐγγραφή της στό εἰδικό βιβλίο, ἀπαιτεῖται ἡ κατάθεση
κοινῆς αἴτησης τῶν θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων στό πρωτοδικεῖο τῆς ἔδρας τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία ἐπισυνάπτονται
ἡ
συστατική πράξη, οἱ Ὁμολογίες
πίστεως καί
τῶν τριῶν
θρησκευτικῶν προσώπων, τά
ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς διοίκησης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπαραίτητα καί ἀπό θρησκευτικούς λειτουργούς τῶν μελῶν της, καί ὁ κανονισμός της.”
Μέλος του μπορεῖ νά γίνει κάποιος καί νά ἀποχωρήσει ὁποτεδήποτε θελήσει. Τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν Ἐνοριῶν, τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί
τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν ὀργανώσεων, πού ἤδη διαθέτουμε δέν περιέρχονται αὐτομάτως στό Ἐκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, ἀλλά μποροῦν τά ἐκκλησιαστικά ἤ διοικητικά συμβούλια μέ ἀπόφαση τῶν Γ. Σ. ἤ τῶν μελῶν τῆς Μοναστικῆς Κοινόμτητας νά μεταβιβαστοῦν στό Ἐκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο, (ἤ ὅπως ὁρίζει τό ἀντίστοιχο καταστατικό τῶν νομικῶν αὐτῶν προσώπων).
Ὁ Νόμος αὐτός γιά τά Ἐκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα δέν καταργεῖ, βεβαίως, τόν Ἀστικό Κώδικα καί οὔτε μπορεῖ νά καταργήσει τά ἤδη ὑφιστάμενα νομικά
πρόσωπα (ἤ τά μέλλοντα νά συσταθοῦν κατά τίς
διατάξεις τοῦ Α.Κ.),
- Ἐνορίες: σωματεῖα, ἑνώσεις τοὔλάχιστον εἴκοσι φυσικῶν προσώπων πού ἐπιδι- ώκουν κοινωφελείς
καί μή κερδοσκοπικούς σκοπούς.
-Μοναστήρια:
Ἐταιρεῖες τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικα, μή κερδοσκοπικοῦ
περιεχομένου. Κάτι ἀντίθετο
εἶναι πέρα γιά πέρα ἀντισυνταγματικό, ἀντίθετο πρός τό ἄρ-
θρο 12 τοῦ Συντάγματός μας, περί συνεταιριστικῆς ἐλευθερίας καί πρός τό ἄρθρο 13 Σ
περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Βέβαια, τόν τίτλο Ἐκκλησία ΓΟΧ Ἑλλάδος, δέν θά μπορεῖ νά τόν φέρει κανένας ἄλλος στό μέλλον,
παρά μόνον ὅποιος ὀργανωθεῖ κατά τίς διατάξεις τοῦ Νόμου περί Ἐκκλησιαστικῶν Νομικῶν Προσώπων. Θά μπορεῖ,
ὅμως, νά φέρει τόν τίτλο π.χ. Ἱερά Σύνοδος
Πατρίου Ἑορτολογίου, Πατρώων Παραδόσεων, κλπ, ἐφ' ὅσον, κάποιοι ἐπιθυμοῦν νά ὀργανώνονται ἀκόμη μέ τίς ἄλλες νομικές μορφές πού προσφέρει
ὁ ΑΚ.
Ἡ ἐπίσημη
ἀπάντηση τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἀναφορικά μέ τά ἄλλα θέματα πού προβληματίζουν κάποιους ἀδελφούς, εἶναι καταλυτική, ἀφοῦ ἀνα- γνωρίζει
ὅτι:
Οἱ κοινότητες τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, πού ἀκολουθοῦν τό παλαιό-Ἰουλιανό ἡμερολόγιο καί τηροῦν τόν κατ' αὐτό τόν χρόνο τελέσεως τῶν θρησκευτικῶν τελετῶν, ἄλλως Παλαιοημερολογίτες, δέν διαποιμαίνονται ἀπό κάποια ἄλλη Ὀρθόδοξη Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἤ Ὀρθόδοξο
Πατριαρχεῖο, οὔτε ἐξαρτῶνται διοικητικά ἤ πνευματικά ἀπό ἄλλον ὑπερκείμενο θρησκευτικό φορέα, χωρίς
ὡστόσο νά θεωροῦνται ἑτερόδοξοι ἤ ἑτερόθρησκοι, (κατά τήν ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, (ΣτΕ Ὁλ. 1441/1991), ἀλλά καί σύμφωνα μέ τήν γνωμοδότηση τοῦ Ἀντεισαγγελέα τοῦ Ἀρείου Πάγου (Ἀντ. ΑΠ 2/2005), τίς ὁποῖες υἱοθετεῖ καί τό Ὑπουργεῖο
Παιδείας μέ τήν Διεύθυνση τῆς Θρησκευτικῆς Διοίκησης τῆς Γενικῆς Γραμματείας Θρησκευμάτων, στήν ἀπάν- τησή του πρός τήν Ἐκκλησία
ΓΟΧ
Ἑλλάδος, Ἱερά Σύνοδο, Κάνιγγος 32, γ΄ ὄροφος,
10682 Ἀθῆνα, σελ. 3, Ἀρ. Πρωτ. 39252 1 ἀπό 8-3-2018.
