Ὁμιλία στήν Συνοδική ἐκδήλωση, 29/6/2019
Ὑπὸ τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμ. π. Νικηφόρου Νάσσου
Μακαριώτατε, σεπτέ προκαθήμενε τῆς Ἐκκλησίας μας,
Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον πρεσβυτέριον,
Σεπτή δακονία,
Ὁσιώτατοι μοναχοί καί μονάζουσαι,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί συνεορτασταί.
Κατ᾿ ἔτος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανηγυρίζει (29 Ἰουνίου) γηθοσύνως καί μεγαλοπρεπῶς τὴν ἱερά μνήμη τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τιμᾷ αὐτούς τούς ποταμούς τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, «τούς θεοκηρύκων πρωτοστάτας», κατά τό ὑμνολογικόν. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὀφείλουμε εὐγνωμόνως νά ἑορτάζουμε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπίασαν γιά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἤθελα ἐν πρώτοις νά ἐφράσω τήν προσήκουσα υἱική εὐχαριστία μου πρός τήν ἁγία καί ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ Ἑλλάδος, γιά τήν τιμητική ἀνάθεση στήν ταπεινότητά μου, αὐτῆς τῆς πανηγυρικῆς ὁμιλίας. Εἴμεθα ἤδη ἐγκλιματισμένοι στήν περιρρέουσα κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Ἐσπερινοῦ καί θά ἔλεγα, εἶμεθα ἐνηχημένοι ἀπό τήν θεοτερπή ὑμνωδία καί πνευματικῶς ἀναπεπεπταμένοι. Καί ὅπως ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε, μετά τό τέλος τοῦ πανηγυρκοῦ Ἐσπερινοῦ, εἴθισται νά ἀκούγεται λόγος σχετικός καί ἐπικοδομητικός.
Πῶς νά ὁμιλήσει προσηκόντως ὁ ἄνθρωπος γιά ἕναν οὐράνιο ἄνθρωπο, τόν οὐρανόφρονα Παύλο, αὐτόν ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νά ἀποκτήσει ἐν Χριστῷ κάθε ἀρετή; Ὄντως, «πᾶσαν τῶν ἀρετῶν τήν συναγωγήν εἷς ἄνθρωπος βουληθείς κατώρθωσε»[1], ὅπως γράφει γι᾿ αὐτόν, ποιός ἄλλος ἐκφαντικότερα, ἀπό τόν ἀκριβέστατο ἑρμηνευτή καί ἐγκωμιαστή τοῦ Παύλου, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο! Αὐτός ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀγάπης του πρός τόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν (ὀνομάστηκε Παῦλος μετά τόν Παύλο, καί ὅπως ἔχει γραφεῖ, «στόμα τοῦ Χριστοῦ ὁ Παύλος καί στόμα τοῦ Παύλου ὁ Χρυσόστομος»), φθάνει στό σημεῖο νά ζητεῖ νά δεῖ καί νά προσκυνήσει τήν κόνιν τῶν χειρῶν, τῶν ὀφθαλμῶν καί τῶν ποδῶν τοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος τόσα ἀγαθά προσέφερε στούς ἀνθρώπους[2]. Ναί, διότι κανείς δέν ἀγάπησε τόσο τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅσο ὁ Παῦλος, θά διακηρύξει «ἐν μεθέξει ψυχῆς» ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Οὐδείς μᾶλλον Παύλου τόν Χριστόν ἠγάπησεν, οὐδείς μείζονα ἐκείνου σπουδήν ἐπεδείξατο, οὐδείς πλείονος ἠξιώθη χάριτος»[3]. (Τό ἀνωτέρω ἀπόσπασμα εἶναι ἀπό τούς περιφήμους «Περί ἱερωσύνης» λόγους τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου, ὅπου παρουσιάζει τόν Ἀπόστολο Παύλο ὡς πρότυπο ποιμένος, ὅπως τό κάνει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στούς ἀντίστοιχους λόγους του).
Τά δέ κείμενα τοῦ Παύλου, πάλι κατά τόν χρυσορρήμονα Πατέρα, εἶναι μέταλλα καί πηγές τοῦ Πνεύματος ἀνεξάντλητα καί πολλοί διδάσκαλοι καί ἑρμηνευτές καί ἐξηγητές ἄντλησαν πολλές φορές ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου, χωρίς ποτέ νά ἐξαντλήσουν τόν πλοῦτο αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν[4]. Ὀρθά πάντως ἔχει ἐπισημανθεῖ πώς, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πέραν τῶν ἄλλων, ἀγάπησε τόσο τόν Ἀπόστολο Παύλο, γιατί μέσῳ αὐτοῦ γνώριζε καλύτερα τόν Χριστό καί γιατί αἰσθανόταν πώς μέσῳ τοῦ Παύλου ὁμιλεῖ σ᾿ αὐτόν ὁ Χριστός[5].
Μετά ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά, ἄς προχωρήσουμε στό εἰδικό θέμα περί τοῦ Ἀποστόλου τό ὁποῖο θά διαπραγματευθοῦμε, ἐπικαλούμενοι τίς εὐχές καί προσευχές ὅλων σας, ὥστε τά προσφερόμενα ταπεινά μας ψυχία, στήν ἔφορο τράπεζα τῆς καρδίας σας νά ἀρτοποιηθοῦν.
Στήν ταπεινή μας ὁμιλία πού ἀκολουθεῖ, γίνεται λόγος γιά τόν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἁγιώτατο πρῶτο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καί Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, αὐτόν, ὁ ὁποῖος δέν ἐγνώρισε βεβαίως προσωπικῶς τόν θειότατο Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν ἐπί γῆς διά σώματος Παρουσία Του, ἀλλ᾿ ἀξιώθηκε νά τόν γνωρίσει κατά τήν ἀποκάλυψή Του σ᾿ αὐτόν, ὅπου ἔλαβε καί τήν κλῆση στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Τότε κατενοήθη ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Προαιώνιος καί Ἀΐδιος Λόγος, εἶναι ὁ Αὐτός, ἄσαρκος στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Θεοφάνειες), ἔνσαρκος στή Καινή καί Πνευματικῶς ὁρώμενος στήν Ἐκκλησία μέσα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Στα ἑπόμενα θά ἀναφερθοῦμε εἰδικά στήν θεοπτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς», τοῦ Παύλου, τοῦ φθάσαντος «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», ὥστε νά καταδειχθεῖ ἀφ᾿ ἑνός μέν ἡ μεγάλη του ἁγιότητα, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἡ κοινή γιά τούς Ἁγίους ἐμπειρία τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχῆς στήν «Δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ», δηλ. ἡ ὑπέρ νοῦν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Αὐτό θά γίνει προσεγγίζοντας κάποια κείμενα καί Πατερικές ἑρμηνείες σχετικά μέ αὐτή τή μοναδική γιά τόν ἄνθρωπον τιμή, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλ. τό γεγονός τῆς ἑνώσεώς του μετά τοῦ Θεοῦ, χαρισματικά, καί τῆς μετοχῆς του στήν θεοποιόν «Δόξαν», μέσῳ τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν.
Ὁ θεοείκελος καί πνευματέμφορος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στά θεόπνευστα κείμενά του μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ἀνθρώπινος ὀφθαλμός δέν εἶδε, ἀνθρώπινο αὐτί δὲν ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς καί καρδιά δέν συνέλαβε καί δέν μπόρεσε νά ἐπιθυμήσει ἐκεῖνα τά ἀνείπωτα ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτά πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀληθινά καὶ ἔμπρακτα Τόν ἀγάπησαν ἤδη ἀπό τὴν παροῦσα ζωή: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»[6]. Τά καταθέτει στήν Ἐκκλησία ὁ νοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία πού εἶχε, ἄρδευσε πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ὑψηλή του Θεολογία καί τίς πολυτιμότατες Ἐπιστολές του, οἱ ὁποῖες, πάλι κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἀποτελοῦν κιβωτό πνευματική, πολύ ἀνώτερη τῆς παλαιᾶς ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, διότι ἡ κιβωτός τοῦ Παύλου ἅρπαξε ἀπό τά κύματα τῆς ἀπιστίας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώσει ἀπό τόν πνευματικό καταποντισμό[7].
