Θέλω νά σᾶς θυμίσω, ἀδελφοί μου, λίγα γιά τό ψέμα. Γιατί δέν βλέπω νά πολυφροντίζετε νά κρατᾶτε τή γλώσσα σας καί γι᾿ αὐτό εὔκολα παρασυρόμαστε σέ λάθη. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅτι γιά κάθε πράγμα, ὅπως πάντα σᾶς λέω, παίζει ρόλο ἡ συνήθεια καί στό καλό καί στό κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή καί ἄγρυπνη φροντίδα, γιά νά μήν μᾶς ξεγελάει τό ψέμα. Γιατί κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού λένε ψέματα δέν ἑνώθηκε μέ τό Θεό. Τό ψέμα δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό Θεό. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Τό ψέμα πηγάζει ἀπό τόν πονηρό». Καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο ἔχει γραφτεῖ ὅτι: «Ὁ διάβολος εἶναι ψεύτης καί πατέρας τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. Η΄: 44). βλέπετε λέει τό διάβολο πατέρα τοῦ ψεύδους. Ἡ δέ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Γιατί Αὐτός λέει: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. Δ΄: 16). καταλαβαίνετε λοιπόν ἀπό Ποιόν χωριζόμαστε καί μέ ποιόν δενόμαστε μέ τό ψέμα. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δενόμαστε μέ τό διάβολο.

Ἄν πραγματικά θέλουμε νά σωθοῦμε, ἔχουμε ὑποχρέωση μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ κάθε φροντίδα ν᾿ ἀγαπᾶμε τήν ἀλήθεια καί νά φυλαγόμαστε ἀπό κάθε εἴδους ψέμα, γιά νά μήν μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀλήθεια καί τή ζωή.
Ὕπάρχουν δέ τρεῖς διαφορετικοί τρόποι γιά νά πεῖ κανείς ψέματα. Ὅ ἕνας εἶναι τό νά πεῖ κανείς ψέματα μέ τό νοῦ του, ὁ ἄλλος τό νά πεῖ ψέματα μέ λόγια καί ὁ τρίτος τό νά πεῖ ψέματα μέ ὁλοκληρη τή ζωή του. Ἐκεῖνος πού μέ τό νοῦ του λέει: «Γιά μένα λένε». Καί ἄν σταματήσουν νά μιλᾶνε, πάλι ὑποψιάζεται ὅτι σταμάτησαν γι᾿ αὐτόν. Ἄν τοῦ πεῖ κανείς μιά κουβέντα, ὑποψιάζεται ὅτι τήν εἶπε ἐπίτηδες γιά νά τόν στενοχωρήσει. Καί μ᾿ ἕνα λόγο, σέ κάθε πράγμα ἔτσι ὑποψιάζεται τόν ἀδελφό του, λέγοντας:
«Γιά μένα τό ᾿ κανε αὐτό, γιά μένα τό ᾿ πε ἐκεῖνο. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἔκανε τοῦτο τό πράγμα».

Αὐτός εἶναι πού μέ τό νοῦ του λέει ψέματα. Γιατί δέν λέει τίποτα ἀληθινό, ἀλλά ὅλα εἶναι βασισμένα στίς ὑποψίες. Ἀπ᾿ αὐτό τό λόγο λοιπόν γενιοῦνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις. Τυχαίνει καμιά φορά νά ὑποψιαστεῖ κάποιος κάτι καί τά πράγματα ν᾿ ἀποδείξουν ὅτι ἦταν ἀληθινό. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, ἐπειδή θέλει νά διορθώσει τόν ἑαυτόν του, πάντοτε κινεῖται μέ καχυποψία καί περιέργεια, κάνοντας τήν ἀκόλουθη σκέψη:
«Ἄν μιλάει κανείς ἐναντίον μου κι ἐγώ τόν ἀκούσω, θά καταλάβω ποιό εἶναι τό σφάλμα πού μέ κατηγορεῖ καί θά διορθωθῶ».