Οἱ Κοινότητες τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων ἀπολαμβάνουν Συνταγματικῆς προ- στασίας μέ τήν εἰδική δήλωση τοῦ τότε Ὑφυπουργοῦ Παδείας καί Θρησκευμά- των, πού καταχωρίθηκε στά Πρακτικά συζητήσεων τῆς συνεδριάσεως τοῦ Κοι- νοβουλίου τῆς 23ης Ἀπριλίου 1975, κατά τήν ψήφιση τοῦ Συντάγματος 1975 πού ἀναφέρει ὅτι: “Οἱ ἐπονομαζόμενοι ἀληθεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί – παλαιο-
ημερολογίτες δύνανται νά ἐκτελοῦν ἐλεύθερα τά θρησκευτικά καθήκοντά τους” Πρακτικά Συνεδριάσεως ΟΕ 21.04.1975, σελ. 421. Παγίως ἡ Νομολογία
μας δέχεται, ὅτι ἀπολαύουν πλήρως καί σέ πλήρη ἔκταση τῆς συνταγματικῆς προστα- σίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, (χωρίς νά ὑπάγονται
στίς προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 3Σ. Ὅσον δέ ἀφορᾶ στήν διοικητική ὀργάνωση καί λειτουργία τους, αὐτά ρυθμίζονται ἀποκλειστικά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἱερές Παραδόσεις καί συμπληρωματικά ἀπό τά καταστατικά τῶν νομικῶν μορφῶν, πού ἐλεύθερα ἐπιλέγουν γιά τήν ὀργάνωσή τους, χωρίς ἐπί τῶν κοινοτήτων αὐτῶν νά ἐφαρ- μόζονται
οἱ διατάξεις τοῦ ν. 590/1977
τοῦ “Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος” Α 146 ἤ ἄλλες διατάξεις πού ἀφοροῦν τήν ἐν Ἑλλάδι Ἀνατολική Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία.
Ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῆς Διοίκησης ἔχει τήν ἑποτεία τῆς ἐφαρμογῆς τῆς κυβερνητικῆς
πολιτικῆς στόν τομέα τῶν Θρησκευμάτων.
Τά στοιχεῖα ταυτότητας τῶν μελῶν – ἱδρυτῶν τοῦ θρησκευτικοῦ νομικοῦ προσώπου, πλήν τῶν μελῶν τῆς διοίκησης, πού ὑπογράφουν τήν αἴτηση, δέν γνωστοποιοῦνται καθ' οἱονδήποτε τρόπο σέ τρίτους οὔτε περιλαμβάνονται στό τηρού-μενο βιβλίο θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, τά ὁποῖα τίθενται στό ἀρχεῖο τῆς
Ὑπηρεσίας.
Τηρεῖται ἠλεκτρονικό Μητρῶο θρησκευτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν νομι- κῶν προσώπων, στό ὁποῖο κατα-χωρίζονται ὅλα τά νομικά
πρόσωπα τοῦ νόμου τούτου, καί ἠλεκτρονικό Μητρῶο τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν, (προφανῶς ἀδειοδοτημένων λατρευτικῶν χώρων), πού τελοῦν ἱερολογίες μέ ἀστικές συνέπειες, εἴτε ἀνήκουν σέ θρησκευτική κοινότητα ὀργανωμένη καθ' οἱονδήποτε νομικό τύπο,
εἴτε ἀνήκουν σέ
κοινότητα χωρίς νομικό προσδιορισμό. (Οἱ
διατάξεις αὐτές μελλοντικά θά ἐφαρμοστοῦν καί γιά τούς θρησκευτικούς λειτουργούς καί τήν ὀργάνωση τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν καί τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν Νεοημερολογιτῶν, τῶν Μουφτήδων καί τῶν Ἰσραηλιτῶν). Ὅλα τά προσωπικά δεδομένα προστατεύονται ἀπό τίς κείμε-νες διατάξεις γιά τήν προστασία τῶν προσωπικῶν
δεδομένων. (ἔνθα ἀνωτέρω, σελ. 3).
Ὅλα τά ἀνωτέρω ὑπογράφονται ἀπό τόν προϊστάμενο τῆς Θρησκευτικῆς Διεύθυνσης τοῦ ΥΠΕΠΘ Κωνσταντῖνο Πιτταδάκη.
Αὐτά πού γράφουν διάφοροι "ἑρμηνευτές" εἶναι αὐθαίρετες ἤ καί κατευ-
θυνόμενες ἑρμηνεῖες δικές
τους μέ προσθαφαιρέσεις στά κείμενα τοῦ Νομου.