Αὐτός λοιπόν, ὁ μακάριος Παῦλος ἀξιώθηκε μιᾶς μικρᾶς γεύσεως αὐτῶν τῶν ὑπερκοσμίων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε νοῦ, διάνοια καὶ σκέψη, κάθε αἴσθηση καὶ ἐπιθυμία. Στήν Β’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του μᾶς ὁμιλεῖ γιά «ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεις Κυρίου», τίς ὁποίας ἀξιώθηκε νά βιώσει[8], ἐφόσον «ἡρπάγη» στόν Παράδεισον καί ἄκουσε «ἄῤῥητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»[9]. Περιεπάτησε ὁ Παῦλος στόν Οὐρανόν, θά λέγαμε, ὅπως ἐμεῖς περιπατοῦμε στούς δρόμους καί στίς οἰκίες μας! Ἔφθασε «ἕως τρίτου Οὐρανοῦ»! Καί κατέστη ἔτσι, μέ αὐτή τήν οὐράνια ἐμπειρία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «οἶκος περιληπτικός τῆς ἀπεριλήπτου φύσεως»[10]!
Πρίν ὅμως ἀναφερθοῦμε στὰ «ἄῤῥητα ῥήματα»τοῦ Παῦλου, ἄς δοῦμε συνοπτικά πῶς ἡ Πατερική μας Παράδοση ἑρμηνεύει τήν οὐράνια ἄκτιστη ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία ὁ θεορήμων Ἀπόστολος εἶχε, δηλ. αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους «ἁρπαγή». (Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, ὅτι, μεταξύ ἄλλων, ἡ ἁρπαγή, ὡς γεγονός καί ἐμπειρία ἀναφέρεται καί στόν βιο ἑνός Ἁγιορείτου πατρός, τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ)
Μεταξύ τῶν σχολιαζόντων τόν ἄρρητον χαρακτῆρα τῆς «ἁρπαγῆς»τοῦ Παύλου, αὐτὴ τήν θεωτική ἐμπειρία του, εἶναι καί ὁ ἀετός τῆς Θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, αὐτός ὁ ὁποῖος εἶχε σέ κάποιο βαθμό τήν ἴδια μέ τόν θεόπτη Ἀπόστολο ἐμπειρία (ἀφοῦ ὡς Ἅγιος εἶχε φθάσει στή χαρισματική θέωση), καί γι᾿ αὐτό μποροῦσε νά ὁμιλεῖ καί νά τήν ἑρμηνεύει αὐθεντικά. Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἅγιοι ἑρμηνεύουν τούς Ἁγίους, ἀφοῦ κοινή εἶναι ἡ θεία δόξα στήν ὁποία μετέχουν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει λόγο γι᾿ αὐτήν τήν ἑνότητα τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σέ ὅλους τοὺς Ἁγίους, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (διότι, ὅπως ἐλέχθη, πράγματι ὑφίσταται ἑνότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων μέσα στήν Ἱστορία), προκειμένου νά ἀνατρέψει τήν ἄποψη τῶν Εὐνομιανῶν περί τῆς δυνατότητος γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστότητος τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐφόσον δὲ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρεται σέ διαφόρους Ἁγίους θεόπτες, καταλήγει στόν ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον, τοῦ ὁποίου τήν ἐμπειρία ὀνομάζει «μυστήριον τῆς ἁρπαγῆς». Σέ ἄλλο δὲ σημεῖο τήν ὀνομάζει «πρόοδον, ἤ ἀνάβασιν ἤ ἀνάληψιν»[11]. Ὁμολογεῖ δέ ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος ὅτι καί αὐτός εἶχε ἀνάλογη πεῖρα τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος, τήν ὁποία περιγράφει ὡς πορεία καί ἀνάβαση ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος καταληφθεῖ «ὑπό ἐκπλήξεως» ἐνώπιον τοῦ ἀκαταλήπτου ὄχι μόνο τῆς ἀπροσίτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τίς ὁποίας καί ὀνομάζει «κρίματα». Ὁ Παῦλος, λοιπόν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, «πειρᾶται μέν ἀφικέσθαι, οὔπω λέγω τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως, τοῦτο γάρ ἤδει παντελῶς ἀδύνατον ὄν, ἀλλά μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων»[12].
Μιάν ἄλλη πνευματικότατη ἑρμηνεία περί τῆς ἁρπαγῆς θά συναντήσουμε στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς περιφήμου «Κλίμακος». Ἐκεῖ ἡ «ἁρπαγή» προέρχεται, ἀπό τήν τελεία προσευχή, ἡ ὁποία κατορθώνεται μετά ἀπό πολύν ἀγῶνα καί ἄνοδο πνευματική. Συγκεκριμένα ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης γράφει ὅτι «ἀρχή μέν προσευχῆς, προσβολαί μονολογίστως διωκόμενοι ἐκ προοιμίων αὐτῶν∙ μεσότης δὲ τό ἐν τοῖς λεγομένοις καί νοουμένοις εἶναι τήν διάνοιαν∙ τό δέ ταύτης τέλειον, ἁρπαγή πρὸς Κύριον»[13]. Ἑπομένως, μποροῦμε ἀμυδρῶς νά ἀναλογισθοῦμε πόση δύναμη προσευχῆς εἶχε ὁ Μέγας Παῦλος τῶν ἐθνῶν!... Εἶχεν τόση καί τέτοια, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά κατοπτεύσει τά κάλλη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, νά ἀξιωθεῖ, κατά τόν Θεοδώρητον, «ἑωρακέναι αὐτόν τοῦ παραδείσου τό κάλλος καί τάς ἐν ἐκείνῳ τῶν ἁγίων χορείας, καί τήν παναρμόνιον τῆς ὑμνωδίας φωνήν»[14]. Μποροῦμε ἐπίσης να κατανοήσουμε ἀμυδρῶς καί τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Παύλου προς τούς ἀδελφούς καί ὁμοεθνεῖς του, ἀφοῦ προτιμοῦσε, αὐτός πού εἶδε τόν οὐράνιο Παράδεισο νά μείνει ἔξω ἀπό αὐτόν καί νά χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό γιά χάρη αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν του («ηὐχόμην γάρ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἀνάθεμα εἶναι ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου γενέσθαι»[15]).
Ἐπίσης, θά ποῦμε ὅτι, διάφορες ἑρμηνείες παρέχουν οἱ ἱεροί σχολιασταί σχετικά καί μέ τό ζήτημα τοῦ λεγομένου «τρίτου οὐρανοῦ», ὅπως λέγεται, στόν ὁποῖον ἔφθασε τό «θεήλατον ὄργανον» καί «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπό τίς πολλές ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἀναγωγική ἑρμηνεία, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεοφύλακτος, γράφοντας τά ἑξῆς σημαντικά: «Ἔστι γάρ πρῶτος οὐρανός, τό πέρας καί ὁ ὅρος τῆς ἠθικῆς, ὅταν τις τά ἤθη ἑαυτοῦ ῥυθμίσῃ. Εἶτα ἡ φυσική, δεύτερος οὐρανός, ὅταν τις τήν γνῶσιν τῆς τοῦ παντός φύσεως, ὡς ἐφικτόν, περιορίσῃ. Εἶτα ἡ θεολογική, τρίτος οὐρανός, ὅταν τις τό ἐφικτόν τέως αὐτῷ μέτρῳ τῆς τῶν θειοτέρων καί ὑπέρ γνῶσιν καταλήψεως φθάσῃ διά θεωρίας»[16].
Ὁ «τρίτος οὐρανός», λοιπόν, κατά τόν Θεοφύλακτο, ταυτίζεται μέ τήν κατάληψη τῶν «θειοτέρων», ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ γνῶση, ἀποκτᾶται μέ τόν νοῦ καί κατορθώνεται «διά θεωρίας»[17]. Στήν κατάσταση αὐτή, ὁ θεούμενος ἄνθρωπος ἁρπάζεται «ἐν τοῖς περί τήν Τριάδα τόποις», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ προρρηθείς ἱερός Θεοφύλακτος[18], καί αὐτοί οἱ «τόποι» τῆς Ἁγίας Τριάδος ταυτίζονται μέ τίς ἄκτίστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Συμβουλευτικόν του Ἐγχειρίδιο.
Στό αὐτὸ ἑρμηνευτικό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος καί αὐτός μέ τόν δικό του τρόπο, θεολογεῖ καὶ παρουσιάζει τήν ἴδια πνευματική καί θεοπτική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων στήν ἱστορία. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κήρυκα τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὑπάρχει ταυτότης πνευματικότητος καί ἐμπειριῶν στήν Παλαιά καί τὴν Καινή Διαθήκη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ὑφίσταται κάποια λεκτική διαφοροποίηση.
Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Ἔτσι, βλέπουμε λ.χ. τόν Κύριό μας νά λέγει στούς Μαθητάς του: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσῃ, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» [19]. Αὐτή ἡ ἀναφερομένη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἔλευσις» εἶναι, κατά τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἡ πρός αὐτόν ἡμῶν δι᾿ ἀποκαλύψεως ἄνοδος», δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τά «ἄκτιστα ῥήματα» τοῦ Παύλου τῶν ἐθνῶν. Τά ἴδια, λοιπόν, πράγματα, σημειώνονται μέ διαφορετικά ὀνόματα σέ κάθε ἐποχή. Συνεπῶς, ἡ χρῆση τῶν ὅρων «ἁρπαγή», «ὑπερουράνιος ἄνοδος», «ἔλευσις», «μονή» καὶ «ἐμφάνεια» προσδιορίζουν τήν ἴδια πραγματικότητα. Ὁ θεόπτης καί πνευματέμφορος Παλαμᾶς ἑρμήνευε τήν ἁρπαγήτοῦ Παύλου ὡς ἔχων καί αὐτός προσωπική πεῖρα τῶν ἀρρήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τῶν προσγινομένων στήν καθαρά του ψυχή.
Ὡστόσο, ὁ ἴδιος «ἐπιμένει κυρίως στή συμμετοχή ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό χάρη, δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σημειώνοντας ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ὁ νοῦς ἁρπάζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό σῶμα μεταστοιχειώνεται σέ σῶμα πνευματικό, δεκτικό δηλ. τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι τό φῶς τῆς θεωρίας, τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τή δόξαν καί τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄκτιστον καί, κατά συνέπεια, ἡ μετοχή εἰς αὐτό καταργεῖ κατά Χάριν τήν κτιστότητα τῆς δημιουργημένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων»[20]. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, στήν περίπτωση τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παύλου θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ θεόπτης ἀπόστολος «κατά τήν ἐξαισίαν ἁρπαγήν ἐκείνην, ἀγνοεῖν ἑαυτόν φησί τί ἦν»· λέγει δηλ. ὅτι δέν γνώριζε τί ἦταν ὁ ἑαυτός του! Ἔβλεπε, λέγει τόν ἑαυτό του ὁ Παῦλος, ἀλλά πῶς; Αἰσθητῶς ἤ λογικῶς ἤ νοερῶς; Ἀλλ᾿ ἐφόσον εἶχε ὑποστεῖ «ἁρπαγήν», ἀνυψώθη ἐπάνω ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις. Ἄρα (λέγει ὁ Γρηγόριος), ὁ ἀπόστολος «διά τοῦ τήν ἁρπαγήν ἐξειργασμένου Πνεύματος ἑώρα ἑαυτόν», δηλ. ἔβλεπε τόν ἑαυτό του διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό ὁποῖο πραγματοποίησε τήν «ἁρπαγή».[21] Κάτι ἀνάλογο γράφει ὁ θεοφόρος Παλαμᾶς γιά τή μεταποίηση ἐν Πνεύματι τῶν ὀφθαλμῶν τῶν τριῶν προκρίτων Ἀποστόλων, προκειμένου νά δοῦν τό ἄκτιστο φῶς, τήν φυσική «Δόξα» τῆς θεότητος ἐπάνω στό Θαβώρ, κατά τήν φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου: «Ἐνηλλάγησαν οὖν καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον»[22]. Αὐτά ὅλα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι λαμβάνουν χώρα, πατέρες καί ἀδελφοί.
Ὑπογραμμίζει ἐπίσης ὁ ἱερός Γρηγόριος τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (ὅπως συμβαίνει μέ κάθε ἄνθρωπο πού φθάνει στήν χαρισματική θέωση), ὅταν ἔπαυσε ἀπό ἐδῶ νά ζεῖ τήν ζωή πού ἔχει χρόνο, ἀλλά τήν ἄλλη ζωή, τήν «θείαν καί ἀΐδιον» ὅπως τήν ὀνομάζει, πού προέρχεται ἀπό τό Λόγο ὁ Ὁποῖος κατοίκησε μέσα του, τότε κατέστη ἄναρχος κατά χάριν καί ἀτελεύτητος, «ἄναρχος καί ἀτελεύτητος γέγονε τῇ χάριτι». [23]
Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν!
Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ἀνέκφραστα ἐκεῖνα λόγια, τά «ἄρρητα ρήματα»,πού ἄκουσε ὁ Ἀπόστολος κατά τή μοναδική ἐκείνη, γλυκυτάτη καί πανευφρόσυνη Θεία «περιοδεία» στόν κόσμον τοῦ Οὐρανοῦ; Ὑπάρχει ἐν προκειμένῳ μία θεολογικώτατη ἀνάλυση, προσφερόμενη ἀπό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί αὐτός θεόπτης, μέ ἐμπειρίες Χάριτος, ἁγιοπνευματικές. Πρόκειται γιά τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὁ ὁποῖος, ὡς θεούμενος, ἐλλαμπόμενος καί καταυγαζόμενος ἀπό τὸ Θεῖο καὶ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μποροῦσε πραγματικά νά ἑρμηνεύσει αὐτήν τήν ἐμπειρία τοῦ Παῦλου, ὅπως καί τό ἔπραξε, καί μᾶς περιέγραψε τί εἶναι ἐκεῖνα τά «ἄρρητα ρήματα», πού ἀνέφερε ὁ Παῦλος. Στόν 52ο λόγο του ὁ ἅγιος Συμεών ἀναλύει τό θέμα αὐτό, λέγοντας ὅτι «ρῆμα» εἶναι ὁ λόγος καί ὁ λόγος λέγεται ρῆμα. Τὰ ρήματα καί οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων λαλοῦνται μέ τά στόματα καί ἀκούγονται ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τά ὤτα. Ἀλλά, ἐνῶ αὐτά ἰσχύουν γιά τούς κτιστούς ἀνθρώπους, στόν Ἄκτιστον Θεόν τά δεδομένα εἶναι διαφορετικά. Ἔτσι, κατά τόν αὐτόν πνευματέμφορο Πατέρα, τό ρῆμα καὶ ὁ λόγος, πού ἐξέρχονται ἀπό τό «στόμα» τοῦ Θεοῦ, «εἶναι τελείως ἀνεκλάλητος καί ἀνερμήνευτος ἀπό ἀνθρωπίνην γλῶσσαν, καί παντελῶς ἀχώρητος εἰς ἀνθρωπίνην ἀκοήν»[24].
Ποιό, ὅμως εἶναι τό «στόμα» τοῦ Θεοῦ; Κατά τήν ἀνωτέρω θεολογική ἀνάλυση τοῦ Ὁσίου Συμεών, ρῆμα ἤ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Καὶ «στόμα» τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο λαλεῖ τά ἄρρητα, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τό βλέπουμε στό προφητικό χωρίο «Τό γάρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα»[25].Στή συνέχεια, ὁ Ἅγιος ἀναλύει ὅτι, ὅπως ἐδῶ στά ἀνθρώπινα δεδομένα, δέν μπορεῖ νά ἐξέλθει ὁ λόγος, ἐάν δέν ἀνοίξουμε τό στόμα μας, ἔτσι, «καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λόγος δέν δύναται να γνωρισθῇ, ἤ να ἀκουσθῇ, ἀνίσως καὶ δὲν ἀποκαλυφθῇ διά τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Καί ὅπως δέν ἐξέρχεται ὁ λόγος ἀπό τό δικό μας στόμα, ἄν δέν τό ἀνοίξουμε, ἔτσι καί τό «στόμα» τοῦ Θεοῦ, τό Ἅγιον Πνεῦμα, δέν μπορεῖ νά λαλήσει, «ἄν δέν ἀνοιχθῇ διά τῆς ἐλλάμψεως»,δηλαδή, ἄν δέν φωτισθεῖ ὁ δικός μας νοῦς μέ τή δική Του ἔλλαμψη. Καί, ἔπειτα, φθάνει πλέον ὁ ἅγιος Συμεών σ᾿ αὐτό τό γεγονός τῆς ἁρπαγῆςτοῦ Παύλου στόν Παράδεισο, γιά νά μᾶς ἐξηγήσει ὅτι τά ἀνεκλάλητα ἐκεῖνα ρήματα, πού ἄκουσε ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος, εἶναι ἄρρητα, εἶναι δηλ. οὐράνιες καί ἀγνώριστες γνώσεις καί θεωρίες τῆς ἀκαταλήπτου Δόξης τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτονται στούς ἀξίους νά τά δεχθοῦν… Εἶναι «αἱ ἀπόκρυφοι, καὶ ἐπ᾿ ἀληθείας ἀνερμήνευτοι, καί ἀθέατοι διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θεωρίαι, καί αἱ μεγαλοπρεπεῖς καί ἀγνώριστοι γνώσεις τῆς ὑπερφώτου, καί ὑπεραγνώστου δόξης τε και Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, αἱ ὁποῖαι ἀποκαλυπτόμεναι δείχνονται εἰς ἐκείνους ὁποῦ εἶναι ἄξιοι φανερώτερα καί καθαρώτερα∙ αὐτά λέγω τά ἀνήκουστα ἀκούσματα τῶν ἀνεκλαλήτων ρημάτων∙ ἡ μέ ἀκατανοησίαν κατανόησις τῶν ἀκατανοήτων πραγμάτων»[26]!
Ἡ νοερὰ ἁρπαγὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὰ ὑπερουράνια σκηνώματα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, δηλώνει τὴν κατὰ Χάριν θέωσητοῦ Ἀποστόλου, ὅπου σύμφωνα μὲ τὸν σοφώτατο τῆς Νύσσης ἐπίσκοπο, τόν μυστιπόλο Γρηγόριο, «ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀληθής ἐστιν εἴδησις τοῦ ζητουμένου καὶ ἐν τούτῳ τὸ ἰδεῖν ἐν τῷ μὴ ἰδεῖν, ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τὸ ζητούμενο, οἷόν τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον»[27]. Στὴν μετα-λογική, ποιητικὴ καὶ μυστικὴ αὐτὴ ἱερὰ γλῶσσα, ὁ θεολόγος – μύστης, ἑνούμενος κατ᾿ ἐνέργειαν, μὲ τὸ Θεῖον, ἀπευθύνεται προσωπικά σ᾿ Αὐτὸ εὐχετικά, παρακλητικά, εὐχαριστιακά καὶ δοξολογικά: «ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον»[28], ὁμιλῶν παραδοξολογικῶς γιὰ μία ἀκατανόητο κατανόηση: «Ὅν οἱ πεπλουτηκότες ὁρῶσιν ἀοράτως αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ τό ἄφραστον κάλλος· κρατοῦσιν ἀνεπάφως, κατανοοῦσιν ἀκατανοήτως τό ἀνείδεον εἶδος αὐτοῦ, τήν ἄμορφον μορφήν καί τό ἀσχημάτιστον σχῆμα ἐν ἀθεάτῳ θέᾳ καί ἀσυνθέτῳ κάλλει ἀποικίλτως πεποικιλμένον»[29]. Αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἔγινε μέτοχος ὁ μέγας Παῦλος, Πατέρες καί ἀδελφοί!
Ἰδούλοπόν, γιατί εἶναι μέγας καί εἶναι ὁ πρῶτος ὄντως καί μεγάλος θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας! Γι᾿αὐτό τόν τιμᾶ ἰδιαζόντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ὁποίας τόσο κοπίασε!
Κάπου ἐδῶ ὅμως πρέπει νά καταπαύσει ὁ λόγος, καθ᾿ ὅτι, Παῦλος εἶναι μέγας, πολύπλευρος, πολυεπίπεδος καί ὄντως ἀνεξάντλητος.