Πρῶτα – πρῶτα λοιπόν, αὐτή ἡ προκατάληψη πού δέχεται στήν ψυχή του εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ. Γιατί ἄρχισε μέ τό ψέμα, δηλαδή, χωρίς νά ξέρει ὑποψιάστηκε αὐτό πού δέν ἤξερε. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κακό δέντρο νά κάνει καλούς καρπούς; Ἄν ὅμως θέλει νά διορθωθεῖ ἐντελῶς, ὅταν τοῦ πεῖ ὁ ἀδελφός: «Μήν τό κάνεις αὐτό» ἤ «γιατί τό ἔκανες ἐκεῖνο;» νά μήν ταραχθεῖ, ἀλλά νά βάλει μετάνοια καί νά τόν εὐχαριστήσει καί τότε θά διορθωθεῖ. Καί ἄν δεῖ ὁ Θεός ὅτι εἶναι τέτοια ἡ πρόθεσή του, δέν θά τόν ἀφήσει ποτέ νά πλανηθεῖ, ἀλλά ὁπωσδήποτε θά τοῦ στείλει τόν κατάλληλο ἄνθρωπο γιά νά τόν διορθώσει. Τό νά πεῖ ὅμως ὅτι:
Ἐπειδή θέλω νά διωρθωθῶ, πιστεύω στίς ὑποψίες μου καί κατά συνέπεια, συνηθίζω νά κρυφακούω καί νά περιεργάζομαι», αὐτό εἶναι μιά σκέψη πού τοῦ τή βάζει καί τή δημιουργεῖ ὁ διάβολος, θέλοντας νά τόν καταστρέψει.
Ὅταν κάποτε βρισκόμουνα στό κοινόβιο, εἶχα τόν πειρασμό νά προσπαθῶ νά συμπεράνω τήν ἐσωτερική κατάσταση κάποιου ἀπό τίς κινήσεις του. Μοῦ συνέβη λοιπόν ἕνα σχετικό γεγονός. Μιά φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μιά γυναίκα πού βάσταζε ἕνα σταμνί νερό, καί δέν κατάλαβα πῶς παρασύρθηκα καί πρόσεχα τά μάτια της. Ἀμέσως τότε μοῦ γεννήθηκε ὁ λογισμός ὅτι ἦταν πόρνη.

Μόλις λοιπόν μοῦ εἶπε αὐτό ὁ λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα καί τό ἀνέφερα στό Γέροντα, τόν Ἀββά Ἰωάννη, μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Γέροντα, ἄν χωρίς νά θέλω δῶ μιά κίνηση κάποιου καί συμπεράνω μέ τό λογισμό τήν κατάσταση πού βρίσκεται, τί πρέπει νά κάνω;»
Καί μοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Τί λοιπόν, δέν συμβαίνει πολλές φορές νά ἔχει κανείς κάποιο φυσικό ἐλάττωμα καί μέ πολύ ἀγώνα νά τό ξεπεράσει; Δέν μπορεῖς ἀπ᾿ αὐτό νά καταλάβεις τήν κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν νά μήν πιστεύεις στίς ὑποψίες σου, γιατί στραβός ὁδηγός καί τά ἴσια τά κάνει στραβά. Οἱ ὑποψίες εἶναι ψεύτικες καί βλάπτουν».
Ἀπό τότε καί ἄν ἀκόμα μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός γιά τόν ἥλιο ὅτι εἶναι ἥλιος, ἤ γιά τό σκοτάδι ὅτι εἶναι σκοτάδι, δέν τό πίστευα. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει τίποτα βαρύτερο ἀπό τίς ὑποψίες. Εἶναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας καί ἀρχίζουν νά μᾶς πείθουν νά νομίζουμε ὅτι βλέπουμε καθαρά, πράγματα πού οὔτε ὑπάρχουν οὔτε ἔχουν γίνει.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Θ΄.
Ἀββᾶ Δωροθέου (Ἀσκητικά)


0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top