Ἐπισήμως τό Ὑπουργεῖο Παιδείας ἔχει ἀπαντήσει πρός τήν Ἐκκλησία μας, ὅτι συντάσσεται μέ τήν πάγια Νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί ὅλων τῶν κατωτέρων δικαστηρίων, διακηρύσσοντας, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογίτες δέν εἶναι οὔτε αἱρετικοί
οὔτε σχισματικοί.
Ἡ
Ὀρθοδοξία μας, ἐπίσης,
δέν
ἐξαρτᾶται ἀπό τήν διοικητική
καί
ἐσωτερική κατανομή τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν Ὑπουργείων καί τίς διάφορες ὀνο-μασίες πού δίνουν στά τμήματά τους πού ἤδη ἄλλαξαν καί ἀλλάζουν συνέχεια. Καί, πάντως, δέν ὑπαγόμαστε σέ κάποιο Τμῆμα Ἑτεροδόξων, ἀφοῦ δέν μᾶς θεωρεῖ, ἐπισήμως, τό Ὑπουργεῖο
ἑτεροδόξους, ἀναγνωρίζοντας τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας πού ἔχει ἀποφανθεῖ σχετικά, κατά τά ἀνωτέρω, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογίτες δέν εἶναι οὔτε σχισματικοί οὔτε αἱρετικοί, κατά τήν πάγια Νομολογία ὅλων τῶν ἑλληνικῶν δικαστηρίων,
ὅλων τῶν βαθμῶν δικαιο-δοσίας!
Ἡ Ὁμολογία μας εἶναι, τέλος, τό ἀποφασιστικό κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Τό Ὁμολογιακό κείμενο πού συνομολογήσαμε καί ὑπογράψαμε ὅλοι
μας εἶναι τό καταπληκτικότερο καί ἀρτιότερο κείμενο πού γράφτηκε τά τελευταῖα χρόνια καί μέ αὐτό αὐτοπροσδιοριζόμαστε καί δέν δεχόμαστε κανέναν ἄλλον ἑτεροπροσδιορισμό.
Ἡ Ἐκκλησία μας ὀφείλει νά ἔχει μία νομική προσωπικότητα γιά τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία, ἐφόσον ἀσκεῖ, κατά παραχώρηση, ἔν τινι μέτρῳ κρατική ἐξουσία μέ ἀστικές συνέπειες. Ὅλες οἱ Ἐκκλησίες
καί οἱ Μητροπόλεις τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, μηδεμιᾶς ἐξαιρουμένης, ἔχουν κάποια νομική προσω- πικότητα εἴτε μέ τήν μορφή τῆς ἀδελφότητας, ἑταιρείας τοῦ Ἀστικοῦ
Κώδικα, τά Μοναστήρια μας, εἴτε μέ τήν μορφή τοῦ Σωματείου, οἱ ἐνορίες μας. Ἡ ἐκκλησια-
στική θρησκευτική κοινότητα λειτουργεῖ μέ τίς ἴδιες προϋποθέσεις
πού
λειτουργεῖ τό Σωματεῖο,
μέ
ἰσχυρότερη, ὅμως, δομή καί μεγαλύτερο κῦρος.
Ἡ "ἐκκλησία" τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἔχει την νομική μορφή τοῦ Νομικοῦ Προσώπου τοῦ Δημοσίου
Δικαίου. Ὁ Νέος Νόμος ἔγινε, καί σέ αὐτόν θά ὑπαχθεῖ
καί τό Νέο Ἡμερολόγιο στό μέλλον, καί θά εἶναι νομικό πρόσωπο
ἰδιωτικοῦ δικαίου καί ἡ Νεοημερολογιτική "ἐκκλησία" καί οἱ ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τῶν Μωαμεθανῶν, ὅπως τονίζεται καί στήν ἀπάντηση τοῦ ΥΠΕΠΘ.
Ἀγνοοῦν πάρα πολλά οἱ μή γιγνώσκοντες τίς ραγδαῖες νομικές ἐξελίξεις καί ἑρμηνεύοντες κατά τό δοκοῦν τίς σχετικές
διατάξεις, ἐξάγουν συμπεράσματα ἐσφαλμένα. Ὅλα αὐτά πού ἔγραψαν προσφάτως καί ἐξακολουθοῦν νά γράφουν
καί στηρίζαν τίς ἐσφαλμένες ἀπόψεις τους καί στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, μέ τήν ἀντίθετη ὡστόσο πρός τίς δικές τους ἑρμηνεῖες καί πάγια ἑρμηνεία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, κατέρρευσαν σάν χάρτινος πύργος, μιά καί τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἤδη τροποποιήθηκε καί οὐσιαστικά καταργήθηκε ἀναθεωρηθέν καί εἰσήχθη ἡ «οὐδετεροθρησκεία», πού θά ψηφισθεῖ
στήν ἑπόμενη Βουλή, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἀρχ. Ἱερωνύμου τῆς Νέας «ἐκκλησίας».
(Συνεχίζεται ...)
(Συνεχίζεται ...)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου