Λίγες δεκαετίες αργότερα
ο άγιος Τύχων θρηνεί:
«Οι σημερινοί χριστιανοί κατά το πλείστον αντιστέκονται στον Χριστό, και δεν
μαθαίνουν από τον Χριστό… Ο Χριστός διδάσκει να αποφεύγουμε το κακό, αλλά
πολλοί χριστιανοί κάνουν το κακό. Ο Χριστός διδάσκει να ζούμε με νηφαλιότητα,
αλλά πολλοί χριστιανοί μεθούν. Ο Χριστός διδάσκει αγνή ζωή, αλλά πολλοί
χριστιανοί πορνεύουν… Ο Χριστός διδάσκει να είμαστε ελεήμονες, αλλά πολλοί
χριστιανοί, βλέποντας τον φτωχό, λένε αναιδέστατα: ‘τι με νοιάζει εμένα;’. Βλέποντας
τον γυμνό, δεν θέλουν να τον ντύσουν… βλέποντας τον πεινασμένο, δεν θέλουν να
τον ταΐσουν… Ω! πόσο σε περιφρόνηση βρίσκεται ο Χριστός για πολλούς
χριστιανούς! Ω, πώς ώρα με την ώρα λιγοστεύει ο καρπός του σπόρου του λόγου του
Θεού, πώς πληθαίνουν τα ζιζάνια… πώς αυξάνει η ασέβεια! Λιγοστεύει η αληθινή
ευσέβεια και περισσεύει η υποκρισία, λιγοστεύουν οι αληθινοί χριστιανοί και
πληθαίνουν οι υποκριτές!… Μη βλέπεις τι κάνουν οι σημερινοί χριστιανοί, αλλά τι
κηρύττει και διδάσκει ο λόγος του Θεού. Γιατί ο ένας παίρνει παράδειγμα από τον
άλλον και σκανδαλίζεται… και λιγοστεύουν οι αληθινοί χριστιανοί και μπαίνει η
υποκρισία. Ορίστε το συμπέρασμα! Σώσου εν Χριστώ!”»[1].
Στον 19ο αιώνα ο άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ ζωγραφίζει μια εικόνα
πνευματικής καταστροφής:
«Η φτώχεια στις πνευματικές γνώσεις που είδα στη μονή σας με συγκλόνισε. Μα σε
ποιο μοναστήρι δεν με συγκλόνιζε; Οι κοσμικοί άνθρωποι που λαμβάνουν πνευματική
καθοδήγηση έχουν γνώσεις ασύγκριτα μεγαλύτερες και πιο καθορισμένες από αυτούς
τους κατοίκους των μοναστηριών. Ζούμε σε δύσκολο καιρό. “Εξαφανίστηκε ο όσιος
από τη γη”. Ήρθε πείνα λόγου Θεού! Τα κλειδιά της κατανόησης βρίσκονται στους
γραμματείς και τους φαρισαίους. Οι ίδιοι δεν μπαίνουν και εμποδίζουν και τους
άλλους να μπουν. Ο χριστιανισμός και ο μοναχισμός βρίσκονται στην τελευταία τους
πνοή. Η μορφή της ευσέβειας κάπως διατηρείται, κυρίως με υποκρισία, αλλά από τη
δύναμη της ευσέβειας έχουν αποκηρύξει οι άνθρωποι. Πρέπει να κλαίμε και να
σιωπούμε»[2].
«Για τον μοναχισμό σας έγραψα ότι στη Ρωσία, και παντού, ζει τις τελευταίες του
μέρες μέσα στον χρόνο που του δόθηκε. Τελειώνει τον αιώνα του μαζί με τον
χριστιανισμό. Δεν αναμένω ανάσταση. Στη σύγχρονη μοναστική κοινωνία έχει χαθεί
η ορθή έννοια της νοεράς εργασίας»[3].
«Πολλά μοναστήρια από καταφύγια ηθικής και ευσέβειας μεταβλήθηκαν σε άβυσσους
ανηθικότητας και ασεβείας. Η φλογισμένη γνώμη των τυφλών, που τα βλέπουν όλα
ανθισμένα, δεν πρέπει να έχει κανένα βάρος»[4].
«Σημαντικό σημάδι της τελευτής του
μοναχισμού είναι η καθολική εγκατάλειψη της εσωτερικής εργασίας και η αυτάρκεια
στην εξωτερικότητα για το θεαθήναι…»[5].
