Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ



Αριθ. Πρωτ. 621

Ὁσιώτατοι Επιστάται καὶ  ̓Αντιπρόσωποι της Κοινότητος τοῦ  ̔Αγίου Ὄρους, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ τῆς ἡμῶν Μετριότητος, χάρις εἴη τῇ ὑμῶν Ὁσιότητι καὶ εἰρήνη παρά Θεοῦ.

Μετὰ μεγάλης ἐκπλήξεως καὶ λύπης ἀνέγνωμεν τὸ ἀπὸ τῆς ια/κδ Μαΐου γράμμα τῆς ἀγαπητῆς ἡμῖν οσιότητος ὑμῶν, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδίδε τε εἰς τὴν προσφώνησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος πρὸς τὴν Ῥωμαιοκαθολικὴν  ̓Αντιπροσωπείαν, κατὰ τὴν Θρονικὴν Ἑορτὴν τῆς λ ́ Νοεμβρίου αϡϞή ἔννοιαν τὴν ὁποίαν οὐδόλως ἔχει, ὅπως πᾶς ἐκκινῶν «μὲ καλὸν λογισμόν» (κατὰ τὴν ὑπόδειξιν Ὁσίου καὶ μακαριστοῦ συνασκητοῦ ὑμῶν) δύναται εὐχερῶς νὰ κατανοήσῃ. Μόνον ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἐκκινεῖ μὲ τὴν προκατάληψιν, ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ενδίδει εἰς τὰς ῥωμαιοκαθολικὰς ἀπόψεις καὶ κατά τινα τρόπον προδίδει τὰς ὀρθοδόξους θέσεις είναι δυνατὸν νὰ παρασυρθῇ καὶ νὰ ἀποδώσῃ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ τὰς ἐννοίας, τὰς ὁποίας καὶ ὑμεῖς ἀποκρούετε. Αλλ' ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης οὐδ ̓ ἐπὶ στιγμὴν διενοήθη ἢ εἶπέ τι τὸ ἀντίθετον τῶν παγίων καὶ ἀμετακινήτων, διαυγῶν ὡς τὸ κρύσταλλον καὶ ἀκραιφνῶς ὀρθοδόξων θέσεων.

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης διεκήρυξεν ευτόλμως κατὰ τὴν ὁμιλίαν αὐτοῦ εἰς τὸ Ῥωμαιοκαθολικόν Πανεπιστήμιον του Georgetown τὴν και Οκτωβρίου αϡϞζ΄ ὅτι: «Ἔχει πλέον ἐμπεδωθῇ ἡ πεποίθησις ἐπὶ τὴν διαφορετικότητα καὶ μάλιστα, εὑρισκόμενοι ἤδη εἰς τὸν σταθμὸν μιᾶς χιλιοχρόνου ἐν διαστάσει καὶ ἐν αὐτονομία πορείας, διαπιστοῦμεν, ὄχι βεβαίως μετ ̓ ἐκπλήξεως ἀπροσδοκήτου, ἀλλ ̓ οὔτε καὶ μετ ̓ ἀδιαφορίας, ὅτι ὄντως ἡ μεταξὺ ἡμῶν (δηλαδὴ τῶν ῥωμαιοκαθολικῶν καὶ τῶν ὀρθοδόξων) ἀπόκλισις διαρκῶς μεγενθύνεται καὶ ὅτι τὸ τέρμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὁδηγοῦν οἱ δρόμοι ἡμῶν, προοιωνίζεται διαφορετικόν.

Ὁ τρόπος καθ ̓ ἂν ὑπάρχομεν ἔχει καταστῇ ὀντολογικώς διάφορος, Ἐὰν δὲν ἐπιτευχθῇ ἡ ὀντολογική μεταμόρφωσις καὶ μεταστοιχείωσις ἡμῶν (δηλαδὴ ὑμῶν) πρὸς ἐν κοινὸν πρότυπον ζωῆς, οὐχὶ βεβαίως ἁπλῶς μορφολογικῶς, ἀλλ ̓ εἰς βάθος ουσιαστικῶς, δὲν εἶναι δυνατή ή ενότης ἡμῶν καὶ ή συνακόλουθος αἴσθησις αὐτῆς. Οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι τὸ πρότυπον πάντων ἡμῶν εἶναι τὸ πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ποίον; Οὐδεὶς ἀγνοεῖ ὅτι ἡ μετ ̓ Αὐτοῦ συσσωμάτωσις ἐπιτυγχάνεται ἐντὸς τοῦ σώματος Αὐτοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Αλλά ποίας;

Ἐκ τῆς διαφόρου απαντήσεως εἰς τὰ βασικὰ ταῦτα ἐρωτήματα προκύπτει ἡ ἀποκλίνουσα ἀπ ̓ ἀλλήλων πορεία ήμῶν...

...δὲν κενολογοῦμεν συζητοῦντες περὶ διανοητικών εννοιών, μὴ ἐπηρεαζουσῶν τὴν ζωὴν ἡμῶν, ἀλλὰ συζητοῦμεν περὶ τῆς οὐσίας τοῦ ὄντως Ὄντος, πρὸς τὴν ὁποίαν χάριτι Θεοῦ ζητοῦμεν ὅπως ἀφομοιωθώμεν...

...ἡ τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος ἀλλοίωσις, ἡ κατὰ χάριν θέωσις, εἶναι γεγονός ἁπτὸν καὶ ἀναγνωρίσιμον πᾶσι τοῖς Ὀρθοδόξοις πιστοίς...

Ὥστε, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν ζῇ εἰς τὸν χῶρον τῶν θεωρητικών καὶ ἐννοιοκρατικών συζητήσεων, ἀλλ ̓ εἰς τὸν χῶρον μιᾶς ουσιαστικῆς καὶ εμπειρικώς βιουμένης καὶ χάριτι βεβαιούσης τὴν καρδίαν (Εβρ. 13,9) πραγματικότητος, τὴν ὁποίαν οὐδὲν λογικὸν ἢ ἐπιστημονικὸν ἢ ἄλλης τυχόν φύσεως ἐπιχείρημα δύναται νὰ θέση ἐν ἀμφιβόλω.

Ἐπὶ τῆς αὐτῆς τροχιᾶς κινεῖται καὶ ἡ ἀντίληψις ἡμῶν περὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἡ Ἱερά Παράδοσις... είναι πρωτίστως ἡ ζῶσα καὶ ουσιαστική μετάδοσις τῆς ζωῆς καὶ τῆς χάριτος, δηλαδή μιας ουσιαστικῆς καὶ ψηλαφητῆς πραγματικότητος, ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μετάδοσις αὐτή, ἡ κυκλοφορία τῶν χυμῶν τῆς ζωῆς ἀπὸ τοῦ δένδρου εἰς τὸν κλάδον, ἀπὸ τοῦ σώματος εἰς τὸ μέλος, ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν πιστόν, προϋποθέτει τὸν ἐγκεντρισμὸν εἰς τὴν καλλιέλαιον (Ρωμ. 11, 23-25), τὴν ἐνσωμάτωσιν εἰς τὸ σῶμα (Ρωμ. 12,5, Α' Κορ.10, 16-17, 12, 12-27).

Ἡ εἴσοδος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν δὲν εἶναι μία πρᾶξις τυπικής καταχωρήσεως ἑνὸς προσώπου εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελῶν ἑνὸς συνόλου, εἶναι ἡ ὀντολογικὴ ἀναγέννησις τοῦ προσώπου εἰς ἕνα νέον κόσμον, τὸν κόσμον τῆς χάριτος, ἀπὸ τῆς ὁποίας καὶ ἐφ ̓ ἑξῆς τρέφεται καὶ ἐν τῇ ὁποία ἀναπτύσσεται τὸ νέον αὐτοῦ σῶμα, τὸ ὁποῖον, ἀλλοίας ὑφῆς ὂν ἐν σχέσει πρὸς τὸ σάρκινον σῶμα αὐτοῦ, εἶναι πλέον συμφυές πρὸς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον διὰ τοῦ βαπτίσματος ἐνεδύθη...

Ἡ τοιαύτη οντολογική θεώρησις πάσης τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀποτελεί ουσιώδες στοιχεῖον τῆς ἐμπειρίας τῆς  ̓Ανατολικής Ορθοδόξου Ἐκκλησίας. Η ανταύγεια τοῦ φωτὸς τούτου φωτίζει πάντα τα θέματα τῆς εκκλησιαστικῆς καὶ τῆς προσωπικῆς ζωῆς ἐν αὐτῇ. Αἱ μωραὶ ζητήσεις δὲν συγκινούν...

Αὐτὴ εἶναι ἡ θεμελιώδης στάσις. Η κατανόησις αὐτῆς ἀνοίγει τὴν θύραν τῆς ἐπικοινωνίας, κάνει τὸν διάλογον ἐφικτόν.

Ἡ τοιαύτη ὀντολογικὴ στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁδηγεῖ καὶ τὰς ἐπὶ διαφόρων θεμάτων στάσεις αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι άλλως είναι δυσεξήγητοι...

Ἕναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν συνειδητῶς μίαν ἀποκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς δόξης δοξασίαν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνιστᾷ διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν, δηλαδὴ περιωρισμένον διάλογον καὶ μετὰ παραίτησιν, ἤτοι ἐγκατάλειψιν, διότι πλέον ἡ ἀποκλίνουσα πορεία ὡδήγησεν εἰς μὴ ἀναστρέψιμον ἐκτροπὴν (Τιτ.3,10). Τοῦτο βεβαίως δὲν ἰσχύει ἐπὶ τῶν αἰτούντων λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, ἔναντι τῶν ὁποίων ὀφείλομεν ὅπως εἴμεθα ἕτοιμοι πάντοτε πρὸς ἀπολογίαν, κἂν μυριάκις ἐρωτηθῶμεν (Α' Πετρ.3,15). Δι' ὃ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι πάντοτε ἀνοικτὴ εἰς πάντα καλόπιστον διάλογον, ἀρνεῖται δὲ νὰ συμμετάσχῃ εἰς προγραμματισμένους διαξιφισμούς...

Ἡ φύσις τῆς Ἐκκλησίας, θεωμένη ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ὀντολογικής τοποθετήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, είναι μία πραγματικότης, ἡ ὁποία γνωρίζεται βιωματικῶς καὶ ὄχι περιγραφικώς... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα ἡμῶν... δὲν εἶναι εἰς ἰδεατὸς ὀργανισμός, μία κατὰ πλάσμα δικαίου νομικὴ προσωπικότης, μία συνάθροισις πιστῶν, ἓν ἐγκόσμιον καθίδρυμα ἢ δημιούργημα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ κεκλημένοι Αὐτοῦ, ἐνσωματωμένοι μετ ̓ Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας.

Η σύλληψις τῆς ἐννοίας αὐτῆς, καθ ̓ ὃ μέρος είναι δυνατή, προϋποθέτει βίωσιν τῆς πραγματικότητος αὐτῆς. Τουτέστι μίαν ψηλάφησιν τῶν μελῶν αὐτῆς διὰ τῶν χειρῶν ἡμῶν (Α ́ Ἰωάν. 1,1), μίαν ἄνευ ἐξαιρέσεως αἴσθησιν τῆς ἐν Χριστῷ, ἐν ᾧ ἀνακεφαλαιοῦνται τὰ πάντα, ἑνότητος τῶν πάντων, ἀλλ ̓ οὐχὶ πανθεϊστικῶς, ἀλλὰ χριστοπρεπώς.

Ταῦτα συνεπάγονται ὅτι ἡ ὀργάνωσις, οἱ σκοποί, αἱ λειτουργίαι καὶ πᾶσαι αἱ ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας δὲν καθορίζονται ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν κρίσιν αὐτῶν, ἀλλ ̓ ὑπὸ τῆς ὑπαρκτῆς καὶ ἀμεταβλήτου φύσεως αὐτῆς. Αρα ἡ ἐμμονὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν προϋποθέσεων πάσης ῥυθμίσεως δέν εἶναι προϊόν στενῆς τινος ἀντιλήψεως, ἀλλ ̓ ἀπαύγασμα τῆς βιωματικῆς αὐτῆς ἐκκλησιολογικής ἐμπειρίας. Δὲν συζητοῦμεν περὶ ἀντικειμένου, ὑποκειμένου εἰς τὴν ἐλευθέ ραν διαχείρισιν ἡμῶν, ἀλλὰ περὶ ὀντότητος ἐκφευγούσης τὴν ἐξουσίαν ἡμῶν, ὡς ὑπαρχούσης ανεξαρτήτως τῆς θελήσεως ἡμῶν καὶ κυβερνωμένης ὑπὸ τοῦ κυβερνώντος τὰ πάντα καὶ παραχωρήσαντος εἰς ἡμᾶς περιωρισμένας ἁρμοδιότητας ἢ διακονήματα. Ἐν τῇ αἰσθήσει ταύτῃ τῆς διακονίας ἑνὸς ὑπαρκτοῦ σώματος διευθυνομένου ὑπὸ τῆς θείας κεφαλῆς αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀνευρίσκεται ἡ ἀφετηρία τῆς ἐνίοτε παρεξηγουμένης στάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν ἐκκλησιολογικών θεμάτων».



(συνεχίζεται)


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ





0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top