Αυτή η κοσμοαντίληψη είναι ριζικά αντίθετη τόσο με τον εθνικισμό όσο και με τον κοσμοπολιτισμό. Το σωστότερο όνομα γι’ αυτήν είναι «ουρανοπολιτισμός» – «ουράνια πολιτεία». Για όσους ακολουθούν αυτή την αντίληψη, το σημαντικό δεν είναι η γνώμη της παγκόσμιας κοινότητας (όπως για τους κοσμοπολίτες) ή τα συμφέροντα του έθνους (όπως για τους εθνικιστές), αλλά το θέλημα του Θεού. Ο Θεός διατάζει να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη (Ματθ. 28:19), άρα πρέπει να το κάνουμε, είτε είναι κατάλληλη στιγμή είτε όχι. Δεν χρειάζονται προγράμματα ούτε εξετάσεις σκοπιμότητας. Όπως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη απόδειξη για την ανάγκη να δίνουμε ελεημοσύνη και να απέχουμε από την κλοπή, έτσι δεν χρειάζεται να αποδείξουμε την αναγκαιότητα της αποστολής στις διασπορές.
Θα υπενθυμίσω ότι, σε αντίθεση με τον διαδεδομένο μύθο για την ειρηνική συνύπαρξη του Ισλάμ και του Χριστιανισμού στη Ρωσία, στην πραγματική ιστορία, ο πόλεμος του Ισλάμ με τη Ρωσία συνεχίζεται αδιάλειπτα από την εποχή του Αγίου Βλαδίμηρου (πόλεμοι με την Βουλγαρία του Βόλγα) έως τις μέρες μας (Τσετσενία). Η μόνη εξαίρεση ήταν η περίοδος του ταταρομογγολικού ζυγού.
Είμαι στην Εκκλησία σχεδόν τριάντα χρόνια και μπορώ να πω ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των ενοριτών το πιο σημαντικό στην Εκκλησία είναι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Και σχεδόν κανείς (εκτός ίσως από κάποιους φανατικούς εθνικιστές) δεν θα αφήσει τον γλυκύτατο Ιησού επειδή έρχονται νέοι αδελφοί. Αντίθετα: θα βλέπατε τι χαρά υπάρχει στα πρόσωπα των ενοριτών και ενοριτισσών (και νέων και ηλικιωμένων) όταν μουσουλμάνοι λαμβάνουν το άγιο βάπτισμα. Οι χριστιανοί μας διατηρούν τη χαρά του Χριστού για τον έναν αμαρτωλό που μετανοεί.

Θα παραθέσουμε διάφορα αποσπάσματα από τις ομιλίες του Ιωάννη Χρυσόστομου στην επιστολή προς Εβραίους: «Η πρώτη αρετή, η καθολική αρετή, συνίσταται στο να είμαστε προσκυνητές και ξένοι σε αυτόν τον κόσμο και να μην έχουμε καμία σχέση με τα εγκόσμια, αλλά να τα βλέπουμε ως ξένα προς εμάς – όπως οι μακάριοι μαθητές, για τους οποίους (ο Απόστολος) λέει: …
περιήρχοντο εδώ και εκεί φορούντες, αντί για ενδύματα, προβιές και δέρματα γιδιών, στερούμενοι, θλιβόμενοι, υποβαλλόμενοι εις πολλάς κακουχίας. Τετοιους αγίους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρτωλός κόσμος. (Εβρ. 11:37-38). Αυτοί αυτοαποκαλούνταν ξένοι, ενώ ο Παύλος είπε κάτι ακόμη μεγαλύτερο για τον εαυτό του: δεν αυτοαποκαλούσε τον εαυτό του μόνο ως ξένο, αλλά έλεγε ότι ήταν νεκρός για τον κόσμο και ο κόσμος ήταν νεκρός γι’ αυτόν: … για μένα, – λέει, – ο κόσμος είναι σταυρωμένος, και εγώ για τον κόσμο (Γαλ. 6:14). Εμείς, όμως, συμπεριφερόμαστε όπως οι πολίτες αυτού του κόσμου και κανονίζουμε όλες μας τις υποθέσεις στη ζωή όπως οι ζωντανοί πολίτες. Ό,τι ήταν οι δίκαιοι για τον κόσμο, δηλαδή ξένοι και νεκροί, αυτό είμαστε εμείς για τον ουρανό· και ό,τι ήταν αυτοί για τον ουρανό, δηλαδή ζωντανοί πολίτες, αυτό είμαστε εμείς για τον κόσμο. Γι’ αυτό και είμαστε νεκροί, γιατί απομακρυνθήκαμε από την αληθινή ζωή και επιλέξαμε τα πρόσκαιρα· έτσι προσβάλλουμε τον Θεό, γιατί δεν θέλουμε να απομακρυνθούμε από τα επίγεια αγαθά, ενώ μας έχει προετοιμαστεί η ουράνια μακαριότητα, αλλά, σαν σκουλήκια, σερνόμαστε στην γη, και γενικά καθόλου δεν θέλουμε να ξυπνήσουμε και να αποστατήσουμε από τα ανθρώπινα έργα, αλλά, σαν να έχουμε βυθιστεί σε βαθύ ύπνο ή να έχουμε ζαλισθεί από μέθη, παρασυρόμαστε σε όνειρα».
«Οι άγιοι ήταν προσκυνητές και ξένοι. Αυτό το αναγνωρίζει σαφώς και ο Δαβίδ. Άκουσε τι λέει ο ίδιος: “
Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, την προσευχήν μου. Δέξαι την δέησίν μου, ίδε τα δάκρυά μου, άκουσε τους λυγμούς των θρήνων μου. Μη κωφεύσης, διότι προσωρινός και ξένος είμαι εις την γην αυτήν, όπως και οι πρόγονοί μου.” (Ψαλ. 38:13). Αυτοί που ζούσαν σε σκηνές και αγόραζαν με χρήματα τόπους για την ταφή τους, ήταν πραγματικά ξένοι, που δεν είχαν καν τόπο να θάψουν τους νεκρούς τους. Αλλά μήπως αυτοί αποκαλούσαν τον εαυτό τους ξένους μόνο σε σχέση με τη γη της Παλαιστίνης; Όχι, αλλά σε σχέση με ολόκληρη τη δημιουργία – και αυτό είναι δίκαιο: δεν έβλεπαν σε αυτήν τίποτα που να επιθυμούν, αλλά όλα τους φαίνονταν ξένα. Ήθελαν να ασκούν αρετή, ενώ εδώ υπήρχε πλήθος κακών, γι’ αυτό όλα τα επίγεια ήταν γι’ αυτούς ξένα· δεν είχαν ούτε έναν φίλο ούτε έναν κοντινό άνθρωπο, εκτός από λίγους. Και πώς ήταν ξένοι; Δεν φρόντιζαν για τα επίγεια και το απέδειξαν όχι με λόγια, αλλά με τα έργα τους. Πώς και με ποιον τρόπο; Ο Θεός είπε στον Αβραάμ: “Άφησε τη γη σου και πήγαινε σε ξένη γη” (Γέν. 12:1) – και αυτός δεν έμεινε εκεί λόγω της αγάπης για τους δικούς του, αλλά χωρίς μετάνοια την εγκατέλειψε, σαν να ήταν ξένη γη. Ο Θεός του είπε: “Φέρε για θυσία τον γιο σου” (Γέν. 22:2) – και αυτός τον προσέφερε σαν να μην είχε γιο, σαν να μην είχε ανθρώπινη φύση. Τα υπάρχοντά του τα θεωρούσε κοινά με όλους τους προσκυνητές και δεν έδινε σημασία· προέτρεπε άλλους να αναλάβουν τις πρώτες θέσεις, υπέφερε κινδύνους, υπέμεινε αμέτρητες δυσκολίες· δεν έκτιζε μεγαλοπρεπή σπίτια, δεν ζούσε στη χλιδή, δεν φρόντιζε για ρούχα και για τίποτα άλλο που είναι του κόσμου αυτού· αντίθετα, ζούσε τη ζωή της ουράνιας πόλης, ήταν φιλόξενος, αδελφόφιλος, ελεήμων, μακρόθυμος, περιφρονούσε τα υπάρχοντα, τη φτηνή δόξα και όλα τα άλλα».



  • ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ




  • 0 comments:

    Δημοσίευση σχολίου

     
    Top