«Έχουμε
καλή εξωτερική εμφάνιση· διατηρήσαμε όλες τις τελετές και τα σύμβολα της
αρχαίας Εκκλησίας· αλλά όλα αυτά είναι ένα νεκρό σώμα, μέσα στο οποίο υπάρχει
ελάχιστη ζωή»[6].
Ο άγιος
Θεοφάνης ο Έγκλειστος εκφράζει την ευχή να διοριστεί σε εκείνη την επισκοπή
όπου κατοικεί ο παραλήπτης της επιστολής του ένας επίσκοπος «φρόνιμος, καλός
και, το κυριότερο, Ορθόδοξος. Γιατί υπάρχουν, λένε, και πολλοί μη Ορθόδοξοι»[7].
Τον 20ό αιώνα, ο σεβάσμιος γέροντας Βαρσανούφιος της Όπτινα αναφέρει:
«Κοιτάξτε, στα θεολογικά σεμινάρια και τις ακαδημίες υπάρχει τέτοια απιστία,
μηδενισμός, νεκρότητα, και όλα αυτά επειδή υπάρχει μόνο αυτά επειδή υπάρχει μόνο παπαγαλία
χωρίς συναίσθημα και νόημα. Το γράμμα σκοτώνει»[8].
Σε μια επιστολή του Αγίου Σεραφείμ (Τσιτσάγκοφ) με ημερομηνία 14
Νοεμβρίου 1910, αναφέρεται:
«Κάθε μέρα βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας την εικόνα της παρακμής του κλήρου
μας. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα να συνέλθουν, να κατανοήσουν την κατάστασή τους!
Η ίδια παλιά μέθη, η ακολασία, οι δικαστικές διαμάχες, οι εκβιασμοί, τα
εγκόσμια πάθη! Οι τελευταίοι πιστοί τρέμουν από τη διαφθορά ή την αναισθησία
του κλήρου, και λίγο περισσότερο, οι σέχτες θα κερδίσουν το πάνω χέρι... Δεν
υπάρχει κανείς που θα μπορούσε τελικά να καταλάβει σε ποιο χείλος καταστροφής
βρίσκεται η Εκκλησία, και να κάνει απολογισμό για το τι συμβαίνει...ο κλήρος
κυλάει στην άβυσσο, χωρίς αντίσταση ή τη δύναμη να αντισταθεί….»[9].
Ο άγιος Λουκάς στα
μηνύματά του προς τον κλήρο της επισκοπής Κριμαίας στα τέλη της δεκαετίας του
’40 και στις αρχές του ’50, θρηνεί για τους ποιμένες:
«Ο δύσμοιρος λαός μας έχει χάσει την συνήθεια να πηγαίνει κάθε μέρα στην
εκκλησία, όπως γινόταν παλιά. Ξέχασαν και οι ιερείς το χρέος τους να είναι
σταθεροί μεσίτες για τον λαό. Κανείς δεν τελεί τη μνήμη των αγίων, στους
οποίους είναι ορισμένες ακολουθίες για κάθε ημέρα. Πολλοί εφημέριοι της
υπαίθρου μου λένε ευθέως ότι δεν έχουν τίποτε να κάνουν όλη την εβδομάδα, από
Κυριακή σε Κυριακή… Μα δεν είναι άραγε η ιερατική διακονία γενικά, και
ιδιαίτερα στην εποχή μας, ένας βαρύς άθλος υπηρεσίας προς έναν λαό που στενάζει
και βασανίζεται από την πείνα και τη δίψα να ακούσει τα λόγια του Κυρίου; Και
πολλοί άραγε από τους λειτουργούς του Θεού θέτουν ως σκοπό τους έναν τέτοιο
άθλο; Δεινά και οδυνηρές δοκιμασίες υπέμεινε η Εκκλησία
μας στον καιρό της Μεγάλης Επανάστασης, φυσικά όχι χωρίς δική της ευθύνη. Εδώ
και πολύ καιρό συσσωρευόταν η οργή του λαού εναντίον των φιλοχρήματων,
μεθυσμένων και ανήθικων ιερέων, που προς καταισχύνη μας δεν ήταν λίγοι. Και με
απόγνωση βλέπουμε ότι πολλούς, πολλούς τέτοιους, ούτε η επανάσταση τούς δίδαξε
τίποτε. Όπως πριν, και μάλιστα χειρότερα από πριν, φανερώνουν το απεχθές
πρόσωπο των μισθωτών, όχι των ποιμένων, και όπως πριν, εξαιτίας τους οι
άνθρωποι φεύγουν σε σέκτες προς όλεθρό τους… Οι ποιμένες σιωπούν… Όταν μιλώ
μαζί σας γι’ αυτά, πιο συχνά ακούω ως απάντηση: “Δεν έχουμε βοηθήματα για το
κήρυγμα”. Δεν είναι ντροπή να απαντάτε έτσι; Μήπως το κήρυγμα συνίσταται στην
επανάληψη άλλων κηρυγμάτων; Μήπως δεν ακούσατε τον άγιο απόστολο Παύλο: “Ο
λόγος μου και το κήρυγμά μου δεν έγιναν με πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας,
αλλά με φανέρωση πνεύματος και δυνάμεως” (Α΄ Κορ. 2, 4); Τι σημαίνει λοιπόν
αυτό; Ότι δεν υπάρχει μέσα σας ούτε πνεύμα ούτε δύναμη, αφού δεν θέλετε να
κηρύξετε· ότι, μη έχοντας συλλογές με άλλων κηρύγματα, δεν έχετε δικές σας
σκέψεις για τον Θεό και ζητάτε ξένες; Τι να τις κάνετε τις συλλογές ξένων
κηρυγμάτων, όταν η ίδια η Αγία Γραφή είναι ανεξάντλητος οδηγός για τα
κηρύγματα; Μα, προς ντροπή μας, πρέπει να σας επισημάνω τους σεκταριστές, που
αδιάκοπα κηρύττουν μόνο από τη Γραφή και την διαβάζουν με ζήλο κάθε μέρα! Κι
εγώ έχω δει πολλούς ιερείς που δεν διάβασαν ποτέ ολόκληρη την Γραφή! Δεν είναι
αυτό ντροπή;… Ξέρω ότι πολλοί έχουν έτοιμη την απάντηση στην κατηγορία για
ραθυμία. Ξέρω ότι πολλοί θα πουν: είμαι άραγε ένοχος που δεν έλαβα από τον Θεό
το χάρισμα του ρητορικού λόγου και δεν μπορώ να συντάσσω κηρύγματα, και οι
συλλογές με έντυπα κηρύγματα είναι τώρα σχεδόν αδύνατο να βρεθούν; Μην είσαι πονηρός, ράθυμε ιερέα, διότι το ζήτημα δεν βρίσκεται στις συλλογές
κηρυγμάτων, αλλά στην καρδιά σου… Αν ο ιερέας ή ο επίσκοπος δεν κηρύττει,
σημαίνει ότι όχι μόνο δεν υπάρχει άγιος περίσσιος καρπός στην καρδιά του αλλά
ότι είναι άδεια, και δεν έχει για τι να μιλήσει και να κηρύξει»[10].
[1] Άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ. Έργα: Σε 5 τόμους. Μόσχα, 1889. Τόμος 5.
[2] Ιγνάτιος (Μπριαντσανίνοφ), Επίσκοπος. Επιστολές προς Διάφορα Πρόσωπα: Τεύχος 1. Σ. 151. 1913.
[3] Ιγνάτιος (Μπριαντσανίνοφ), Επίσκοπος.Επιστολές προς τον Αντώνιο (Μπότσκοφ), Ηγούμενο του Τσερεμενέτς. Μόσχα, 1875. Σ. 25.
[4] Παράθεση από:Novοselov M.A. Διάταγμα. Op. M., 1994.Σ.95.
[5] Επίσκοπος Ιγνάτιος (Μπριαντσανίνοφ). Επιστολές προς τον Αντώνιο Μπότσκοφ, Ηγούμενο του Τσερεμενέτς. Μόσχα, 1875. Σελ. 22-23.
[6] Γεώργιος Φλωρόφσκι. Μονοπάτια της Ρωσικής Θεολογίας. Παρίσι, 1981. Σ. 394.
[7] Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος.Συλλογή επιστολών: Σε 8 τεύχη. Μόσχα, 1994. Τεύχος 3. Σελίδα 52.
[8] Osipov A. I. Ρωσική Πνευματική Εκπαίδευση // Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας. Μόσχα, 1998. Τεύχος 3.Σ.58.
[9] Παρατίθεται από: ...Και δύο φτερά θα δοθούν στη σύζυγο. Μόσχα, 2002. Σελ. 521-522.
[10] Διατάγματα του Αγίου Λουκά //Πρωτοδιάκονος Βασίλι Μαρουστσάκ. Βίος του Αρχιεπισκόπου Λουκά. Μ., 1997.σσ.135–152.

0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου