Η θεραπευτική του φόβου: Ο φόβος του Θεού
 
(Jean Claude Larchet)

Ο φόβος και οι καταστάσεις που συνδέονται ενδεχομένως μ' αυτόν, όπως η δειλία, η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, η φο­βία, έχουν ουσιαστική σχέση, όπως είδαμε, με την προσκόλληση στα αισθητά αγαθά. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να θερα­πευτεί ο άνθρωπος απ’ αυτόν παρά μόνο αν (από)χωριστεί από τον κόσμο τούτο (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-ανδριάντες), αν αποθέσει όλη του τη μέριμνα στο Θεό, με σταθερή την ελπίδα, ότι μέσω της Πρόνοιάς Του, θα φροντίσει για όλες του τις ανάγκες.

Αυτό διδάσκει και ο ίδιος ο Χριστός:  «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλώμεθα; πάντα γάρ ταύτα τα έθνη επιζη­τεί· οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν. Μή ουν μερμνήσητε εις την αύριον» (Ματθ. 6, 31-34). Στην ίδια προοπτική ο Αγιος Ισαάκ ο Σύρος συμβουλεύει: «Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός πρόνοιάν σου ποιήται, τί μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων, και των της σαρκός σου χρειών; [...]. Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και Αυτός σε διαθρέψει. Και ου μη πτοηθής πτόησιν επερχομένην σοι», «έγγισον, φησίν, εις το ελπίσας εις εμέ, και αναπαύη εκ του έργου και του φόβου».

Η έλλειψη πίστης είναι, όπως είδαμε, η πρώτη πηγή του φόβου· αυτός υπάρχει λοιπόν σε καταστολή στην ψυχή του ανθρώπου κατά το μέτρο της πίστης του στο Θεό. Ο Ευάγριος παρατηρεί: «Πίστις ουκ εκκλίνουσα, [...] υποψίαν φό­βου ου δέχεται» (Κεφάλαια γνωστικά). Όποιος έχει ακλόνητη πίστη στο Θεό και την Πρόνοιά Του είναι βέβαιο ότι θα λάβει απ' Αυτόν σε κά­θε περίσταση βοήθεια και προστασία και δεν πρέπει πλέον να φοβάται ούτε τις συγκυρίες ούτε τους αντιπάλους ούτε ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο. 

Ο Απόστολος Παύλος υπεν­θυμίζει ότι «Αυτός γαρ είρηκεν· ου μη σε ανώ ουδ' ου μη σε εγκαταλίπω» και ότι «θαρρούντας ημάς λέγειν· Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι» (Εβρ. 13, 5-6). 

Ο Ψαλμωδός σημειώνει: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου· τίνα φοβη­θήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου· από τίνος δειλιάσω; [...]. Εάν παρατάξηται επ' εμέ παρεμβολή, ου φοβηθήσεται η καρδία μου» (Ψαλμ. 26, 1.3). «Εάν πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει» (Ψαλμ. 22,4). 

Και οι Παροιμίαι αναφέρουν: «Και ου φοβηθήση πτόησιν επελθούσαν, ουδέ ορμάς ασεβών επερχομένας· ο γαρ Κύριος έσται επί πασών οδών σου και ερείσει σόν πόδα, ίνα μη σαλευθής».

Μόνη της η πίστη δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο από το φόβο· ο Θεός είναι εκείνος που απαντώντας στην πίστη του, του προσφέρει τη βοήθειά Του και την αρωγή Του (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή, ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Ο Αγιος Ισαάκ Σύρος γράφει: «Εάν η καρδία γαλήνη μη έχη από του φόβου και τρόμου, τήνικαύτα νοείτω, και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί, και εμφαίνει, ότι ενδεής εστι πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. [...] Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστιν η σώζουσα».

Ο άνθρωπος οφείλει να ζητήσει τη βοήθεια τούτη μέσω της προσευχής, με την πίστη ότι ο Θεός μπορεί να του την πα­ράσχει και με την ελπίδα ότι θα του την προσφέρει. Πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο δραστικό και αποτελεσματικό φάρ­μακο είναι η «προσευχή του Ιησού» που στρέφεται εναντίον του φόβου και όλων των συγγενών παθών (δειλίας, τρόμου, άγχους, αγωνίας). 

Ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης συμβουλεύει: «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους· ου γαρ εστιν εν τω ουρανώ και επί της γης ισχυρότερον όπλον. Απαλλαγείς της νό­σου, [Σ.τ.μ.: Του φόβου και της δειλίας] ανύμνει τον λυτρωσάμενον· ευχαριστούμεος γαρ, εις αιώνας σκεπάσει σε» (Κλίμαξ). 

Και ο Ευάγριος παρατηρεί: «Ψόφους μεν και κτύπους και φωνάς και οικισμούς [Σ.τ.μ.: Προσβολές, βλάβες, βασανι­σμοί] εκ δαιμόνων ακούσεται ο καθαράς επιμελούμενος προσευχής, αλλ' ου συμπετείται [Σ.τ.μ.: Δεν θα πετάξει μαζί δηλ. δεν θα συμπορευτεί με τις προκλήσεις των δαιμόνων], ουδέ προδώσει τον λογισμόν λέγων προς τον Θεόν: "Ου φο­βηθήσομαι κακά, ότι συ μετ' εμού ει", και τα όμοια» (Περί προσευχής). Ο ίδιος επιπλέον διαπιστώνει: «Ούτινος ο νους δια παντός προς τον Κύριόν εστι και ο ζήλος αυτού της μνήμης πλήρης και η επι­θυμία αυτού όλη προς Αυτόν εκτείνεται, τούτω το τους έξω των σωμάτων ημών περιφερομένους πολεμίους ανυποτά­κτους όντος ου φοβείσθαι εγγύς εστί» (Κεφάλαια γνωστικά). 

Η καρδιακή προσευχή δίνει πραγματικά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να παραμένει μόνιμα ενωμένος με το Θεό και ν' αποκομίζει διαρκώς οφέλη από τη βοήθειά Του· οπότε πλέον καμιά αιτία φόβου δεν μπορεί να τον αιφνιδιάζει. «Είπεν γέρων: «Καθεύδοντός σου ή εγειρομένου, ή άλλο τι ποιούντος, εάν η ο Θεός προ οφθαλμών σου, εν ουδενί δύναταί σε ο εχθρός εκφοβήσαι, εάν δε ο λογισμός ούτος εμμείνη εν τω Θεώ, και η δύναμις του Θεού μενεί εν αυτώ» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι). Όσο μάλιστα η προ­σευχή του είναι καθαρότερη, τόσο λιγότερο βιώνει ο άνθρω­πος το φόβο. 

Γράφει ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Το σημείον δε, ότι ήψατο αυτού, [εστίν] ότι ουκ έτι ταράσσεται εάν πειράση αυτόν όλος ο κόσμος». [Σ.τ.μ.: Εάν συγκρουστεί]. Η εξαφάνιση του φόβου και των συναφών παθών προκύπτει στην περίπτωση τούτη ως αποτέλεσμα της συνεχούς παρου­σίας της θείας δύναμης στον άνθρωπο χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή. Είναι δυνατόν όμως ο άνθρωπος να λυτρωθεί από τα πάθη του και με κάποια ειδική προσευχή. 

Γράφει σχετικά ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης ότι με το αίτημα που διατυπώ­νουμε στο Χριστό μπορούμε να πάρουμε δύναμη βοήθεια για (ν' αντιμετωπίσουμε) όλες τις αγωνίες και τους φόβους μας. Ένα απόφθεγμα αναφέρει ότι «ηρώτησέ τις τον αββάν Θεόδωρον: "Εάν άφνω γένηταί τις πτώσις, και συ φοβή αββά"; Λέγει αυτώ ο γέρων: «Εάν κολληθή [Σ.τ.μ.: Απόδειξη ότι ισχύουν και έχουν γίνει κατανοητά αυτά, που αναφέρει πα­ραπάνω ο Άγιος Βαρσανούφιος είναι η αταραξία του αν­θρώπου έναντι κάθε πειρασμού, δοκιμασίας και επίθεσης από μέρους του κόσμου. Και γράφει αμέσως πριν ο Άγιος  «Οδηγεί εις [την τελείαν ευχήν] τον άνθρωπον [...], το έχειν τον νουν τω Θεώ παριστάμενον και λαλούντα αυτώ. Επιγινώσκεται δε η ευχή, όταν απαλλάσσηται ρεμβασμού και βλέπη ότι ευφραίνεται ο νους φωτισθείς εν Κυρίω» (Επιστο­λή, 79). Γίνεται κατανοητή λοιπόν από την παράθεση όλου του χωρίου, η αντίστροφα ανάλογη σχέση της τέλειας προ­σευχής και του φόβου) ο ουρανός τη γη, Θεόδωρος ου φοβείται". Ην γαρ δεηθείς του Θεού, ίνα αρθή απ' αυτού η δει­λία» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ,Αλφαβητική συλλογή, Θεόδωρος ο της Φέρμης).

Αντίστοιχα, η θεραπευτική του φόβου προϋποθέτει την απάρνηση του ιδίου θελήματος εκ μέρους του ανθρώπου και την ταπεινόφρονα συμπεριφορά. Έτσι σ' ένα αδελφό που ρωτάει: «πώς δύναμαι σωθήναι εις τον καιρόν τούτον, ότι λο­γισμός δειλίας ανέβη εις την καρδίαν μου;» ο Αγιος Βαρσα­νούφιος απαντά: «Κατά πάντα καιρόν εάν δύνηται ο άνθρω­πος κόπτειν το εαυτού θέλημα εν πάσι, και έχειν ταπεινήν καρδίαν [...], δύναται σωθήναι χάριτι Θεού· και όπου εάν η, ου κατακυριεύει αυτού η δειλία». 

Ο φόβος, όπως είδαμε, συνδέεται με την υπερηφανία· όσο περισσότερο ο άνθρωπος εμπιστεύεται τις δυνάμεις του, τόσο υποδουλώνεται στο συγκεκριμένο πάθος. Για να καταφέρει να το νικήσει με τη δύ­ναμη του Θεού, για να πάρει τη δύναμη αυτή και να την κρα­τήσει, ο άνθρωπος οφείλει ν' απαρνηθεί τον εαυτό του, ν' αναγνωρίσει την ανεπάρκειά του, αλλιώς η ενέργεια του Θε­ού δεν θα μπορέσει να βρεί πεδίο δράσης μέσα του.

Ο Άγιος Ισαάκ συνιστά σ' όποιον θέλει ν' απαλλαγεί από το φόβο να προσεύχεται κυρίως για την απόκτηση της ταπείνωσης: «Όσον [τις τας ευχάς] πληθύνει, ταπεινούται η καρδία [...]. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος, παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας. Διό­τι ευρίσκει δύναμίν τινα πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή».

Ο άνθρωπος είναι δυνατόν να νικήσει το φόβο και με την αγάπη, η οποία τον εκδιώκει, σύμφωνα με το λόγο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννου: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλά η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιωάν. 4, 18). Μετά τη διαπίστωση ότι «κατά το μέτρον της ελλείψεως [της αγά­πης], ενυπάρχει φόβος», ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης διδά­σκει σε συμφωνία με τον Άγιο Ιωάννη ότι «ο φόβου χωρίς, αγάπης πεπλήρωται» (Κλίμαξ). Αυτό έχει εφαρμογή στην αγάπη προς τον πλησίον: όποιος αγαπά τον αδελφό του δεν τον φοβάται πλέον. Αφορά όμως ουσιαστικότερα την προς τον Θεό αγάπη που αποκλείει όλες τις μορφές του εγκόσμιου φό­βου και ιδιαίτερα το φόβο του θανάτου, που συχνά βρίσκεται στην κορυφαία θέση (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). Μέσω της αγάπης του Θεού, ο άνθρω­πος δέχεται «δύναμιν τινά πεποιθήσεως», που νικά κάθε φό­βο (Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ, Λόγος). 

Ενώνεται μ' Αυτόν στον Οποίο υποτάσσονται τα πάντα και τίποτε δεν μπορεί να τον βλάψει (Πρβλ. ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή). Από τώρα και στο εξής, με την αγάπη, ο άνθρωπος ζει, σε στενή σχέση με το Θεό, απομακρυσμένος απ' όλα τα γήϊνα, τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά, - που μπορεί να υποδαυλίσουν το φόβο -, και απολαμβάνει τα πνευματικά αγαθά, τα οποία δεν είναι δυνα­τόν να του τα λεηλατήσει ή να του αφαρπάσει κάποιος. 

Ο Άγιος Βαρσανούφιος παρατηρεί: «Όσον ει μετά των ανθρώπων προσδόκησον θλίψεις και κινδύνους και προσβολήν των νοητών ανέμων, όταν δε φθάσης εις τα ητοιμασμένα σοι, τότε άφοβος έση».

Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι αν ο άνθρωπος οφείλει να τείνει στη θεραπεία του πάθους του φόβου, δεν πρέπει πάντως ν' απορρίπτει κάθε φόβο από την ψυχή του, διότι «ουχ ο πας φόβος πάθος» (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς). Υπάρχει, όπως είδαμε, ο ενάρετος φόβος, τον οποίο ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, ως μέσο σωτηρίας, και τον οποίο οι Πατέρες ονομάζουν για το λόγο τούτο «σωτήριον φόβον»· χρησιμοποιούν ακόμη και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Ο συγκεκριμένος φόβος συνι­στά αυτό που η ασκητική παράδοση ονομάζει «φόβον Θε­ού». Ο φόβος-πάθος πρέπει να εξαφανίζεται και να παρα­χωρεί τη θέση του στον ενάρετο φόβο. 

Και οι δύο μορφές του θεμελιώνονται πραγματικά στην ίδια φυσική τάση του ανθρώπου να φοβάται [Στοιχείο που επιτρέπει σε πολλούς Πατέρες να συμβουλεύουν: «Φοβηθώμεν τον Κύριον ως τα θηρία». Η διατύπωση αυτή χρησιμοποιείται ιδιαί­τερα από δύο από τους μεγαλύτερους δασκάλους της άσκησης: τους Αγίους Μακάριο Αιγύπτιο (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, Αιθίο­πες Πατέρες) και Ιωάννη Σιναΐτη (Κλίμαξ). Βλ. επίσης: ΑΠΟΦΘΕΓ­ΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Παράρτημα, ελληνική συλλογή]. Στην πρώτη περίπτωση όμως ανα­φέρεται σ' αυτό τον κόσμο, αντί ν' αναφέρεται στο Θεό, σύμ­φωνα με την επιθυμία της ίδια της φύσης του. Εναπόκειται στον άνθρωπο να τη μεταστρέψει και να την κατευθύνει και πάλι προς το Θεό. Οι δύο φόβοι αποκλείουν ο ένας τον άλλο, επειδή θεμελιώνονται στην ίδια ροπή: ο φόβος-πάθος απο­βάλλει το φόβο του Θεού και ο τελευταίος, όταν ο άνθρωπος τον αποκτά, αποβάλλει τον πρώτο. Να γιατί ένα από τα κύρια φάρμακα του φόβου-πάθους είναι ο φόβος του Θεού που, όταν βαθμιαία αυξάνει στον άνθρωπο, περιορίζει το πάθος καταλαμβάνοντας τη θέση του. Έτσι ο Σειραχίδης διαπιστώ­νει: «Ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται ου μη δειλιάση» (Σοφ. Σειρ. 34, 14). 

Και ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης [Σημ.: Στη συνάφεια αυτή, ο Άγιος Ιωάννης Σιναΐτης χαρα­κτηρίζει ως «άφοβον φόβον» την «τελείαν του θανάτου αίσθησιν», που εκτοπίζει κάθε άλλο φόβο από τον άνθρωπο], υπενθυμίζοντας το φόβο του Θεού γράφει ότι ο φόβος τούτος αποβάλλει κάθε άλλο φόβο (Κλίμαξ). Ο ίδιος παρατηρεί επι­πλέον: «Ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Περί προ­σευχής). 

Ο Αββάς Σεραπίων επισημαίνει ότι «ο άνθρωπος, εάν [...] προσέχη ενώπιον [του Θεού] εν φόβω πάση ώρα, ουδέν του εχθρού δύναται αυτόν εκφοβήσαι» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Σεραπίων). 

Από την πλευρά του ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος διαπιστώνει: «Ο φοβούμενος τον Θεόν δαιμόνων ορμάς ου φοβείται ουδέ τας ασθενείς εφόδους αυτών αλλ' ουδέ ανθρώπων πονηράς απειλάς» (Κεφάλαια διάφορα).

Ο φόβος του Θεού είναι δυνατόν να θεωρηθεί θεμελιώ­δης αρετή από πολλές επόψεις. Στην Αγία Γραφή συναντάμε συχνές νύξεις για την αρετή αυτή (Για την Καινή Διαθήκη, βλ.: Λουκ. 18,2.4· 23,40. Πράξ. 9,31· 10,2.22· 13,16.26. Ρωμ. 3,18. Β' Κορ. 5,11-7,1. Εφεσ. 5,21. Φιλιπ. 2,12. Α' Πέτρ. 1,17-2,17. Αποκ. 14,7· 15,4· 19,5), οι Πατέρες πάλι παρου­σιάζουν ως προϋπόθεση σωτηρίας το να τη διαθέτει ο άνθρωπος (Βλ. για παράδειγμα, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλ­λογή, Ευπρέπιος). 

Ο Άγιος Κασσιανός γράφει ότι αρχή της σωτη­ρίας μας και της σοφίας μας αποτελεί, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, «ο φόβος του Κυρίου». 

Και ο Άγιος Βαρσανούφιος αναφέρει: «Εάν μη έργοις φανερώσωμεν την μνήμην του φό­βου του Θεού και την εκ ταύτης κατάνυξιν, κατακρινόμεθα». 

Από την πλευρά του, ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος βεβαιώνει: «Αρ­χή της αληθινής ζωής του ανθρώπου, ο φόβος του Θεού».

Αντίστοιχες προς τις δύο βαθμίδες της αρετής αυτής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία) είναι και οι δύο μορφές του φόβου του Θεού (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ,Διδα­σκαλία):

α) Η πρώτη μορφή πηγάζει από το φόβο της θείας κρίσης, τόσο της παρούσας (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) όσο και της μέλλουσας [ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ηλίας: «Εγώ τρία πράγματα φοβούμαι: όταν μέλλη η ψυχή μου εξελθείν από του σώματος, και όταν μέλλω τω Θεώ απαντήσαι, και όταν μέλλη η απόφασις εξελθείν κατ' εμού»] και των βασά­νων που είναι δυνατόν να προκύψουν από αυτή (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκα­λία, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ,Ασμα ασμάτων, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙ­ΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). 

Περιγρά­φεται συχνά από τους Πατέρες με τη χρήση της λέξης «κόλασις». Δείξαμε αλλού ότι με τον όρο αυτό δεν πρέπει να κα­τανοείται η τιμωρία / ποινή που ένας εκδικητής και άσπλα­χνος Θεός θα επέβαλλε σ' όσους παραβαίνουν το νόμο Του, αλλά οι εσωτερικές οδύνες που συνδέονται με τη διακοπή της κοινωνίας με το Θεό και με τη στέρηση των θείων αγαθών. Ο ίδιος ο άνθρωπος καταδικάζει τον εαυτό του, με την αμαρτία, στα βάσανα αυτά· η θεία κρίση απλώς αποκαλύπτει το εύρος της αμαρτίας (Βλ. σχετικά ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Παιδαγωγός, ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ, Κατά αιρέσεων).

Η πρώτη αυτή μορφή είναι ο «εισαγωγικός φόβος», που χαρακτηρίζει τους αρχάριους (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος). Για το λόγο αυτό, έχει γραφεί: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10· πρβλ. Παροιμ. 1, 7 9,10).

Οι Πατέρες αναφέρουν ότι τρεις αιτίες είναι δυνατόν ν' αποστρέψουν τον άνθρωπο από το πονηρό και να τον ενώ­σουν με το Θεό: ο φόβος της τιμωρίας, η ελπίδα των μελλό­ντων αγαθών και η αγάπη προς το Θεό (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Όροι κατά πλάτος, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Δι­δασκαλία). 

Οι δύο πρώτες απο­τελούν ιδιότητα των ανθρώπων που αναζητούν την πρόοδο, [Σ.τ.μ.: Στον πνευματικό αγώνα]χαρακτηρίζουν ακόμη και τους δούλους(πρβλ. Γαλ. 4, 1). Η τρίτη είναι ίδιον του Θεού και όσων έχουν φθάσει στην ομοίωσή Του· χαρακτηρίζει τους τελείους στους οποίους συγκαταλέγονται όχι πλέον οι δούλοι Του, αλλά οι φίλοι Του και οι υιοί Του (πρβλ. Γαλ. 4, 7). 

Γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός: Αν λοιπόν κάποιους θέλει να φτάσει στην τελειότητα, ξεκινώντας από την πρώτη βαθμίδα, αυτή του φόβου, όντας κυριολεκτικά δουλοπρεπής, [...] θ' ανέλθει προοδεύοντας συνεχώς μέχρι τις υψη­λότερες οδούς της ελπίδας και κατόπιν από εκεί στην τρίτη βαθμίδα, αυτή της αγάπης [...]. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με ζήλο ν' ανέβουμε από το φόβο στην ελπίδα και από την ελπίδα στην αγάπη του Θεού και των αρετών.

Βλέπουμε ότι όταν οι Πατέρες επιβεβαιώνουν ότι η πρώτη μορφή του φόβου χαρακτηρίζει τους αρχάριους, εννοούν όσους δεν έχουν φτάσει ακόμη στην τελειότητα και δεν είναι ακόμη υγιείς. Επομένως τούτο το φόβο, ακόμη και όσοι έχουν προχωρήσει πνευματικά είναι δυνατόν και οφείλουν να τον δοκιμάζουν (Ο Άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΉΣ το επιβεβαιώνει συχνά και με ζωντανή ορολογία. Βλ. Κλίμαξ). Χωρίς δισταγμό, ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης λέγει προς τους μοναχούς του: «Ο εισαγωγικός φόβος της καταστάσεως ημών εστίν» (Διδασκαλία).

Ωστόσο, ο φόβος αυτός καλείται να καταργηθεί και να ξεπεραστεί στο πλήρωμα της αγάπης, όπως διδάσκει ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης: «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ιωάν. 14, 18). 

Στη συνέχεια ο Άγιος Μάξιμος γράφει: «Τον πρώτον φόβον έξω βάλλει η τελεία αγάπη της ψυχής της κε­κτημένης αυτήν, μηκέτι την κόλασιν φοβουμένην» (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, Πρβλ. ΙΩΑΝ­ΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Έτσι ο Μέγας Αντώνιος μπορεί να λέγει: «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν, αλλ' αγαπώ α[Α]υτόν. Η γαρ αγάπη έξω βάλλει τόν φόβον» (ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Αντώνιος).

Πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο με την τέλεια αγάπη, όπως υπογραμμίζουν σκόπιμα ο Απόστολος Άγιος Ιωάννης και οι Πατέρες,οδηγεί το φόβο αυτό στην υποχώρηση [Σ.τ.μ.: Και τελικά στην εξαφάνιση]. Όσο ο άνθρωπος δεν καθαρί­ζεται εντελώς από τα πάθη του, δεν αποκτά την απάθεια και δεν φθάνει στο πλήρωμα της αγάπης, ο φόβος διατηρεί το λό­γο της ύπαρξής του και αποδεικνύεται χρήσιμος. 

Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει με σαφήνεια: «Ο μεν φόβος των έτι καθαριζομένων εστί δικαίων μετά μεσότητος αγάπης· η δε τελεία αγάπη των ήδη καθαρισθέντων, εν οις ουκ έστι φό­βος· "η γαρ τελεία αγάπη", φησίν [η Γραφή], "έξω βάλλει τον φόβον" (Α' Ιωάν. 4, 18). [...]. Δια τούτο πη μεν λέγει η Γρα­φή, «φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού» (Ψαλμ. 33, 10)· πη δε, «αγαπήσατε τον Κύριον πάντες οι όσιοι αυτού" (Ψαλμ. 30, 24)· ίνα μάθωμεν σαφώς, ότι των μεν έτι καθαριζομένων δικαίων εστίν ο φόβος του Θεού, μετά μεσότητος, ως είρηται, αγάπης· των δε καθαρισθέντων η τελεία αγάπη. Εν οις ουκ έστιν έτι έννοια φόβου τινός, αλλ' έκκαυσις άπαυστος και κόλλησις της ψυχής προς τον Θεόν, δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος» (Λόγος ασκητικός).

Όσο η αγάπη δεν έχει φτάσει στην τελείωσή της, ο φόβος έχει λόγο ύπαρξης: συμβάλλει κατά μεγάλο μέρος στην κά­θαρση του ανθρώπου και στην εν συνεχεία απόκτηση της απάθειας, η οποία προϋποθέτει την τελείωση τούτη. Τούτο συμβαίνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι χωρίς προηγουμένως να έχει αποκτήσει το συγκεκριμένο φόβο (η απόκτησή του εξάλλου αφεαυτής συνεπάγεται την κά­θαρση σε κάποιο βαθμό), ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να φτάσει στην τέλεια αγάπη. 

Κατηγορηματική είναι η διαβε­βαίωση του Αγίου Ισαάκ, που εντοπίζει ιδιαίτερα στο φόβο το δείκτη και τον οδηγό της μετάνοιας, το κυριότερο όργανο της κάθαρσης της ψυχής: «Ώσπερ ου δυνατόν εστι περάσαι την θάλασσαν την μεγάλην χωρίς πλοίου και καράβου, ούτως ου δύναταί τις περάσαι χωρίς φόβου προς την αγάπην. Την θάλασσαν την οζομένην την τεθείσαν μεταξύ ημών και του νοερού παραδείσου, δια καράβου της μετανοίας παρελθείν δυνάμεθα της εχούσης τους κωπηλάτας του φόβου. Εάν δε οι κωπηλάται ούτοι του φόβου ου κυβερνώσι το πλοίον τούτο της μετανοίας, δι' ης διερχόμεθα την θάλασσαν του κόσμου τούτου προς τον Θεόν, καταποντιζόμεθα εν τη οζομένη θαλάσση· η μετάνοια εστί το πλοίον· ο φόβος δε, ο κυβερνήτης αυτού, η αγάπη, ο λιμήν ο θεϊκός». 

Από την πλευρά του ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι «δια [τον φόβον] [...] η απά­θεια, εξ ής η αγάπη, κατά τάξιν ημίν εγγίνεται» (Αγάπης εκατοντάς). 

Και ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής γράφει σχετικά, ακόμη σαφέστε­ρα: «Ουδείς δύναται μη πρότερον φοβηθείς τον Θεόν εν αισθήσει καρδίας, αγαπήσαι αυτόν εν όλη καρδία· δια γαρ της ενεργείας του φόβου αγνιζομένη και απαλυνομένη ώσπερ η ψυχή, εις αγάπην ενεργουμένην έρχεται· ουκ αν δε τις εις φόβον έλθη Θεού τω ειρημένω τρόπω, ει μη πασών των βιοτικών έξω γένηται φροντίδων. Ότε γαρ εν ησυχία πολλή και αμεριμνία γένηται ο νους, τότε αυτώ οχλεί ο φόβος του Θεού, καθαρίζων αυτόν εν αισθήσει πολλή από πάσης της γεώδους παχύτητος· ιν' ούτως αυτόν εις πολλήν αγάπην αγάγη της αγαθότητος του Θεού» (Λόγος ασκητικός). Και καταλήγει στο συμπέρασμα  «Έστω ουν ημίν εις καύχημα καυχημάτων άπαυστον, πρώτον μεν ο φόβος του Θεού· λοιπόν δε η αγάπη το πλήρωμα του νόμου της εν Χριστώ τελειότητος» (Λόγος ασκητικός).

Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υπογραμμίζει πάλι τον κα­θοριστικής σημασίας παιδευτικό και καθαρτικό ρόλο του φόβου και εντοπίζει σ' αυτόν την αρχή και την προϋπόθεση της προσέγγισης στην αγάπη και επομένως στην ίδια τη θεω­ρία του Θεού: «Της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας [...], αρχή μεν [εστιν] ο φόβος του Θεού (πρβλ. Παροιμ. 1, 7), παρ' ού δέησις [...] συνεχής προς τον Θεόν γεννάται εν τη κατανύξει και η των ευαγγελικών θεσπισμάτων φυλακή. Δια τούτων δε καταλλαγής γεγονυίας προς Θεόν, ο φόβος εις αγάπην με­ταβάλλει και το της ευχής οδυνηρόν εις τερπνόν μετενεχθέν του φωτισμού το άνθος ανατέλλει» (Τριάδες). 

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύ­ρος διδάσκει ότι ο φόβος είναι η αναγκαία και ικανή προϋ­πόθεση της τελειότητας του ενάρετου βίου, της αγάπης και της γνώσης του Θεού και συνεπώς η πνευματική οδός που «υποχρεώνονται» ν' ακολουθήσουν όσοι θέλουν να καταφέρουν το στόχο: «Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών. Προηγείται δε αμφοτέρων ο φό­βος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πας τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τας τελευταί­ας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απωλείας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αυτή γαρ εστίν η οδός του Κυρίου. Ότι αύται [Σ.τ.μ.: Η εργασία των αρετών και η πνευματική γνώση] υπ' εκείνων [Σ.τ.μ.: Το φόβο και την αγάπη] γεννώνται».

β) Η δεύτερη μορφή του φόβου είναι σύμφυτη με την τέ­λεια αγάπη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Απορρέει από την αγάπη του Θεού, ενώ το πρώτο είδος του φόβου εκτοπίζεται από αυτή. Είναι ο φόβος της αποκοπής ή της απομάκρυνσης από το Θεό, ο φόβος της στέρησης της «δια την αγάπην παρρησίας». 

Όπως προσ­διορίζει ακριβέστατα ο Κλήμης Αλεξανδρέας «φοβείται τις ου τον Θεόν, αλλά το αποπεσείν του Θεού» (Στρωματείς). «Ούτός εστιν», εξηγεί ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης, «ο έχων την αληθινήν αγά­πην, ην λέγει ο Άγιος [Σ.τ.μ.: Ο Απόστολος και Ευαγγελι­στής Ιωάννης (Α' Ιωάν. 4, 18)] «τελείαν», και αύτη η αγάπη φέρει αυτόν εις τον τέλειον φόβον. Φοβείται γαρ ο τοιούτος και φυλάττει το θέλημα του Θεού, [...] αλλ' ώσπερ είπομεν γευσάμενος αυτής της γλυκύτητος του είναι μετά του Θεού, φοβείται μη εκπέση αυτής, φοβείται μη στερηθή αυτής» (Διδασκαλία). 

Ο Άγιος Ιωάννης Κασσιανός περιγράφει διεξοδικότατα το φόβο, αναφέροντας τα χωρία της Αγίας Γραφής που κάνουν σχετική μνεία αυτού: Θεμελιωμένος στην τελειότητα της αγά­πης, θ' ανέλθει στην αμέσως υψηλότερη και ανώτερη βαθμίδα, το φόβο της αγάπης. Αυτός δεν γεννάται από τη φρίκη ή τον τρόμο της κόλασης ούτε από την επιθυμία της ανταμοι­βής, αλλά από το ίδιο το μεγαλείο της αγάπης. Πρόκειται για το φόβο που προκύπτει ως κράμα του σεβασμού και της τρυ­φερής αγάπης που εκδηλώνει ο γιος για τον πατέρα τον γεμάτο επιείκεια, ο αδελφός για τον αδελφό του, ο φίλος για το φίλο του, η σύζυγος για το σύζυγό της. Δεν υποχωρεί ούτε στα κτυπήματα ούτε στις κατηγορίες· φοβάται μόνο να μη πληγώσει την αγάπη, μη προκαλέσει ακόμη και το μικρότερο και πιο επιπόλαιο τραύμα. Σε κάθε πράξη, ακόμη και σε κά­θε λόγο, τον βλέπουμε σταθερά έκπληκτο από στοργή και ευαισθησία, με τρόμο μήπως η θέρμη και ο ζήλος της αγάπης χλιαρύνουν, έστω και ελάχιστα.

Η δεύτερη αυτή μορφή του φόβου εμφανίζεται έτσι ως ο «τέλειος φόβος» [Βλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ (Διδασκαλία) του οποίου η σχετι­κή διδασκαλία αντιστοιχεί σε κάποιο βαθμό με την αντίστοιχη του Αγίου Ιω­άννου Κασσιανού], «των αγίων [...] των τελειωθέντων, των φθασάντων, εις το μέτρον της αγίας αγάπης». Οι άγιοι, πα­ρατηρεί ο Αγιος Δωρόθεος Γάζης, «ουκ έτι δια φόβον κολάσεως [...] ποιούσι το θέλημα του Θεού, αλλά αγαπώντες, [...] φοβούμενοι ποιήσαι τι παρά το θέλημα του αγαπητού [...]. [Οι άγιοι] ουκ έτι γαρ από φόβου ποιούσιν, αλλ' έκ του αγαπάν φοβούνται». 

Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός και πά­λι, επισημαίνει ότιτους αγίους, και όχι τους αμαρτωλούς κα­λούν οι προφητικοί λόγοι να φοβούνται: «Φοβήθητε τον Κύριον πάντες οι άγιοι αυτού», λέγει ο Ψαλμωδός, «ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις α[Α]υτόν» (Ψαλμ. 33, 10). Τόσο βέβαιο είναι ότι δεν χάνει τίποτε από την τελειότητα εκείνος που φοβάται τον Κύριο με τέτοιου είδους φόβο. [...]. Για το φόβο της αγάπης κάνει λόγο και ο προφήτης, όταν περιγράφει το επτάμορφο Πνεύμα που κατέρχεται ανενδοία­στα στο Θεάνθρωπο κατά την οικονομία της Ενανθρωπήσεως: «Και αναπαύσεται», λέγει, «επ’ α[Α]υτόν πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας» (Ησ. 11, 2), και κατόπιν στο τέλος, ως επιστέγασμα όλων αυτών των δωρεών: «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. 11, 3). Σχετικά με το στίχο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως να λάβουμε υπόψη ότι ο προφήτης δεν λέγει: «Και πνεύμα φόβου Θεού αναπαύσεται επ' α[Α]υτόν», όπως είχε κάνει με τις προηγού­μενες δωρεές, αλλά «εμπλήσει α[Α]υτόν πνεύμα φόβου Θε­ού». Και τούτο το Πνεύμα ξεχειλίζει πραγματικά με τέτοια αφθονία, ώστε να καταλαμβάνει μια ψυχή ολοκληρωτικά και όχι μόνο τμηματικά. Είναι λογικό. Καθώς γίνεται ένα με την αγάπη που ποτέ δεν θα εκλείψει, όχι μόνο πληρώνει [Σ.τ.μ.:Γεμίζει], αλλά κατέχει αχώριστα και για πάντα αυτή [Σ.τ.μ.: Την ψυχή] που έχει κατακτήσει [...]. Τέτοιας φύσης είναι ο φόβος των τελείων, για τον οποίο έχει λεχθεί, ότι εκπλήρωσε το Θεάνθρωπο [Σ.τ.μ.: Αναφορικά με την αγωνία του Θεανθρώπου στη Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του]. Αυτόν που δεν ήλθε μόνο για να μας εξαγοράσει, αλλά και γιατί έπρεπε να μας δώσει «εν τω προσώπώ Του» υπογραμμό της τελειότητας και υπόδειγμα των αρετών (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ).

Μόνο ο Άγιος Δωρόθεος Γάζης επιμένει στο σημείο αυτό· κανείς δεν είναι σε θέση να πετύχει τον τέλειο φόβο χω­ρίς να έχει προηγουμένως γνωρίσει την πρώτη μορφή του: «Αδύνατον έστιν ελθείν τον τέλειον φόβον, ει μη δια του εισαγωγικού», «λέγει γαρ: "Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου" (Ψαλμ. 110, 10), και πάλιν λέγει: "Αρχή και τέλος εστίν ο φό­βος του Θεού" (πρβλ. Παροιμ. 1, 7· 9, 10· 22, 4)».

Η αναζήτηση της απόκτησης του εισαγωγικού φόβου αρμόζει επίσης και για εκείνον που δεν έχει φτάσει ακόμη στην υγεία μέσα από την απάθεια ούτε στην τελειότητα μέσα από την αγάπη. Γιατί αντίθετα με το φόβο - πάθος, ο φόβος του Θεού δεν έρχεται αυτόματα, δεν είναι αυτοφυής [Σ.τ.μ.: Αυθόρμητος, αυτόματος, εγγενής] στον άνθρωπο, αλλά απο­τελεί μια αρετή για την οποία οφείλει ν' αγωνιστεί σκληρά προκειμένου να την αποκτήσει με τη βοήθεια του Θεού. Γι' αυτό σε άλλο σημείο γίνεται το αντικείμενο εντολής: «Τον Θεόν φοβού [...] ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. 12, 13)· «Μετά φόβου και τρόμου την εαυτών σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλιπ. 2, 12)· «Εν φόβω τον της παροικίας υμών χρόνον αναστράφητε» (Α' Πέτρ. 1, 17). Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην οδό της «πράξεως», χωρίς να «τροφοδοτείται» μόνιμα από τη συγκεκριμένη εσωτερική διάθεση, όπως παρουσιάζει με εικόνες ο Άγιος Βαρσανούφιος: «Όταν θέλη τις αποδημήσαι, φορεί τα υποδήματα. [...] Από της σαρκικής προετοιμασίας οφείλει νοήσαι την πνευματικήν και λαβείν τα πνευματικά υποδήματα, τουτέστι την ετοιμασίαν του φόβου του Θεού, και μνησθήναι ότι πάντα κατά φόβον του Θεού, οφείλει διαπράξασθαι» (Επιστολή). 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top