Κατακλείοντας τήν ταπεινή αὐτή ὁμιλία, ἀφοῦ καί πάλι ἀπονείμω τήν ὀφειλομένη εὐχαριστία πρός τήν ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν παρεχομένη στην ταπεινότητά μου αὐτή εὐλογία καί εὐκαιρία, θά κατακλείσω μέ τά ἐξυμνητικά λόγια τῆς θεοπνεύστου ὑμνολογίας πρός τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τά σχετικά μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του, γιά τήν ὁποία τά προλεχθέντα ὁλίγα καταθέσαμε:
«Ἐν ἐκστάσει ἐπαρθείς, τόν τρίτον φθάσας πόλον Πανόλβιε, καί ἐπακούσας ἀρρήτων λόγων βοᾶς, Δόξα τῷ Ἀνωτάτῳ Πατρί, καί τῶ Υἱῷ ἀπαυγάσματι συνθρόνῳ, τῷ ἐρευνῶντι σαφῶς Πνεύματι Θεοῦ τά βάθη».[30]
Σᾶς εὐχαριστῶ.
*****************************
[3] Περί ἱερωσύνης, 3, 7, ΕΠΕ 28, 130. Βλ. πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 42.
[4] PG51, 291: «Πόσοι δέ μεθ᾿ ἡμᾶς ἐροῦσι καί μετ᾿ ἐκείνους ἕτεροι πάλιν, καί οὐ παύσεται πηγάζων ὁ πλοῦτος οὐδέ ἐπιλείψει ταύτῃ τά μέταλλα; Πνευματικά γάρ ἐστι καί οὐ πέφυκε δαπανᾶσθαι ποτε».
[5] Β. Ἰωαννίδη, Ὁ Χρυσόστομος, τύπος καί μιμητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Ἀκτῖνες18, (1955) 54-65, σελ. 55, βλ. Παρασκευῆς Τάτση, Ὁ Ἀποστολος Παῦλος κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο(Διδ. Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 30.
[7] Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, Ὁμιλία Α’, ΕΠΕ 36, 404: «Καί ἐκεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυτόν μετά τῶν παίδων διέσωσε μόνον∙ οὖτος δέ, πολύ χαλεπωτέρου τήν οἰκουμένην κατακλυσμοῦ καταλαβόντος, οὐ σανίδας πηξάμενος καί κιβωτόν ποιήσας, ἀλλ᾿ ἀντί σανίδων τάς ἐπιστολάς συνθείς, οὐ δύο καί τρεῖς καί πέντε συγγενεῖς, ἀλλά τήν οἰκουμένην ἅπασαν, καταποντίζεσθαι μέλλουσαν, ἐκ μέσων ἥρπασε τῶν κυμάτων».
[11] Λόγ. 28, 20, ΕΠΕ 4, 72, MPG36, 52 C: «Παῦλῳ δέ εἰ μέν ἔκφορα ἦν ἅ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός καί ἡ μέχρις ἐκείνου πρόοδος ἤ ἀνάβασις ἤ ἀνάληψις, τάχα ἄν τι περί Θεοῦ πλέον ἔγνωμεν, εἴπερ τοῦτο τῆς ἁρπαγῆς μυστήριον. Ἐπεί δέ ἄρρητα ἦν καί ἡμῖν σιωπῇ τιμάσθῳ».
[17] Βλ. Δέσπως Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄Κορ. 12, 2-4 κατά τήν παράδοση τῶν Πατέρων,«Θεολογία» τ. 54, 1983, 4.
[24] Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Τά Εὑρισκόμενα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 260.
[28] Συμεών Ν. Θεολόγου, Εὐχή μυστική, δι᾿ ἧς ἐπικαλεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προορῶν, 33, τοῦ ἰδίου, Λόγος Κ’,Εὐχαριστία καί ἐξομολόγησις σύν θεολογίᾳ˙ καί περί δωρεᾶς καί μετουσίας Πνεύματος Ἁγίου, 145: «ὅλον κατανοοῦσαὅλον ἀκατανόητον θεότητι τῇ θείᾳ,τόν τοῖς πᾶσιν ἀόρατον καί ἀποκεκρυμμένον».
[29] Συμεών Ν. Θεολόγου, Λόγος Δ’, Περί ἀπαθείας καί τῶν ἐν αὐτῇ κατά προκοπήν χαρισμάτων καί δωρεῶν· καί τίς ἡτελείωσις τῆς κατά Χριστόν πνευματικῆς ἡλικίας, 303.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου