«Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, και προς τήν σήν σκέπην, ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνῶ και στενάζω, μή μέ παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον» (ωδή α΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος)
(Τώρα με πίστη κι εμπιστοσύνη κατέφυγα στη δική Σου δυνατή βοήθεια και στη δική Σου σκέπη ολόψυχα έτρεξα, και γονατίζω, Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με περιφρονήσεις τον άθλιο, Συ που είσαι το καταφύγιο των χριστιανών).
Τρία πράγματα τονίζει ο βασιλιάς ποιητής στον συγκεκριμένο ύμνο από τον κανόνα του για την Υπεραγία Θεοτόκο: Πρώτον, την αίσθηση που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεύτερον, την εικόνα που προβάλλει η Εκκλησία για τη Μεγάλη Μάνα. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο πιστός τη Μάνα αυτή.
Άθλιο βλέπει τον εαυτό του ο ποιητής. Μπορεί να κατέχει το ύψιστο αξίωμα μέσα στο βασίλειό του, όμως τα μάτια του είναι μεταποιημένα από τη χάρη του Θεού και βλέπουν το βάθος της πραγματικότητας, την πνευματική του κατάσταση που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση των παθών του. Πρόκειται όντως για χαρισματική διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει τη μετάνοια ενός πιστού ανθρώπου – μόνον ο πιστός μπορεί να έρχεται σαν τον άσωτο της παραβολής «εἰς ἑαυτόν» και να θέλει να ξεφύγει από την κατάντια της αμαρτίας για να επιστρέψει στον Θεό του: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Και συστοιχεί η διαπίστωση αυτή με ό,τι ο μέγας απόστολος Παύλος εξέφραζε: «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Ο βασιλιάς ποιητής λοιπόν εκκινεί από την ορθή εκκλησιαστικά βάση που δεν είναι άλλη από τη ρεαλιστική θεώρηση του εαυτού του, την αποδοχή της αθλιότητάς του.
Τα μάτια της πίστεως όμως θεώνται ορθά και την Παναγία. Δεν είναι μία απλή γυναίκα, έστω καλή και ταπεινή και υπάκουη. Είναι «ἡ κραταιά ἀντίληψις», είναι «ἡ σκέπη» του κόσμου, είναι «ἡ Δέσποινα», είναι όλων των χριστιανών «τό καταφύγιον». Κι αυτό όχι γιατί το κατάφερε μόνη της – οι άνθρωποι μόνοι μας το μόνο που καταφέρνουμε είναι το «τίποτε». Ο Υιός και Θεός της την ανέβασε στο υψηλότατο αυτό σημείο, κυριολεκτικά την πνευματική κορυφή του κόσμου, διότι ασφαλώς συνέτρεξαν σ’ αυτήν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη μίας τόσο μεγάλης χάρης. Και οι προϋποθέσεις αυτές, ως γνωστόν, ήταν η απλότητα της καρδιάς της, η βαθιά πίστη της στον Θεό, η μεγάλη της ταπείνωση, η καθαρότητα του όλου βίου της, καταστάσεις που ουδέποτε βρέθηκαν κι ούτε θα βρεθούν ποτέ σε άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό όπως σ’ Εκείνην.
Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Παραπονιόμαστε συχνά ότι ο Θεός μάς ξεχνάει, ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές μας, ότι δεν μας δίνει τα χαρίσματα που του ζητούμε. Και δεν καταλαβαίνουμε, λόγω της αλαζονείας και του εγωισμού μας, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι δεν θα αντέχαμε τη χάρη της προσφοράς Του – ο Θεός επιθυμεί διακαώς να μας δώσει τα πάντα, αρκεί εμείς να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής τους. Διαφορετικά η όποια προσφορά της χάρης Του θα λειτουργήσει αρνητικά, θα λειτουργήσει ίσως ως «κόλαση» για τη ζωή μας, όπως ένα μεγάλο βάρος πάνω σε εύθραυστο γυαλί. Η Παναγία μας λοιπόν έγινε η βοήθειά μας, η σκέπη μας, η Δέσποινά μας, η καταφυγή μας, γιατί Εκείνη πρώτη βρήκε τον Κύριο αντιλήπτορα και βοηθό στη ζωή της, σκέπη και καταφυγή της, Εκείνος έγινε το σπίτι της κι η ρίζα της και η τροφή της.
Πώς προσεγγίζει λοιπόν ένας τέτοιος αληθινός πιστός την Παναγία; Με πίστη κι εμπιστοσύνη, «πεποιθώς», σημειώνει ο ποιητής∙ με ολοκάρδια στροφή και σπουδή προς Εκείνην, «ὁλοψύχως ἔδραμον» κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ»∙ με μεγάλη ταπείνωση και δάκρυα και στεναγμούς μετανοίας, «γόνυ κλίνω και θρηνώ και στενάζω». Πίστη, θερμή αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα – ό,τι ελκύει την αγάπη του Δημιουργού και των δικών Του αγαπημένων προσώπων με πρώτη την Παναγία. Κι όλα αυτά «νῦν», τώρα. Όχι αργότερα, όχι αύριο ή μεθαύριο. Γιατί την εν ταπεινώσει πίστη και αγάπη τη βιώνει κανείς πάντοτε στο παρόν, το παρόν φανερώνει την ποιότητα του εσωτερικού κόσμου μας.
Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ανταπόκριση της δικής Της προσέγγισης προς εμάς. Εκείνη δείχνει ότι μας εμπιστεύεται πάντοτε, έστω κι αν διαπιστώνει με θλίψη τις αστοχίες και τα ανομήματά μας∙ εκφράζει την αδιάκοπη θερμή αγάπη της, έστω κι αν συχνά παγώνει η δική μας καρδιά απέναντί της∙ δεν διστάζει να μας αποκαλεί παιδιά της και να μας παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της, έστω κι αν εμείς «παιδιαρίζουμε» αδιαφορώντας για τα ουσιώδη του βίου. Ας θυμηθούμε την αγιορείτικη ιστορία με τη στάση της Μάνας Παναγίας απέναντι στα «γουρουνάκια» της, κατά τον δικό της χαρακτηρισμό. Τους καλογέρους δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλίνει από την καλογερική και ζούσαν έκδοτοι στα πάθη τους, κυρίως δε το πιοτό. Κι όταν το μοναστήρι που βρίσκονταν τους έδιωξε γιατί δεν έδειχναν σημάδια μετανοίας, Εκείνη επενέβη για να τους σώσει και να τους επαναφέρει. Γιατί είναι η Μάνα που προσβλέπει στο καλύτερο για τα παιδιά της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική στον ορίζοντα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου