Στις πρόσφατες δηλώσεις της Α.Θ.Π του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου αναφορικά με την ουκρανική αυτοκεφαλία, απαντούν με ανακοίνωσή τους οι Αρχιερείς της Κύπρου, οι οποίοι αντέδρασαν στην πράξη του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου να μνημονεύσει τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Επιφάνιο.
«Με πολύ σεβασμό σας εκφράζομεν την θλίψιν μας διά την αναφοράν σας σε μας, ότι η διαφωνία μας με την απόφασιν του Μακαριωτάτου Προκαθημένου της αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, σχετικά με το Αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ουκρανίας, «αποκαλύπτουν όχι την ευαισθησίαν μας διά την εκκλησιολογίαν, την κανονικήν τάξιν και την ενότητα της Ορθοδοξίας, αλλά μάλλον την αδιαφορίαν μας δι’ αυτήν, χάριν αλλοτρίων σκοπιμοτήτων»» τονίζουν στην ανακοίνωσή τους οι Μητροπολίτες Λεμεσού κ. Αθανάσιος, Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρος, Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐας και ο Επίσκοπος Αμαθούντος κ. Νικόλαος
Απεθυνόμενοι προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη τονίζουν: Η αναφορά σας, ότι: «Το Ουκρανικόν αυτοκέφαλον αποτελεί τετελεσμένον εκκλησιαστικόν γεγονός και η μόνη εκκλησιολογικώς συνεπής στάσις είναι η αναγνώρισίς του εκ μέρους και των λοιπών αδελφών Ορθοδόξων Προκαθημένων, όπως συνέβη με τα αυτοκέφαλα όλων των νεωτέρων αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών, από εκείνου της Εκκλησίας της Ρωσίας και εφεξής», δεν μας ευρίσκει σύμφωνους, αφού ουδείς εκ των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών παρέστη εις την ενθρόνισιν του Επιφανίου, αλλά και μέχρι σήμερα μόνον δύο τοπικαί Εκκλησίαι τον αναγνώρισαν. Ωστόσο και η εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Κύπρου αναγνώρισίς του αποτελεί πράξιν αυθαίρετον και αντικανονικήν».
«Τα ανωτέρω εγγράφησαν με την ευθύνην της Αρχιερατικής μας συνειδήσεως και του προσήκοντος σεβασμού μας προς το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον μας» καταλήγει η ανακοίνωση.
ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ
ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ
Παναγιώτατε,
Μέ πολύ σεβασμό σᾶς ἐκφράζομεν τήν θλῖψιν μας διά τήν ἀναφοράν σας σέ μᾶς, ὅτι ἡ διαφωνία μας μέ τήν ἀπόφασιν τοῦ Μακαριωτάτου Προκαθημένου τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, σχετικά μέ τό Αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, «ἀποκαλύπτουν ὄχι τήν εὐαισθησίαν μας διά τήν ἐκκλησιολογίαν, τήν κανονικήν τάξιν καί τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά μᾶλλον τήν ἀδιαφορίαν μας δι’ αὐτήν, χάριν ἀλλοτρίων σκοπιμοτήτων».
Παναγιώτατε, ἐκφράζομεν τήν ἀπορίαν μας, ἐάν τελικά ἔχωμεν τό δικαίωμα, ὡς Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, νά διατυπώνωμεν τάς ἀπόψεις μας ἐλεύθερα καί ἄφοβα, ἔστω καί ἄν ἀκόμη εἶναι διαφορετικαί ἀπό τάς ἀπόψεις τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μας. Εἶναι ὀρθόν καί συνᾷδον μέ τήν ἱεράν παρακαταθήκην τοῦ Ἱεροῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ, διά τοῦ ὁποίου διοικοῦνται ὅλαι αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, ἐάν κάποιοι Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς διαφωνοῦν, νά δέχωνται ὕβρεις καί προπηλακισμούς καί ἐκφράσεις προσβλητικάς, ἐπειδή ἔχουν ἄλλην γνώμην σέ κάποιον θέμα μέ τόν Προκαθήμενόν τους;
Ἤ, πάλιν, εἶναι ὀρθόν ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐν ἀπολύτῳ ὁμοφωνίᾳ νά ἀποφασίζῃ κάτι ἐπί σοβαροῦ θέματος καί αἴφνης ὁ Προκαθήμενος νά περιφρονῇ καί νά καταργῇ ὅλην τήν Ἱεράν Σύνοδον καί νά πράττῃ τελείως διαφορετικά; Ποῦ στέκει τότε ὁ 34ος ἱερός Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος λέγει: «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τοῦ ἐν αὐτοῖς πρῶτον καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης… Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος (ὁ Προκαθήμενος) ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι· οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός διά Κυρίου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα».
Ὅσον διά τούς ἀλλοτρίους σκοπούς, τούς ὁποίους τυχόν ἐξυπηρετοῦμεν ἐν γνώσει μας, νομίζομεν, ὅτι ἡ μέχρι τοῦδε παρουσία καί ὑπηρεσία μας ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ μας μαρτυρεῖ τήν ποιότητα τῆς ὅλης διακονίας μας καί τό ἀδιάβλητον τοῦ ἤθους μας.
Ἡ ἀναφορά σας, ὅτι: «Τό Οὐκρανικόν αὐτοκέφαλον ἀποτελεῖ τετελεσμένον ἐκκλησιαστικόν γεγονός καί ἡ μόνη ἐκκλησιολογικῶς συνεπής στάσις εἶναι ἡ ἀναγνώρισίς του ἐκ μέρους καί τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων, ὅπως συνέβη μέ τά αὐτοκέφαλα ὅλων τῶν νεωτέρων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπό ἐκείνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καί ἐφεξῆς», δέν μᾶς εὑρίσκει σύμφωνους, ἀφοῦ οὐδείς ἐκ τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν παρέστη εἰς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ Ἐπιφανίου, ἀλλά καί μέχρι σήμερα μόνον δύο τοπικαί Ἐκκλησίαι τόν ἀναγνώρισαν. Ὡστόσο καί ἡ ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου ἀναγνώρισίς του ἀποτελεῖ πρᾶξιν αὐθαίρετον καί ἀντικανονικήν.
Ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὡς Προκαθήμενος τοῦ Πρώτου Θρόνου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «πρῶτος μεταξύ ἴσων» (primus inter pares), ἕνα πρωτεῖον, τό ὁποῖον δέν εἶναι «πρωτεῖον ἐξουσίας», ἀλλά «πρωτεῖον εὐθύνης καί διακονίας» διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθήν πίστιν καί τήν ἀγάπην. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης εἶναι καί πρέπει πάντοτε νά εἶναι ὁ διαχρονικός φύλακας καί ἐγγυητής, τόσον τῆς κανονικῆς τάξεως ὅσον καί τῆς αὐθεντικῆς λειτουργίας τοῦ Ὀρθοδόξου Συνοδικοῦ καί Ἱεραρχικοῦ Συστήματος. Ἔργον ἰδικόν του εἶναι ὁ συντονισμός τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς κρίσιμα θέματα διορθοδόξου ἐνδιαφέροντος.
Τά ἀνωτέρω ἐγγράφησαν μέ τήν εὐθύνην τῆς Ἀρχιερατικῆς μας συνειδήσεως καί τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ μας πρός τό σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μας.
Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος
Μητροπολίτης Κύκκου καί Τηλλυρίας Νικηφόρος
Μητροπολίτης Ταμασοῦ καί Ὀρεινῆς Ἠσαΐας
Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Νικόλαος
Λευκωσία, 4 Νοεμβρίου 2020
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου