Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη από την εποχή του Σχίσματος αντιμετώπιζε θετικά μια συνεννόηση με την Εκκλησία της Ρώμης, στα πλαίσια, όμως, πάντα της τήρησης όλων όσων ίσχυαν στην ενωμένη Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας. Εντούτοις, οι σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών στην διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γνώρισαν αρκετές διακυμάνσεις, αν και συχνότερα οι σχέσεις ήταν αρνητικές εξαιτίας του προσηλυτισμού που επιτελούσαν τα διάφορα ρωμαικαθολικά μοναχικά τάγματα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και της συνεχιζόμενης έκκλησης της Ρώμης για επιστροφή των Ορθόδοξων Εκκλησιών στην ποίμνη του Επισκόπου Ρώμης.

Αναφορικά με τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες και τις Ομολογίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Διαμαρτύρησης επιχειρήθηκε η σύναψη σχέσεων και τέθηκε το ζήτημα της ενότητας του χριστιανικού κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό οι πρώτες επαφές του Οικουμενικού Πατριαρχείου με Εκκλησίες και Ομολογίες της Μεταρρύθμισης εγκαινιάστηκαν στα τέλη του 16ου αιώνα. Τότε, διαμείφθηκε και η αλληλογραφία μεταξύ του Πατριαρχείου και των θεολόγων της Τυβίγγης.
Στις αρχές του επόμενου αιώνα πραγματοποιήθηκαν επαφές του Πατριαρχείου με την Αγγλικανική Εκκλησία και εκ νέου με την Λουθηρανική, με την οποία όμως οι συζητήσεις διακόπηκαν μετά τα μέσα του 17ου αιώνα εξαιτίας της καταδίκης του Καλβινισμού από την Σύνοδο των Ιεροσολύμων.
Τον επόμενο αιώνα οι σχέσεις του Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της Δύσης ήταν άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές.
Το φαινόμενο αυτό της διακύμανσης των σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις Εκκλησίες της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οπωσδήποτε συνδέεται και με τον πολιτικό χαρακτήρα που μέχρι ενός σημείου αποδίδονταν σε αυτές. Ο χαρακτηρισμός αυτός επηρέασε τις διαχριστιανικές σχέσεις τόσο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο και εκτός αυτής. Ωστόσο, αυτός συνδέεται άμεσα με μια συγκεκριμένη διαδικασία που έλαβε χώρα σε όλη τη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η συνειδητοποίηση ιπό πλευράς των ευρωπαϊκών δυνάμεων της σημασίας ύπαρξης μη Ορθόδοξων κοινοτήτων εντός της αυτοκρατορίας και του ρόλου που αυτές μπορούσαν να διαδραματίσουν στο εσωτερικό της σε σχέση με τα ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους, τις οδήγησαν στο να επιδιώκουν σταθερά την διόγκωση αυτών των κοινοτήτων, οι οποίες άλλωστε θέτονταν πολύ συχνά και κάτω από την πολιτική και οικονομική προστασία τους. Η διόγκωση αυτή επιτυγχάνονταν κατά κύριο λόγο με την ανάπτυξη ξένων ιεραποστολικών ομάδων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εξαιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η προσέλκυση μουσουλμάνων Οθωμανών υπηκόων στο χριστιανισμό επέσειε αυτομάτως την θανατική καταδίκη των προσηλυτισθέντων μωαμεθανών, οι ιεραπόστολοι στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά προς τους υπάρχοντες χριστιανούς. Ορθόδόξους και μη, προκειμένου να συγκροτήσουν ή να διογκώσουν τις κοινότητες τους. Έτσι, αυτή η κατάσταση γέννησε ένα απο τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αυτό της προσέλκυσης και προσηλυτισμού, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, μελών του ποιμνίου του σε ετερόδοξες Εκκλησίες. Η συνεχιζόμενη, λοιπόν, ανάπτυξη και δράση των ιεραποστολικών ομάδων ίσως και να αποτέλεσε το σημαντικότερο αίτιο τόσο της ψύχρανσης των σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Εκκλησιών της δυτικής εκκλησιαστικής παράδοσης, όσο και της έντονης δυσπιστίας και έλλειψης εμπιστοσύνης του Πατριαρχείου απέναντι στις προθέσεις και διακηρύξεις αυτών των εκκλησιών για επίτευξη της χριστιανικής ενότητας, αφού παράλληλα αυτές απεργάζονταν την διάσπαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με όλως αντιευαγγελικό πνεύμα και ήθος. Λόγω αυτής της τακτικής, όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο διακήρυξε στις αρχές του 20ου αιώνα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την επίτευξη της διαχριστιανικής ενότητας, η πορεία προς την τελευταία συνδέθηκε άμεσα από το σύνολο σχεδόν των Ορθόδοξων Εκκλησιών με την κατάπαυση των εναντίων της προσηλυτιστικών ενεργειών και επιδιώξεων....
Από πλευράς Οικουμενικού Πατριαρχείου τα πρώτα βήματα ξεκίνησαν την δεκαετία του 1860 με τις επαφές και συνομιλίες με Επισκοπελιανούς των Η.Π.Α., όπως επίσης και με Αγγλικανούς. Η πορεία αυτή συνεχίστηκε και την αμέσως επόμενη δεκαετία στα συνέδρια των Παλαιοκαθολικών στη Βόννη, στα οποία συμμετείχαν επίσης Αγγλικανοί εκπρόσωποι και Ορθόδοξοι. Το νέο αυτό πνεύμα επηρέασε και την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία έθεσε το θέμα της ενότητας με την Ορθοδοξία στα συνέδρια του Lambeth, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1890.
Στις αρχές της ίδιας δεκαετίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ', στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του, εγκαινίασε την νέα πορεία στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Αρμενική, συστήνοντας μάλιστα με συνοδική απόφαση μια επιτροπή που θα εργαζόταν για την άρση των δογματικών διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, οι οποίες είχαν προκληθεί συμφωνά και με το σκεπτικό της σχετικής απόφασης, εξαιτίας διαφόρων παρερμηνειών. Τέλος, λίγα χρόνια πριν την ανατολή του 20ου αιώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε' σύναψε στενές σχέσεις με την Αγγλικανική Εκκλησία και ιδιαίτερα με τον τότε Προκαθήμενο της. Στη δημιουργία ενός περαιτέρω θετικού κλίματος μεταξύ Ορθοδόξων και Αγγλικανών συνέβαλε ιδιαίτερα και η συγκρότηση, μετά από πρωτοβουλία του ίδιου Πατριάρχη, μια μικτής επιτροπής κληρικών που θα εξέταζε το ζήτημα της ένωσης μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, μετά απο την σύνταξη της Εγκυκλίου του 1901, προχώρησε εις την σύνταξη από μέρους του όχι μιας νέας ακόμη πρότασης, αλλά ενός υπομνήματος-πατριαρχικής εισήγησης, με συγκεκριμένες προτάσεις και θέσεις. Αυτό το κατέθεσε στην Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές του 1902. Με το κείμενό του ο Πατριάρχης πρότεινε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου να συσκεφτούν απο κοινού το ενδεχόμενο της σύνταξης μιας Πατριαρχικής Επιστολής προς τις αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες, με την οποία αυτές θα προσκαλούνταν να εγκαινιάσουν μια διορθόδοξη συζήτηση με την κατάθεση των προτάσεων τους στα θέματα που θα θίγονταν στην Επιστολή. Σε πρώτη φάση αυτά θα αφορούσαν την εξεύρεση των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την προαγωγή και εμπέδωση της σύγχρονης διορθόδοξης ενότητας, για μια ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις Εκκλησίες της Δύσης, για την υποστήριξη και περαιτέρω ανάπτύξη του μοναχισμού και για την ρύθμιση του ημερολογιακού ζητήματος και των κωλυμάτων γάμου.
Οι προτάσεις του Πατριάρχη προκάλεσαν έντονο ενθουσιασμό στην πατριαρχική Ιερά Σύνοδο, η οποία αποφάσισε και την περαιτέρω συνοδική επεξεργασία τους. Αποκορύφωμα της διαδικασίας αυτής ήταν η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη σύνταξη της περίφημης «Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου του 1902» και η αποστολή της στις 12 Ιουνίου 1902 προς τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων και προς τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες στην Κύπρο, Ρωσία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο (η Εγκύκλιος δεν στάλθηκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, καθώς είχε διακοπεί η εκκλησιαστική κοινωνία με αυτό). Η θεματολογία της Εγκυκλίου περιορίστηκε στις διορθόδοξες, τις διαχριστιανικές σχέσεις και το ημερολογιακό ζήτημα. (Δια να αναγνώσετε την Εγκύκλιο του 1902 πατήστε
 ΕΔΩ

Όσον αφορά τις διαχριστιανικές σχέσεις, ο Πατριάρχης διευκρίνισε εξαρχής ότι επιζητούσε να πληροφορηθεί τις απόψεις των υπόλοίπων Ορθόδοξων Προκαθημένων για τις σύγχρονες και τις μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδοξίας «μετά των δύο μεγάλων του χριστιανισμού αναδενδράδων, της Δυτικής δηλονούν και της των Διαμαρτυρομένων Εκκλησίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της Εγκυκλίου. Ακολούθως υπενθύμισε με χαρακτηριστικο τρόπο


«ότι διηνεκούς ευχής και δεήσεως υποκείμενον διατελεί εν τη καθ' ημάς Εκκλησία και παντός γνήσιου χριστιανού τη ευαγγελική της ενότητος διδασκαλία στοιχούντος πόθος ευσεβής και εγκάρδιος η εν τη ορθοδόξω πίστει μεθ' ημών ένωσις αυτών και πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων» 

και αφού στη συνέχεια περιέγραψε τις δυσκολίες που υπάρχουν για μια συνεννόηση ανάμεσα στις Εκκλησίες, τόνισε ότι:

«η Εκκλησία μία εστί πράγματι εν ταυτότητι πίστεως και ομοιότητι ηθών και εθίμων συνωδά ταις αποφάσεσι των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και μία οφείλει είναι, αλλ' ου πολλαί και διαφέουσαι προς αλλήλας κατά τε τα δόγματα και τους θεμελιώδεις θεσμούς της εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως».

Ο Πατριάρχης δεν παρέλειψε επίσης να υπενθυμίσει ότι καθώς τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό έτσι,

«και περί της των πάντων ενώσεως ελπίζειν ένεστιν ως δυνατής ποτέ εσομένης, της θείας μεν χάριτος επιφοιτώσης και συνερομένης, των ανθρώπων δ' εις τρίβους ευαγγελικής αγάπης και ειρήνης κατευθυνόμενων».

Για τον λόγο λοιπόν αυτό επιζήτησε από τους Προκαθημένους να σκεφτούν και φροντίσουν,

«κατά το ενόν, πώς αν είη δυνατόν προλειάναι την προς τοιούτο τέρμα άγουσαν ανώμαλον, το γε νυν, οδόν, εξευρείν τε σημεία συναντήσεως και επαφής, ή και αμοιβαίων θεμιτών παροράσεων, μέχρι της δια του χρόνου του όλου έργου τελειώσεως, δι ης πληρωθήσεται προς κοινήν ευφροσύνην και ωφέλειαν η περί μιας ποίμνης και ενός ποιμένος ρήσις του Κυρίου».

Τέλος, ο Ιωακείμ ο Γ' κατέθεσε και την πρόταση - ερώτημα, εαν έκριναν επίκαιρο να πραγματοτοιηθεί μια προδιάσκεψη για να προπαρασκευαστεί ένα ομαλό πεδίο φιλικής αμοιβαίας προσπελάσεως και να καθοριστούν με πανορθόδοξη ομοφωνία οι βάσεις και τα καλύτερα μέτρα και μέσα για την προσέγγιση με τίς συγκεκριμένες Εκκλησίες.
Αναφορικά προς το ζήτημα των σχέσεων της Ορθόδοξης με την Παλαιοκαθολική Εκκλησία, ο Ιωακείμ ο Γ' επαίνεσε τον ζήλο των μελών της δεύτερης για την εξεύρεση της αλήθειας και την αποκατάσταση της ευαγγελικής αλήθειας, αλλά υπογράμμισε παράλληλα ότι διάφοροι ορθόδοξοι που είχαν μελετήσει την διδασκαλία τους, είχαν καταλήξει σε διιστάμενα συμπεράσματα. Ορισμένοι είχαν υποστηρίξει ότι υφίσταντο σημαντικές δογματικές αποκλίσεις και άλλοι ότι οι διαφορές δεν ήταν ικανές να σταθούν εμπόδιο για την ενότητα στην πίστη και την μυστηριακή επικοινωνία. Εξαιτίας αυτής της αμφιταλάντευσης ο Πατριάρχης ζήτησε να πληροφορηθεί την γνώμη των Ορθόδοξων Προκαθημένων για το αν εύρισκαν επίκαιρο το θέμα και ποιον τρόπο είχαν να προτείνουν,

«επί τω διευκολύναι την πραγμάτωσιν του προς την μεθ' ημών τελείαν ένωσιν πόθου των περί ων ο λόγος χριστιανών, ως ευοίωνον απαρχήν της ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος».
 

Το τελευταίο ερώτημα που έθεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης προς τους Ορθόδοξους Προκαθημένους αφορά το ζήτημα της μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου ή της αποδοχής του Γρηγοριανού. Ο ίδιος, αφού πρώτα ανέφερε τις διισταμένες για το θέμα γνώμες, επιζήτησε λόγω και της εντεινόμενης συζήτησης, την ανταλλαγή απόψεων, 

«άτε δη του ζητήματος τούτου συν τη επιστημονική μορφή προφανή έχοντος σημασίαν εκκλησιαστικήν, (...) ίνα και περί τούτου διαμορφωθή κοινόν εν αυταίς φρόνημα, μία δε γνώμη και απόφασις της καθόλου ορθοδόξου Εκκλησίας, η μόνη απόκειται η περί τούτου κρίσις και η εξεύρεσις, εν ανάγκη, τρόπου συνδυάζοντος κατά το εφικτόν την επιζητούμενην σχετικήν επιστημονικήν ακρίβειαν προς την ποθούμενην τήρησιν καθιερωμένων εκκλησιαστικών ορισμών».

Από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που έλαβαν την Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο απάντησαν σχεδόν όλες μέσα σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν απάντησαν μόνο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, για άγνωτο μέχρι στιγμής λόγο, και η Εκκλησία της Κύπρου λόγω της μη ύπαρξης κανονικού Αρχιεπισκόπου.
Δύο χρόνια μετά την εξαπόλυση της «Εγκυκλίου του 1902» το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε την «Ανταπάντηση» του με μια νέα Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο, στις 12 Μαΐου 1904, η οποία παρέμεινε έκτοτε γνωστή ως «Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1904». Και για αυτήν την Εγκύκλιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολούθησε την ίδια, όπως και το 1902, συνοδική διαδικασία και επεξεργασία μέχρι την τελική σύνταξη του κειμένου της.

Μετά την έκθεση των απόψεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τις διορθόδοξες σχέσεις o Ιωακείμ ο Γ προχώρησε στην διατύπωση ορισμένων παρατηρήσεων και για τα υπόλοιπα θέματα που είχαν θιχτεί προ διετίας και όφειλαν να λυθούν με πανορθόδοξη συνεννόηση, δηλαδή αυτά των διαχριστιανικών σχέσεων και του ημερολογίου. Αναφορικά με το πρώτο ο Πατριάρχης εξέφρασε την συμφωνία του με τους Προκαθημένους των Ορθόδοξων Εκκλησιών ότι πράγματι υπήρχαν πολλές δυσχέρειες, οι οποίες αυξάνονταν από τις προσηλυτιστικές τάσεις και πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των Διαμαρτυρομένων. Αφού λοιπόν πρώτα καταδίκασε τις τάσεις αυτές, τις

«επεγειρομένας και όλως έριδας και διχοστασίας πανταχού δημιουργημένας επί βλασφημία του υπερτίμου χριστιανικού ονόματος εν τοις έθνεσιν»,

κάλεσε τους Προκαθημένους πριν από όλα να φυλάττουν άγρυπνα τους εαυτούς και τα ποίμνιά τους από την επήρεια των εναντίων, αλλά συγχρόνως τόνισε πως

«σκοπείν οφείλομεν και τα των άλλων, και όλη τη ψυχή δεόμενοι υπέρ της των πάντων ενώσεως, μη αποδυσπετείν προς τας δυσχερείας, μηδέ ανεπίδεκτον σκέψεως ή δυσέφικτον όλως υπολαμβάνειν το πράγμα, ανασκοπείν δε τα δυνάμενα προοδοποιείν τω θεοφιλεί έργω της των πάντων ενώσεως, εν σοφία περιπατούντες και εν πνεύματι πραότητος προς τους διισταμένους, εκείνο ενθυμούμενοι, ότι τη Παναγία Τριάδι και αυτοί πιστεύοντες και τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σεμνυνόμενοι, τη χάριτι του θεού σωθήναι ελπίζουσιν».

Εντούτοις, σημείωσε οτι όφειλαν να διατηρούν περισσότερες και καλύτερες ελπίδες, καθώς και μεγαλύτερη σπουδή για τις σχέσεις τους με τους Παλαιοκαθολικούς και την Αγγλικανική Εκκλησία, καθώς αυτοί εξέφραζαν ιδιαίτερη τιμή και αναγνώριση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ιδιαίτερα μάλιστα για τους πρώτους τόνισε την υποχρέωση των Ορθόδοξων να τους βοηθήσουν να συνεχίσουν τον αγώνα που επιχειρούσαν για προσέγγιση της Ορθοδοξίας και να τους διατηρούσαν προσανατολισμένους προς αυτήν, ενώ

«ίνα δε μη εγκαλώμεθα αδιαφορίαν προς τους αδελφούς, το ορθόν και θεοπαράδοτον ζητούντας και την μεθ' ημών εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν και ένωσιν επιποθούντας, μηδέ παρανοώμέθα, ότι αδικούμεν αυτούς εκ φημών και διαδόσεων κρίνοντες τα κατ' αυτούς, ουχί δε εξ αυθεντικών και επίσημων ομολογιών, προύργου αν είη αιτήσαι αυτούς λόγον περί της εν αυτοίς ελπίδος, ήτοι σαφή τινα και ακριβή και επίσημον ομολογίαν της πίστεως αυτών, εν συνόδω και υπό των επισκόπων και ποιμένων αυτών εκδεδομένην και υπογεγραμμένην, όπως ούτως η (να είναι) δυνατή συζήτησις και διασάφησις και συνεννόησις και, Θεού συναιρομένου, εκπλήρωσις του κοινού πόθου».

Για την Αγγλικανική Εκκλησία ζήτησε να συνεχίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία να εκφράζει μια εξίσου σημαντική συμπάθεια και διάθεση, όπως έδειχνε άλλωστε και η πρώτη.
Στη συνέχεια, υιοθετώντας την πρόταση που διατύπωσαν στις απαντήσεις τους ορισμένοι Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι, συμφώνησε ότι κι οι χριστιανοί της Ανατολής, εννοώντας αυτούς των Μη Χαλκηδόνιων Εκκληών, ήταν εξίσου άξιοι της ίδιας θετικής συμπάθειας και διάθεσης, καθώς αυτοί είναι εγγύτερα στους Ορθόδοξους,

«είς τε τους τύπους και τα ήθη και την καθόλου διδασκαλίαν και την εκκλησιαστικήν διοίκησιν και την θείαν λατρείαν».

Ο Ιωακείμ ο Γ' θεώρησε σκόπιμο να θέσει ένα νέο, αλλά μείζον πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτό της μεγάλης ποικιλίας θεολογικών απόψεων και πρακτικών απέναντι σε πολύ κρίσιμα ζητήματα και ιδιαίτερα σε αυτό του βαπτίσματος και της ιερωσύνης των «κεχωρισμένων» από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο πλαίσιο αυτό τόνισε ότι ήταν αναγκαίο να καθοριστεί ένα κοινό φρόνημα και μια κοινή πρακτική για τα θέματα αυτά, σύμφωνα πάντα με το πνεύμα και τις διατάξεις της καθ' όλου Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι, πρότεινε για το θέμα αυτό, όπως και για άλλα παρόμοιου είδους, να συνεχιζόταν η διαλεύκανσή τους με την ανταλλαγή αλληλογραφίας ανάμεσα στις αδελφές Εκκλησίες, αλλά και προκειμένου να εξεταζόταν ακριβέστερα να συνέρχονταν σε συνέλευση κάθε τριετία θεολόγοι-αντιπρόσωποι των Εκκλησιών, ώστε

«και τα τοιαύτα προσηκόντως μελετώντας, τας σκέψεις αυτών δια του πρώτου τη τάξει Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως ανακοινούσθαι ταις άλλαις Εκκλησίαις προς διαγνώμην».

Με τα παραπάνω ο Πατριάρχης έκλεισε το θέμα των σχέσεων με τους μη Ορθόδοξους χριστιανούς. Είναι σαφές ότι ο ίδιος, αλλά και το Πατριαρχείο, συμμερίζονταν και μέχρι ενός σημείου ενστερνίζονταν, τις ανησυχίες και τις αρνητικές προδιαθέσεις των υπόλοιπων Προκαθημένων εξαιτίας είτε των προσηλυτιστικών τάσεων και πρακτικών, είτε της σύγχυσης που προκαλούνταν σχετικά με την πίστη ορισμένων Εκκλησιών....
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σημειώσουμε την ανάληψη μιας σημαντικής πρωτοβουλίας του Ιωακείμ του Γ', η οποία όμως δεν στάθηκε δυνατό να ολοκληρωθεί. Κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες ώστε να συνέλθει στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μια Τοπική Σύνοδος, με την συμμετοχή πρωτίστως των υπόλοιπων Πατριαρχών. Η Σύνοδος θα απασχολούνταν με τα κρισιμότερα ζητήματα της σύγχρονης Ορθοδοξίας και θα όφειλε να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις τόσο για διορθόδόξα, όσο και για διαχριστιανικά προβλήματα. Προκειμένου μάλιστα να υπήρχε η κατάλληλη προετοιμασία από όλες τις πλευρές, ο ίδιος κατέστρωσε και έναν κατάλογο με δώδεκα περίπου τον αριθμό ζητήματα. Αυτόν τον έστειλε στους Πατριάρχες και πρότεινε την προετοιμασία τους σε τοπικό επίπεδο, ώστε μόλις οριζόταν μια οριστική ημερομηνία για την σύγκληση της Συνόδου να είχαν έτοιμες τις προτάσεις τους και απλά στην Κωνσταντινούπολη να συζητούσαν επάνω σε αυτές και να συνατοφάσιζαν τη λύση τους. Τελικά, οι προσπάθειες του για σύγκλιση Συνόδου δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Στη κίνηση αυτή του Πατριάρχη εδράστηκε λίγες δεκαετίες αργότερα η πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την σύγκληση της μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Το ζήτημα της ενότητας των Εκκλησιών και των διαχριστιανικών σχέσεων δεν έπαψε να απασχολεί τον Ιωακείμ τον Γ' καθ΄όλη τη διάρκεια της πατριαρχίας του. Πέρα από τις Εγκυκλίους του 1902 και του 1904, επιδίωξε και πέτυχε να έχει επιπλέον συχνές επαφές με την Αγγλικανική, την Παλαιοκαθολική και με ορισμένες από τις αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες. Στο πλαίσιο αυτό ο Πατριάρχης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων με σημαντικές προσωπικότητες από τις Εκκλησίες αυτές. Βέβαια δεν στάθηκε μόνο σε αυτό, αλλά επεδίωξε και τελικά πέτυχε να πληροφορηθεί αρμοδίως και επισήμως την πίστη τους, όπως άλλωστε είχε προτείνει και το 1904. Έτσι, όσον αφορά τις δύο Εκκλησίες της Δύσης επιχειρήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας διάλογος για θεολογικά ζητήματα στα οποία υπήρχαν γνωστές διαφορές...
Ωστόσο, πέρα από τις σχέσεις με τις Εκκλησίες αυτές επιχειρήθηκαν ανοίγματα και προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όμως αυτά δεν είχαν αίσιο τέλος. Οι τάσεις και οι πράξεις προσηλυτισμού της Εκκλησίας της παλαιάς Ρώμης υπήρξαν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης ανάμέσα στις δύο Εκκλησίες....
Με τις Εκκλησίες της Ανατολής και κυρίως με την Αρμενική, ανέπτυξε σχέσεις και συνέβαλε σημαντικά στην προσέγγιση των Εκκλησιών. Ιδιαίτερα όμως στενές σχέσεις υπήρξαν με τον Αρμένιο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, με τον οποίο ο Ιωακείμ ) Γ' αντάλλασε σε ετήσια βάση καθιερωμένες επίσημες επισκέψεις. Σε αυτές σχεδόν πάντοτε διακηρυσσόταν η πεποίθηση ότι είχαν κοινή πίστη και διδασκαλία και ότι είχε έρθει πλέον ο καιρός να αρθεί η δυσπιστία και να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της ενότητας και της πλήρης εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Η πρόθεσή του να εγκαινιάσει και να προωθήσει τον διάλογο των χριστιανικών Εκκλησιών εκφράστηκε μεταξύ άλλων και με την προσπάθεια να ιδρύσει στη Βενετία ένα Θεολογικό Ινστιτούτο για τους αριστούχους απόφοιτους της Χάλκης. Σε αυτό οι Ορθόδοξοι θεολόγοι θα διδάσκονταν θεολογικά μαθήματα από Ορθόδοξους και μη πανεπιστημιακού επιπέδου καθηγητές και θα γνώριζαν καλύτερα και από κοντά τις υπόλοιπες χριστιανικές παραδόσεις, προκειμένου να διαχειρίζονταν αργότερα τα ζητήματα του θεολογικού διαλόγου. Τελικά όμως δεν καρποφόρησε η ιδέα αυτή εξαιτίας οικονομικών κυρίως λόγων.
Στο ίδιο πλαίσιο οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα και η εγγραφή και φοίτηση του πρώτου ετεροδόξου, ενός αγγλικανού συγκεκριμένα, στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Βέβαια, στα χρόνια του Πατριάρχη συνεχίστηκε, όπως ήταν φυσικό άλλωστε και η αποστολή αποφοίτων της Χάλκης στο εξωτερικό για την μετεκπαίδευση τους σε ξένα πανεπιστήμια και ετερόδοξα θεολογικά ιδρύματα.
Η μεγάλη σημασία που απέδιδε ο ίδιος στο ζήτημα των διαχριστιανικών σχέσεων και της ενότητας των Εκκλησιών γίνεται ακόμη περισσότερο εμφανής από το γεγονός ότι αποτέλεσαν ένα από τα θέματα που θα απασχολούσε τη σχεδιαζόμενη Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Η ένταξή του στον κατάλογο των θεμάτων που πρότεινε στους υπόλοιπους Πατριάρχες αποδεικνύουν πιστεύουμε τη δέσμευση του στην υπόθεση της ενότητας και την ανησυχία του να αντιμετωπιστεί από τους Ορθόδοξους συλλογικά και επίσημα. Λίγες δεκαετίες αργότερα και μετά πάλι από πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποφασίστηκε πανορθόδοξα η έναρξη των επίσημων θεολογικών διαλόγων με τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες.
Συνοψίζοντας εδώ το θέμα των διαχριστιανικών σχέσεων στο διάστημα της δεύτερης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ' (1901-1912) Είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι αυτές ενισχύθηκαν σε πολύ σημαντικό βαθμό και τέθηκαν σε μια νέα βάση. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφέρουμε ότι σε παγκόσμιο διαχριστιανικό επίπεδο η έναρξη του οικουμενικού διαλόγου τοποθετείται το 1910, με τη σύγκλιση του παγκοσμίου ιεραποστολικού συνεδρίου στο Εδιμβούργο της Σκωτίας. 

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου 1912. Έλαβε πρωτοβουλίες οι οποίες καθόρισαν την μετέπειτα πορεία των διαχριστιανικών σχέσεων δια την γέννηση του σύγχρονου Οικουμενισμού.



0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top