Κυριακὴ τοῦ
Ἀσώτου (Α΄ Κορ. 6,12-20)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Ακριβοπληρωμενοι απελευθεροι
«Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κορ. 6,20)
Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν Κύριό μας
ποὺ μ᾽ ἀξιώνει νὰ κηρύττω. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω ἁπλᾶ.
* * *
Σήμερα εἶνε ἡ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ
Τριῳδίου, ἡ Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου. Ὅλα ὅσα λέγονται στὴν ἐκκλησία εἶνε ὡραῖα· τὰ
λόγια τοῦ ἀποστόλου, τοῦ εὐαγγελίου, τῶν τροπαρίων εἶνε ὑπέροχα. Ἀπ᾽ ὅλα
αὐτὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε ἕνα μόνο λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ
ὁποῖος στὸ ἀνάγνωσμα λέει· «Ἠγοράσθητε τιμῆς» (Α΄ Κορ. 6,20). Δυὸ λέξεις εἶνε.
Ἂν μπορούσαμε νὰ τὶς νιώσουμε, νὰ τὶς πιστέψουμε, ἡ σωτηρία μας ἦταν
ἐξασφαλισμένη.
«Ἠγοράσθητε τιμῆς». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θὰ προσπαθήσω μὲ δυὸ – τρία παραδείγματα νὰ τὰ καταστήσω σαφῆ.
⃝ Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ νά ᾽χῃ ἕνα παιδί, ὄχι γιατὶ τὸ θέλει ἔτσι –αὐτὸ εἶνε σατανικό, μεγάλη ἁμαρτία–, ἀλλὰ διότι ἔτσι ἤθελε ὁ Μεγαλοδύναμος; Ὅποιος ἔχει ἕνα μονάκριβο παιδί, μπορεῖ νὰ σᾶς πῇ πόσο τρέμει μήπως ἀρρωστήσῃ ἢ μήπως πεθάνῃ. Ἐὰν τώρα ὑποθέσουμε τὸ παιδὶ αὐτό, τὴν ὥρα ποὺ παίζει μὲ τ᾽ ἄλλα παιδιά, κάποιος γκάγκστερ τὸ πάρῃ, τὸ πάῃ μακριὰ καὶ τὸ κλείσῃ σὲ μιὰ σπηλιά, καὶ στείλῃ μήνυμα στοὺς γονεῖς, «Τὸ παιδὶ τό ᾽χω ἐγώ, τὸ κρατῶ, καὶ ἔχει ζωὴ δυὸ μέρες μόνο· ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες, ἂν δὲν μοῦ στείλετε στὸ τάδε μέρος χίλιες λίρες, θὰ τὸ σκοτώσω», μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τί θὰ γίνῃ στὸ σπίτι ἐκεῖνο; Ὁ πατέρας θὰ τρέξῃ σὰν τρελλὸς παντοῦ σὲ φίλους, θὰ πουλήσῃ ἀκόμα καὶ τὶς βέρες καὶ τὰ εἰκονίσματά του, θὰ βάλῃ ὑποθήκη καὶ τὸ σπίτι του, θὰ κλάψῃ θὰ παρακαλέσῃ, γιὰ νὰ μαζέψῃ τὸ ποσὸ ποὺ ζητάει ὁ λῃστής. Κι ὅταν βρῇ τὸ ποσὸ καὶ τὸ πάῃ στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ τὸ παιδὶ ἐλευθερωθῇ καὶ γυρίσῃ πίσω, τότε στὸ σπίτι θὰ γίνῃ χαρὰ ἀπερίγραπτῃ. Ναί, τὸ πλήρωσε τὸ παιδί, τὸ πλήρωσε χίλιες λίρες· θὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ πληρώσῃ καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἀκόμα, γιὰ νὰ τὸ γλυτώσῃ. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν τί θὰ πῇ σκλαβιὰ προσωπική.
