Το παρακάτω κείμενο το έγραψε όσιος Στάρετς Αμβρόσιος και είναι μια μαρτυρία θείας θεωρίας ή αρπαγής έως τρίτου ουρανού «ο Θεός οίδεν». Ο ίδιος ο στάρετς δεν το ξεκαθάρισε ή δεν θέλησε να το αποκαλύψει. Είναι ένα κείμενο καταπληκτικό, από τα σπανιότερα που κυκλοφορούν αυτού του είδους, και το παραθέτουμε αυτούσιο, προσθέτοντας στο τέλος μόνο το σχόλιο που έκανε ο Σ. Γκλέμπωφ, όταν ο όσιος του παρέδωσε το χειρόγραφο.

Το όραμα της αιώνιας ζωής

Ήταν άνοιξη. Η πιο όμορφη εποχή. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω στον πειρασμό και ρίχτηκα στην αγκαλιά της φύσης, σ’ αυτόν τον ανοιξιάτικο παράδεισο που διάλεγα σαν τόπο για τους καθημερινούς περιπάτους μου. Ήταν στο σκιερό, πυκνό δάσος που ξεκινούσε από την υψηλή όχθη του μεγάλου ποταμού Όκα, που με τα ήρεμα νερά του ποτίζει αρκετές από τις κεντρικές επαρχίες της Ρωσίας.

Ήμουν ολοκληρωτικά απορροφημένος σ’ αυτήν την ευλογημένη κατάσταση, μέσα στο στήθος της φύσης, ρουφούσα τ’ αρώματά της και δοξολογούσα το Θεό, τον αχώρητο και αόρατο…

Τότε ο κόσμος που με περιέβαλε κι από τον οποίο προερχόμουν, υποχώρησε, απομακρύνθηκε και σιγά σιγά εξαφανίστηκε μέσα στο άγνωστο σε μένα βασίλειο των ιδεών…

Ήμουν μόνος. Γύρω μου υπήρχε μόνο το δάσος, όπου βασίλευε νεκρική σιγή. Τα αιωνόβια δέντρα εκτείνονταν στον ουρανό, σε μια προσπάθεια να συναντήσουν το Θεό. Κι εγώ Αυτόν αναζητούσα.

Ξαφνικά βρίσκομαι έξω από το δάσος, κάπου μακριά, σ’ έναν άλλο κόσμο, άγνωστο. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί, ποτέ δεν τον είχα φανταστεί… Γύρω μου υπάρχει ολόλαμπρο, λευκό φως. Είναι τόσο υπερβατικό, καθαρό και δελεαστικό που βυθίζομαι μέσα στα απύθμενα βάθη του μ’ όλες μου τις αισθήσεις. Δεν μπορώ να το χορτάσω, δεν προλαβαίνω να θαυμάζω αυτή τη θαυμάσια κατάσταση, να γεμίσω από αυτή την ύψιστη χαρά. Όλα γύρω είναι τόσο όμορφα. Πόσο ωραία είναι αυτή η ζωή, πόσο ατέλειωτος ο δρόμος. Απλώνομαι σ’ αυτό το απεριόριστο και διαυγές διάστημα. Η ματιά μου στρέφεται προς τα πάνω, δεν κοιτάζει χαμηλά, δε βλέπει πια τίποτα το εγκόσμιο. Ολόκληρο το ουράνιο στερέωμα είχε μεταμορφωθεί μπροστά μου σ’ ένα αστραφτερό φως που ξεκούραζε το μάτι… Αλλά δε βλέπω τον ήλιο. Βλέπω μόνο το απέραντο κι ατελεύτητο, λαμπρό φώς του. Όλος ο χώρος μέσα στον οποίο γλιστράω χωρίς εμπόδιο, χωρίς τέλος, χωρίς κούραση, είναι γεμάτος από ολόλαμπρες, κάτασπρες και θαυμάσιες υπάρξεις, διαφανείς όπως οι ακτίνες του ήλιου. Τις βλέπω και θαυμάζω αυτόν τον απεριόριστο κόσμο. Οι μορφές αυτών των άγνωστων σε μένα όντων είναι πανέμορφες. Είμαι κι εγώ άσπρος και λαμπρός όπως αυτά. Πάνω μου και πάνω τους βασιλεύει αιώνια μακαριότητα. Ούτε μια σκέψη μου δεν επηρεάζεται από κάτι επίγειο, ούτ’ ένας χτύπος της καρδιάς μου δεν κινείται για γήινες φροντίδες ή σωματικά πάθη. Είμαι γεμάτος ειρήνη και έκσταση. Κινούμαι ακόμα σ’ αυτό το απέραντο φως, που με περιβάλλει αναλλοίωτο. Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο στον κόσμο παρά μόνο λευκό, αστραφτερό φως κι αυτά τα εξίσου λαμπρά, αμέτρητα όντα. Όλες αυτές οι υπάρξεις όμως δεν μοιάζουν, ούτε και είναι ίδιες μεταξύ τους. Διαφέρουν η μία με την άλλη, κι είναι εξαιρετικά συμπαθής. Ανάμεσά τους νιώθω απίστευτα ειρηνικός. Δεν μου προκαλούν φόβο, ούτε τρόμο, ούτε κατάπληξη. Όλα όσα βλέπουμε εδώ δεν μας ερεθίζουν, δεν μας καταπλήσσουν. Όλοι μας νιώθουμε σαν να ανήκουμε ο ένας στον άλλον εδώ και πολύ καιρό, έχουμε συνηθίσει δεν αισθανόμαστε καθόλου ξένοι. Δεν κάνουμε ερωτήσεις ακόμα δεν μιλάμε μεταξύ μας για κανένα λόγο. Όλοι μας νιώθουμε και καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο για μας εδώ. Όλες οι απορίες μας λύνονται με μια ματιά, που βλέπει όλους και όλα. Δεν υπάρχει σε κανένα ίχνος πολέμου των παθών. Όλοι κινούνται σε διάφορες κατευθύνσεις, αντίθετες μεταξύ τους. Κανένας δεν αισθάνεται περιορισμό, νισότητα, φθόνο, θλίψη ή λύπη. Μια ειρήνη βασιλεύει σε όλες τις μορφές. Ένα φως ατελεύτητο, υπάρχει για όλους. Μια ενότητα ζωής είναι κατανοητή από όλους.

Η έκσταση μου για όλα αυτά κυριάρχησε παντού. Βυθίστηκα σε αυτήν την ατέρμονη μακαριότητα. Η ψυχή μου δεν ταραζόταν από τίποτα πια. Δεν με απασχολούσε τίποτα το εγκόσμιο. Τίποτα από όσα με βασάνιζαν δεν ήρθε στο νου μου, ούτε για ένα λεπτό. Μου φαινόταν πως όλα όσα είχα περάσει στη γη δεν υπήρχαν πια. Έτσι ένιωθα σ αυτόν τον καινούργιο και λαμπρό κόσμο μου. Ήμουν ειρηνικός, χαρούμενος. Δεν επιθυμούσα τίποτα καλύτερο. Όλες οι εγκόσμιες σκέψεις μου για παροδική κοσμική ευτυχία τελείωσαν μπροστά σε αυτή την πανέμορφη, καινούργια ζωή. Δεν ξαναζωντάνεψαν. Έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν μέσα σε αυτόν τον πανέμορφο κόσμο…

Να όμως που ξαναγύρισα. Δεν θυμάμαι πώς. Ποια ήταν αυτή η εφήμερη κατάσταση, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ένιωθα, ήταν πως ήμουν ζωντανός. Δεν θυμόμουν όμως τον κόσμο όπου ζούσα πριν στη γη. Δεν έμοιαζε καθόλου με όνειρο. Για τα εγκόσμια πράγματα δεν είχα πραγματικά την παραμικρή ιδέα. Πίστευα μόνο πως η ζωή εκείνη ήταν δική μου, πως εγώ δεν ήμουν ξένος εκεί. Σε αυτήν την πνευματική κατάσταση που βρισκόμουν, ξέχασα τον εαυτό μου και βυθίστηκα σε εκείνη την φωτοφόρο μακαριότητα. Και αυτό κρατούσε αιώνια, χωρίς τέλος, χωρίς μέτρο, χωρίς προσμονή, χωρίς ύπνο, μέσα στην αιώνια ανάπαυση. Μου φαινόταν πως δεν επρόκειτο να γίνει καμιά αλλαγή, καμιά αλλοίωση…

Τότε όμως ξαφνικά κόπηκε το νήμα αυτής της λαμπρής ζωής και άνοιξα τα μάτια μου. Γύρω μου υπήρχε το γνώριμο δάσος. Μια ακτίνα από τον ανοιξιάτικο ήλιο έπαιζε στα ξέφωτα. Ένιωσα βαριά λύπη. «Γιατί είμαι ξανά εδώ;», σκέφτηκα. Όλος αυτός ο λαμπρός και φωτοφόρος κόσμος που είχα μόλις γνωρίσει, μαζί με όλο το αμέτρητο πλήθος των υπέροχων όντων, έμειναν ζωντανά στη μνήμη μου. Τα σωματικά μάτια μου όμως δεν τα έβλεπαν πια. Δεν μπορούσα να υποφέρω αυτή τη φοβερή και οδυνηρή θλίψη και άρχισα να κλαίω πικρά.

Μόνο μετά την εμπειρία μου αυτή πίστεψα στον χωρισμό της ψυχής από το σώμα. Τότε κατάλαβα τι σημαίνει πνευματικός κόσμος. Ποιο όμως είναι το νόημα της ζωής; αυτό έμεινε μυστήριο για μένα. Και για να εισδύσω σε αυτό το μυστήριο εγκατέλειψα τον κόσμο όπου γεννήθηκα και ασπάστηκα το μοναχικό βίο.

-Αχ, πατέρα! Τότε αυτό το όραμα πρέπει να το είδες εσύ; ρώτησε ο Γκλέμπωφ τον π. Αμβρόσιο, δείχνοντας το χειρόγραφο του.

-Δεν ξέρω αν ήταν όραμα ή αλήθεια, απάντησε όσιος γέροντας σοβαρά. Δεν έχω λύσει το μυστήριο αυτό ακόμα. Πιστεύω όμως πως η ψυχή μου ζει χωριστά από το σώμα μου. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να έχει δει αυτά που τα σωματικά μάτια δεν γνώριζαν. Έπειτα, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί το φως της μέρας με τα ακροδάκτυλα του. Έτσι νομίζω πως και η ψυχή μου δεν μπορεί να δει κάτι που δεν υπάρχει στον κόσμο του Θεού. Αν η ψυχή μου βλέπει αυτόν τον κόσμο, που τα μάτια μου δεν βλέπουν, τότε σημαίνει πως υπάρχει σαν κάτι πραγματικό. Και αυτό το πιστεύω απόλυτα...

Με τα λόγια αυτά οι συγκεντρωμένοι ματιά του Γέροντα στράφηκε στην εικόνα του Χριστού. Μετά έκανε το σταυρό του με ευλάβεια.

Με τέτοιες μυστικές σκέψεις ήταν γεμάτη η ψυχή αυτού του πολύ σεβαστού γέροντα της Όπτινα, του π. Αμβροσίου. Με τέτοια γνώση του ουράνιου κόσμου καθοδηγούσε όλους τους πιστούς προσκυνητές που συνήθιζαν να τον επισκέπτονται στην Όπτινα για να πάρουν ευλογία στη ζωή τους. Μ' αυτό ακριβώς το υπερκόσμιο πνεύμα χαιρετούσε όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν σωματικά και ψυχικά και ζητούσαν κοντά του την θεραπεία για τις αδυναμίες τους. Πόσα ζωντανά παραδείγματα υπάρχουν που δείχνουν την πνευματική μεταμόρφωση πολλών ανθρώπων που άκουγαν τις σοφές συμβουλές του γέροντα Αμβροσίου…

 «Οίδα άνθρωπο εν Χριστώ προ ετών 14∙ είτε εν σώματι ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα ο Θεός οίδεν∙ αρπαγέντα τον τοιούτον έως τρίτου ουρανού (Β΄Κορ. Ιβ΄2).

«Το Γεροντικό Του Βορρά τόμος Α΄» Πέτρου Μπότση


ΠΗΓΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top