ΑΙΣΩΠΟΣ


Κάποτε στα παλιά τα χρόνια ζούσανε στην Αίγυπτο δυο άνθρωποι, που τα σπίτια τους και τα χωράφια τους ήταν δίπλα-δίπλα. Ο ένας όμως ήταν δουλευταράς και ο άλλος τεμπέλης.
Από το πρωί ως το βράδυ, ο Δουλευταράς όργωνε τα χωράφια του, έσπερνε. Σκάλιζε, πότιζε, θέριζε ανάλογα με την εποχή που ήτανε, κι όταν τελείωνε τη δουλειά του στα χωράφια γυρνούσε στο σπίτι του και κάτι έβρισκε κι εκεί να κάνει… Πότε διόρθωνε το αλέτρι του, πότε κάρφωνε κανένα παράθυρο που είχε σπάσει, πότε περιποιότανε τα ζώα του, πότε σκάλιζε τα λαχανικά του… Όλο δούλευε κι όλο πρόκοβε και σιγά –σιγά έγινε ο πιο πλούσιος του τόπου.
Ο γείτονάς του όμως ο τεμπέλης έβρισκε πάντοτε αφορμές και προφάσεις για να μην δουλέψει. Το πρωί δεν ξυπνούσε χαράματα, όπως ο δουλευταράς, αλλά κοιμόταν και χουζούρευε στο κρεβάτι του, ώσπου ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, γιατί έλεγε πως όσο περισσότερο κοιμότανε, τόσο πιο ξεκούραστος θα ήτανε και τόσο πιο καλά θα δούλευε στο χωράφι του.
Αλλά όταν έφτανε στο χωράφι, κόντευε πια μεσημέρι κι έτσι ως το απόγευμα δεν προλάβαινε να κάνει και πολλά πράγματα. Και το χωράφι του δεν ήτανε πολύ καλό ούτε έδινε πολύ καρπό.
Ζήλευε λοιπόν το γείτονά του τον Δουλευταρά κι έλεγε πως εκείνος ήτανε μάγος κι έκανε μάγια στα δικά του τα χωράφια να δίνουν πολύ καρπό και στο δικό του να μην δίνει καθόλου.
Μια μέρα οι δυο γείτονες συζητούσαν για τις σοδειές τους, κι επειδή ο Δουλευταράς είπε πως μόνο με την δουλειά προκόβει κανείς , ο τεμπέλης θύμωσε και σηκώνοντας το τσεκούρι του τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Οι συγγενείς του Δουλευταρά όταν τον είδαν έτρεξαν να τον σηκώσουν και μόλις κατάλαβαν ότι ήταν πεθαμένος άρχισαν να κυνηγάνε τον τεμπέλη ο οποίος όμως είχε προλάβει να απομακρυνθεί και έτρεχε προς το Νείλο. Γυρίζοντας το κεφάλι του είδε ότι η συγγενείς του δουλευταρά τον κυνηγούσαν αλλά ήταν ακόμη μακριά κι εκεί που γύρισε μπροστά του είδε έναν λύκο.
Φοβήθηκε πως ο λύκος θα τον φάει γιατί δεν είχε κανένα όπλο να τον χτυπήσει. Καθώς κοιτούσε γύρω κι έψαχνε τρόπο να ξεφύγει πρόσεξε μια ψηλή χουρμαδιά, που βρισκότανε στην όχθη του Νείλου και που τα μεγάλα, πλατύφυλλα κλαδιά της έγερναν προς τον ποταμό.-Σώθηκα! Μουρμούρισε τότε ο τεμπέλης, έτσι θα γλιτώσω και από τον λύκο και από αυτούς που με κυνηγάνε!
Έτρεξε προς τη χουρμαδιά σκαρφάλωσε στα κλαδιά της και κρύφτηκε μέσα στα πυκνά φυλλώματα. Ο λύκος βλέποντας ότι του ξέφυγε ο άνθρωπος, έτρεξε κι αυτός να φύγει να πάει αλλού να βρει τροφή. Ξαφνικά ο φονιάς άκουσε κάτι να σέρνεται δίπλα του και γυρίζοντας το κεφάλι του είδε ένα τεράστιο φίδι να σέρνεται στα κλαδιά κοντά του.
Κοίταξε κάτω τρομαγμένος, ο λύκος είχε φύγει αλλά οι συγγενείς του σκοτωμένου πλησίαζαν τρέχοντας κι ασφαλώς θα τον έβλεπαν , όταν θα κατέβαινε από το δέντρο και θα τον έπιαναν. Κι ήξερε πως αν έπεφτε στα χέρια του δε θα γλίτωνε…Να μείνει στο δέντρο δεν μπορούσε, γιατί το φίδι τον πλησίαζε όλο και περισσότερο, και τότε σκέφτηκε το ποτάμι.
-Θα πηδήσω στο νερό, μουρμούρισε και θα βγω κολυμπώντας στην απέναντι όχθη.
Και πήδησε αμέσως στο νερό. Αλλά ο ποταμός ήτανε γεμάτος κροκόδειλους κι ένας από αυτούς μόλις είδε τον άνθρωπο να πέφτει όρμησε πάνω του άνοιξε το τεράστιο στόμα του και τον έκανε μια χαψιά! Κι έτσι παρόλο που νόμιζε ότι θα γλιτώσει ο φονιάς βρήκε την τιμωρία του.




(ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ)










0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top