⃝ Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ποὺ κατοικοῦμε στὴ γωνιὰ αὐτὴ ποὺ κάθε πέτρα κρένει καὶ τὸ χῶμα της εἶνε ζυμωμένο μὲ αἷμα, καταλαβαίνουμε ἀκόμη τί θὰ πῇ σκλαβιὰ ἐθνική. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔχουμε σήμερα ἕνα κομμάτι τῆς Ἑλλάδος, κομμάτι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἑλληνικὸ ποὺ πλέει στὸ γαλάζιο, κομμάτι ποὺ ἄντεξε σ᾽ ὅλους τοὺς πειρασμούς· εἶνε ἡ Κύπρος, τὸ νησὶ ποὺ αἰῶνες ὁλόκληρους σέρνει τὶς ἁλυσίδες του. Ὅλοι μας, δεξιοὶ κι ἀριστεροὶ καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, φωνάζουμε «λευτεριὰ στὴν Κύπρο».
⃝ Καταλαβαίνουμε τὴ σκλαβιὰ τοῦ προσώπου, καταλαβαίνουμε τὴ σκλαβιὰ τῆς πατρίδος, καταλαβαίνουμε καὶ τὴ σκλαβιὰ γενικὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶνε π.χ. οἱ μαῦροι· καταλαβαίνουμε δηλαδὴ καὶ καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ σκλαβιά, τὴν ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευσι τῶν λεγομένων προηγμένων τῆς Εὐρώπης εἰς βάρος τῶν θεωρουμένων ἀπολιτίστων ἰθαγενῶν.
Μέχρι ἐδῶ βλέπω ὅτι παρακολουθεῖτε· ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς ὅμως φοβᾶμαι μήπως χασμουρηθῆτε. Ἄχ νά ᾽δινε ὁ Μεγαλοδύναμος, σήμερα τοῦ Ἀσώτου, ὅπως καταλαβαίνει ἡ μάνα τὴ σκλαβιὰ τοῦ παιδιοῦ, ὅπως καταλαβαίνουμε οἱ Ἕλληνες τὴ σκλαβιὰ τῆς Κύπρου, ὅπως καταλαβαίνουν ὅλοι τὴ σκλαβιὰ τῶν μαύρων ἢ τῶν ἐργατῶν, νὰ καταλάβουμε μιὰ ἄλλη σκλαβιά – βοηθῆστε, ἄγγελοι, νὰ τὴν καταλάβουμε. Ποιά εἶνε ἡ σκλαβιὰ αὐτή; Εἶνε ἡ σκλαβιὰ τῆς ψυχῆς. Ποιός τὸ καταλαβαίνει, ποιός κλαίει; Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα πρέπει νὰ κλάψουμε γιὰ τὸ πολυτιμότερο, γιὰ τὴν ἀτίμητη ψυχή μας.
Ἡ ψυχὴ εἶνε σκλάβα. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, ἄνθρωπος; ἡ ἐπιστήμη, ἡ γνῶσις, τὸ χρῆμα; Τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἂν μ᾽ αὐτὰ ἡ ψυχὴ μποροῦσε νὰ ἐλευθερωθῇ, δὲν θὰ κατέβαινε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Ἔφθασα, ἀδελφοί μου, στὸ πιὸ σπουδαῖο σημεῖο τῆς ὁμιλίας. Πῶς νὰ σᾶς τὸ δώσω νὰ τὸ καταλάβετε; Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι διαβάστε κάτι ποὺ θὰ σᾶς συστήσω.
Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω. Γονεῖς, μαζέψτε μέσα ἀπ᾽ τὶς σάκκες τῶν παιδιῶν σας, ὅσο εἶνε ἀκόμα νωρίς, ὅλα τὰ ἀκατάλληλα ἔντυπα, ποὺ δὲν κυκλοφοροῦν οὔτε στὰ ἄθεα κράτη. Εἶνε ἄθεοι, ναί, τοὺς κατηγοροῦμε· ἀλλὰ εἶνε ἠθικοί, δὲν ἔχουν τέτοια πράγματα. Ἐδῶ κυκλοφοροῦν οἱ πιὸ αἰσχρὲς ταινίες, τὰ πιὸ ἄθλια μυθιστορήματα. Ἔννοια σου, πατέρα, ἀδιαφορεῖς· ἐνδιαφέρεσαι μόνο πῶς θὰ γεμίσῃ τὸ ἔντερο τοῦ παιδιοῦ σου, νὰ φάῃ καλά, ἀλλὰ μὲ τί τρέφεται πνευματικῶς τὸ παιδί σου δὲν σ᾽ ἐνδιαφέρει· θὰ τὸ πληρώσῃς ὕστερ᾽ ἀπὸ λίγα χρόνια μὲ τόκο κ᾽ ἐπιτόκιο.
Λοιπὸν μαζέψτε καὶ κάψτε ὅλα αὐτὰ τὰ ἔντυπα πού ᾽νε γεμᾶτα μικρόβια. Καὶ πάρτε στὰ χέρια σας τὰ συναξάρια, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Φτάνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πάρε καὶ διάβασε. Τί νὰ διαβάσῃς; Διάβασε τὴν Ἀποκάλυψι, νὰ δῇς ἐκεῖ πράγματα νὰ φρίξῃ τὸ μυαλό σου· κι αὐτὰ ὅλα γίνονται καὶ θὰ γίνουν στὶς ἡμέρες μας. Διάβασε τὸ πέμπτο (ε΄) κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Τί θὰ δῇς ἐκεῖ. Ἐνῷ σειόταν ἡ γῆ, ἄστραφτε καὶ βροντοῦσε ὁ οὐρανός, κ᾽ ἔβγαιναν θεριὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν ἄβυσσο, κ᾽ ἡ θάλασσα ἄφριζε καὶ τὰ ποτάμια φούσκωναν καὶ τὰ ἄστρα ἔπεφταν, ξαφνικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ἀκούει – τί· ἕνα ὁλόγλυκο τραγούδι ἐμπρὸς στὴν ἁγία Τριάδα, λὲς καὶ κελαϊδοῦσαν ἀηδόνια – γιατὶ ἡ πατρίδα τῆς μουσικῆς εἶνε ὁ οὐρανός. Τί ἔλεγε τὸ τραγούδι; Ἦταν ὁ ὕμνος τῶν Χριστιανῶν «ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους». Γονατιστοὶ ὅλοι μπροστὰ στὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον», στὸν θρόνο τοῦ αἰωνίου βασιλέως Χριστοῦ, ἔλεγαν· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ· σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ «ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου» (Ἀπ. 5,6-9). Ἤμασταν σκλαβωμένες ψυχὲς καὶ μᾶς ἐξαγόρασες μὲ τὸ τίμιό σου αἷμα. Μᾶς εἶχε μέσα στὴ σπηλιά του ὁ διάβολος, κλεισμένους μέσ᾽ στὰ πάθη μας, κ᾽ ἐσὺ πλήρωσες τὰ λύτρα. Τί πλήρωσε ὁ πατέρας γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸ παιδί του; Χρήματα. Καὶ ὁ Χριστὸς τί πλήρωσε; Τὸ τίμιο αἷμα του. Ὅλες τὶς λίρες τῆς Ἀγγλίας, ὅλα τὰ χρήματα ποὺ ἔχουν στὰ σεντούκια τους οἱ ἄνθρωποι, ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς, φέρτε το καὶ βάλτε το στὴ μιὰ μεριὰ τῆς ζυγαριᾶς. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τί νὰ βάλῃς· ἂν πιστεύῃς, μόλις πέσῃ ἐκεῖ – τί; Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔσταξε ἀπὸ τὶς πληγὲς ποὺ τοῦ ἄνοιξαν ἡ λόγχη καὶ τὰ καρφιά. Αὐτὸ τὸ αἷμα, οἱ σταλαγματιὲς αὐτές, ἀξίζουν παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶνε ποὺ λυτρώνει, σπάζει ἁλυσίδες. Μόλις πέσῃ μιὰ σταγόνα «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἡ ζυγαριὰ κλίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Ἄχ μάτια ἁμαρτωλά, ποὺ βλέπετε τὶς ἀνηθικότητες, εἶστε ἀνάξια νὰ βλέπετε τὸ δισκοπότηρο. Μέσα στὸ δισκοπότηρο δὲν εἶνε ἁπλῶς κρασί, δὲν εἶνε ἀσήμι καὶ χρυσάφι· εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας! Τὸ πιστεύεις; ἔμπα μέσ᾽ στὴν ἐκκλησιά· δὲν τὸ πιστεύῃς; πήγαινε ὅπου θέ᾽ς. Ἕνας νὰ μείνῃ μέσα στὴν ἐκκλησιά, νὰ συναισθανθῇ, νὰ πονέσῃ, νὰ κλάψῃ, νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42). Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ, ποὺ μὲ τὸ αἷμα σου μᾶς ἐξαγόρασες καὶ μᾶς ἔκανες «βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς» (Ἀπ. 5,10).
Θέλετε νὰ δῆτε τί ἀξίζει τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ποὺ ὑψώνεται ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου κ᾽ εἶνε τὰ χέρια του καρφωμένα καὶ λέγονται τὰ δώδεκα εὐαγγέλια. Πῶς τελειώνει ὅλη ἡ ἀκολουθία; Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε γεμάτη σοφία, ὅλα αὐτὰ τὰ σφραγίζει μ᾽ ἕνα ἀπολυτίκιο· «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις. Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι». Σὰν τὴ μάνα ποὺ πουλάει τὰ δαχτυλίδια της νὰ ξεσκλαβώσῃ τὸ παιδί, σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ πονάει καὶ πουλάει τὰ πάντα νὰ ξεσκλαβώσῃ μιὰ ψυχή, Χριστέ μου, μᾶς ἐξαγόρασας διὰ τοῦ τιμίου σου αἵματος. Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Χριστέ, ποὺ ἔδωσες τὸν ἀέρα, τὸν ἥλιο, τὰ παιδιά, τὸν κόσμο, Χριστὲ ποὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου, σ᾽ εὐχαριστῶ.
«Ἠγοράσθητε τιμῆς». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Θὰ προσπαθήσω μὲ δυὸ – τρία παραδείγματα νὰ τὰ καταστήσω σαφῆ.
⃝ Εἶνε κανεὶς ἐδῶ ποὺ νά ᾽χῃ ἕνα παιδί, ὄχι γιατὶ τὸ θέλει ἔτσι –αὐτὸ εἶνε σατανικό, μεγάλη ἁμαρτία–, ἀλλὰ διότι ἔτσι ἤθελε ὁ Μεγαλοδύναμος; Ὅποιος ἔχει ἕνα μονάκριβο παιδί, μπορεῖ νὰ σᾶς πῇ πόσο τρέμει μήπως ἀρρωστήσῃ ἢ μήπως πεθάνῃ. Ἐὰν τώρα ὑποθέσουμε τὸ παιδὶ αὐτό, τὴν ὥρα ποὺ παίζει μὲ τ᾽ ἄλλα παιδιά, κάποιος γκάγκστερ τὸ πάρῃ, τὸ πάῃ μακριὰ καὶ τὸ κλείσῃ σὲ μιὰ σπηλιά, καὶ στείλῃ μήνυμα στοὺς γονεῖς, «Τὸ παιδὶ τό ᾽χω ἐγώ, τὸ κρατῶ, καὶ ἔχει ζωὴ δυὸ μέρες μόνο· ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες, ἂν δὲν μοῦ στείλετε στὸ τάδε μέρος χίλιες λίρες, θὰ τὸ σκοτώσω», μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τί θὰ γίνῃ στὸ σπίτι ἐκεῖνο; Ὁ πατέρας θὰ τρέξῃ σὰν τρελλὸς παντοῦ σὲ φίλους, θὰ πουλήσῃ ἀκόμα καὶ τὶς βέρες καὶ τὰ εἰκονίσματά του, θὰ βάλῃ ὑποθήκη καὶ τὸ σπίτι του, θὰ κλάψῃ θὰ παρακαλέσῃ, γιὰ νὰ μαζέψῃ τὸ ποσὸ ποὺ ζητάει ὁ λῃστής. Κι ὅταν βρῇ τὸ ποσὸ καὶ τὸ πάῃ στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ τὸ παιδὶ ἐλευθερωθῇ καὶ γυρίσῃ πίσω, τότε στὸ σπίτι θὰ γίνῃ χαρὰ ἀπερίγραπτῃ. Ναί, τὸ πλήρωσε τὸ παιδί, τὸ πλήρωσε χίλιες λίρες· θὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸ πληρώσῃ καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἀκόμα, γιὰ νὰ τὸ γλυτώσῃ. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν τί θὰ πῇ σκλαβιὰ προσωπική.
⃝ Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ποὺ κατοικοῦμε στὴ γωνιὰ αὐτὴ ποὺ κάθε πέτρα κρένει καὶ τὸ χῶμα της εἶνε ζυμωμένο μὲ αἷμα, καταλαβαίνουμε ἀκόμη τί θὰ πῇ σκλαβιὰ ἐθνική. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔχουμε σήμερα ἕνα κομμάτι τῆς Ἑλλάδος, κομμάτι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ἑλληνικὸ ποὺ πλέει στὸ γαλάζιο, κομμάτι ποὺ ἄντεξε σ᾽ ὅλους τοὺς πειρασμούς· εἶνε ἡ Κύπρος, τὸ νησὶ ποὺ αἰῶνες ὁλόκληρους σέρνει τὶς ἁλυσίδες του. Ὅλοι μας, δεξιοὶ κι ἀριστεροὶ καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, φωνάζουμε «λευτεριὰ στὴν Κύπρο».
⃝ Καταλαβαίνουμε τὴ σκλαβιὰ τοῦ προσώπου, καταλαβαίνουμε τὴ σκλαβιὰ τῆς πατρίδος, καταλαβαίνουμε καὶ τὴ σκλαβιὰ γενικὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶνε π.χ. οἱ μαῦροι· καταλαβαίνουμε δηλαδὴ καὶ καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ σκλαβιά, τὴν ἀδικία καὶ ἐκμετάλλευσι τῶν λεγομένων προηγμένων τῆς Εὐρώπης εἰς βάρος τῶν θεωρουμένων ἀπολιτίστων ἰθαγενῶν.
Μέχρι ἐδῶ βλέπω ὅτι παρακολουθεῖτε· ἀπὸ ᾽δῶ κ᾽ ἐμπρὸς ὅμως φοβᾶμαι μήπως χασμουρηθῆτε. Ἄχ νά ᾽δινε ὁ Μεγαλοδύναμος, σήμερα τοῦ Ἀσώτου, ὅπως καταλαβαίνει ἡ μάνα τὴ σκλαβιὰ τοῦ παιδιοῦ, ὅπως καταλαβαίνουμε οἱ Ἕλληνες τὴ σκλαβιὰ τῆς Κύπρου, ὅπως καταλαβαίνουν ὅλοι τὴ σκλαβιὰ τῶν μαύρων ἢ τῶν ἐργατῶν, νὰ καταλάβουμε μιὰ ἄλλη σκλαβιά – βοηθῆστε, ἄγγελοι, νὰ τὴν καταλάβουμε. Ποιά εἶνε ἡ σκλαβιὰ αὐτή; Εἶνε ἡ σκλαβιὰ τῆς ψυχῆς. Ποιός τὸ καταλαβαίνει, ποιός κλαίει; Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα πρέπει νὰ κλάψουμε γιὰ τὸ πολυτιμότερο, γιὰ τὴν ἀτίμητη ψυχή μας.
Ἡ ψυχὴ εἶνε σκλάβα. Ποιός θὰ τὴν ἐλευθερώσῃ; ἄγγελος, ἀρχάγγελος, ἄνθρωπος; ἡ ἐπιστήμη, ἡ γνῶσις, τὸ χρῆμα; Τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἂν μ᾽ αὐτὰ ἡ ψυχὴ μποροῦσε νὰ ἐλευθερωθῇ, δὲν θὰ κατέβαινε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.
Ἔφθασα, ἀδελφοί μου, στὸ πιὸ σπουδαῖο σημεῖο τῆς ὁμιλίας. Πῶς νὰ σᾶς τὸ δώσω νὰ τὸ καταλάβετε; Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι διαβάστε κάτι ποὺ θὰ σᾶς συστήσω.
Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω. Γονεῖς, μαζέψτε μέσα ἀπ᾽ τὶς σάκκες τῶν παιδιῶν σας, ὅσο εἶνε ἀκόμα νωρίς, ὅλα τὰ ἀκατάλληλα ἔντυπα, ποὺ δὲν κυκλοφοροῦν οὔτε στὰ ἄθεα κράτη. Εἶνε ἄθεοι, ναί, τοὺς κατηγοροῦμε· ἀλλὰ εἶνε ἠθικοί, δὲν ἔχουν τέτοια πράγματα. Ἐδῶ κυκλοφοροῦν οἱ πιὸ αἰσχρὲς ταινίες, τὰ πιὸ ἄθλια μυθιστορήματα. Ἔννοια σου, πατέρα, ἀδιαφορεῖς· ἐνδιαφέρεσαι μόνο πῶς θὰ γεμίσῃ τὸ ἔντερο τοῦ παιδιοῦ σου, νὰ φάῃ καλά, ἀλλὰ μὲ τί τρέφεται πνευματικῶς τὸ παιδί σου δὲν σ᾽ ἐνδιαφέρει· θὰ τὸ πληρώσῃς ὕστερ᾽ ἀπὸ λίγα χρόνια μὲ τόκο κ᾽ ἐπιτόκιο.
Λοιπὸν μαζέψτε καὶ κάψτε ὅλα αὐτὰ τὰ ἔντυπα πού ᾽νε γεμᾶτα μικρόβια. Καὶ πάρτε στὰ χέρια σας τὰ συναξάρια, τοὺς βίους τῶν ἁγίων, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Φτάνει τὸ Εὐαγγέλιο. Πάρε καὶ διάβασε. Τί νὰ διαβάσῃς; Διάβασε τὴν Ἀποκάλυψι, νὰ δῇς ἐκεῖ πράγματα νὰ φρίξῃ τὸ μυαλό σου· κι αὐτὰ ὅλα γίνονται καὶ θὰ γίνουν στὶς ἡμέρες μας. Διάβασε τὸ πέμπτο (ε΄) κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως. Τί θὰ δῇς ἐκεῖ. Ἐνῷ σειόταν ἡ γῆ, ἄστραφτε καὶ βροντοῦσε ὁ οὐρανός, κ᾽ ἔβγαιναν θεριὰ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν ἄβυσσο, κ᾽ ἡ θάλασσα ἄφριζε καὶ τὰ ποτάμια φούσκωναν καὶ τὰ ἄστρα ἔπεφταν, ξαφνικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ἀκούει – τί· ἕνα ὁλόγλυκο τραγούδι ἐμπρὸς στὴν ἁγία Τριάδα, λὲς καὶ κελαϊδοῦσαν ἀηδόνια – γιατὶ ἡ πατρίδα τῆς μουσικῆς εἶνε ὁ οὐρανός. Τί ἔλεγε τὸ τραγούδι; Ἦταν ὁ ὕμνος τῶν Χριστιανῶν «ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους». Γονατιστοὶ ὅλοι μπροστὰ στὸ «ἐσφαγμένον ἀρνίον», στὸν θρόνο τοῦ αἰωνίου βασιλέως Χριστοῦ, ἔλεγαν· Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ· σ᾽ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ «ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου» (Ἀπ. 5,6-9). Ἤμασταν σκλαβωμένες ψυχὲς καὶ μᾶς ἐξαγόρασες μὲ τὸ τίμιό σου αἷμα. Μᾶς εἶχε μέσα στὴ σπηλιά του ὁ διάβολος, κλεισμένους μέσ᾽ στὰ πάθη μας, κ᾽ ἐσὺ πλήρωσες τὰ λύτρα. Τί πλήρωσε ὁ πατέρας γιὰ νὰ ἐλευθερώσῃ τὸ παιδί του; Χρήματα. Καὶ ὁ Χριστὸς τί πλήρωσε; Τὸ τίμιο αἷμα του. Ὅλες τὶς λίρες τῆς Ἀγγλίας, ὅλα τὰ χρήματα ποὺ ἔχουν στὰ σεντούκια τους οἱ ἄνθρωποι, ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς, φέρτε το καὶ βάλτε το στὴ μιὰ μεριὰ τῆς ζυγαριᾶς. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τί νὰ βάλῃς· ἂν πιστεύῃς, μόλις πέσῃ ἐκεῖ – τί; Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔσταξε ἀπὸ τὶς πληγὲς ποὺ τοῦ ἄνοιξαν ἡ λόγχη καὶ τὰ καρφιά. Αὐτὸ τὸ αἷμα, οἱ σταλαγματιὲς αὐτές, ἀξίζουν παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸ χρυσάφι τῆς γῆς. Αὐτὸ τὸ αἷμα εἶνε ποὺ λυτρώνει, σπάζει ἁλυσίδες. Μόλις πέσῃ μιὰ σταγόνα «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἡ ζυγαριὰ κλίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Ἄχ μάτια ἁμαρτωλά, ποὺ βλέπετε τὶς ἀνηθικότητες, εἶστε ἀνάξια νὰ βλέπετε τὸ δισκοπότηρο. Μέσα στὸ δισκοπότηρο δὲν εἶνε ἁπλῶς κρασί, δὲν εἶνε ἀσήμι καὶ χρυσάφι· εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας! Τὸ πιστεύεις; ἔμπα μέσ᾽ στὴν ἐκκλησιά· δὲν τὸ πιστεύῃς; πήγαινε ὅπου θέ᾽ς. Ἕνας νὰ μείνῃ μέσα στὴν ἐκκλησιά, νὰ συναισθανθῇ, νὰ πονέσῃ, νὰ κλάψῃ, νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42). Σ᾽ εὐχαριστοῦμε, Χριστέ, ποὺ μὲ τὸ αἷμα σου μᾶς ἐξαγόρασες καὶ μᾶς ἔκανες «βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς» (Ἀπ. 5,10).
Θέλετε νὰ δῆτε τί ἀξίζει τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ποὺ ὑψώνεται ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου κ᾽ εἶνε τὰ χέρια του καρφωμένα καὶ λέγονται τὰ δώδεκα εὐαγγέλια. Πῶς τελειώνει ὅλη ἡ ἀκολουθία; Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶνε γεμάτη σοφία, ὅλα αὐτὰ τὰ σφραγίζει μ᾽ ἕνα ἀπολυτίκιο· «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθεὶς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις. Σωτὴρ ἡμῶν, δόξα σοι». Σὰν τὴ μάνα ποὺ πουλάει τὰ δαχτυλίδια της νὰ ξεσκλαβώσῃ τὸ παιδί, σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ πονάει καὶ πουλάει τὰ πάντα νὰ ξεσκλαβώσῃ μιὰ ψυχή, Χριστέ μου, μᾶς ἐξαγόρασας διὰ τοῦ τιμίου σου αἵματος. Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Χριστέ, ποὺ ἔδωσες τὸν ἀέρα, τὸν ἥλιο, τὰ παιδιά, τὸν κόσμο, Χριστὲ ποὺ ἔχυσες τὸ αἷμα σου, σ᾽ εὐχαριστῶ.
* * *
Κ᾽ ἐμεῖς; Ἀνοίγουμε τὸ στόμα μας, λέμε τὸ
εὐχαριστῶ; Ἕνα εὐχαριστῶ δὲν λέμε. Ἕνα σκυλὶ ἔχεις στὴν αὐλή σου, τοῦ πετᾷς ἕνα
κόκκαλο καὶ κουνάει τὴν οὐρά του σὰν νὰ σοῦ λέῃ «ἀφεντικό, σ᾽ εὐχαριστῶ»· κ᾽
ἐμεῖς, χειρότερα ἀπὸ τὰ σκυλιὰ ἢ μᾶλλον σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα, δαγκώνουμε τὸ
χέρι τοῦ κυρίου μας· εἶδα σκυλὶ λυσσασμένο ποὺ δάγκωνε τὸ χέρι τοῦ ἀφεντικοῦ
του. Σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα γίναμε. Καμμιά φορὰ στὸν κόσμο δὲν ἔφτασε ἄλλος λαὸς
σὲ τέτοια ἀσέβεια καὶ βλασφημία ὅπως ἐμεῖς σήμερα. Τί νὰ τὶς κάνῃς τὶς
ἐκκλησιὲς κι ὅλα τὰ ἄλλα;
Ὦ Χριστέ, γενοῦ ἵλεως· ἀμήν.
Ὦ Χριστέ, γενοῦ ἵλεως· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Α΄ μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία
ἔγινε στὸν ἱ. ν. Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Ν. Μαδύτου – Ἀθηνῶν τὴν 1-3-1964.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς μέσα στὸ cd 94α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς μέσα στὸ cd 94α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου