Ο πατήρ Νικόλαος Πεκατώρος, γόνος Κεφαλλονίτη της διασποράς (Γεράσιμος) και Ρωσίδας (Μαρία) γεννήθηκε στις 10/23 Ιανουαρίου 1899 στην Οδησσό της Ρωσίας σε εύπορη οικογένεια. Στο σπίτι του φιλοξενούσε συχνά μοναχούς από το Άγιο όρος. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή αλλά γρήγορα διαπίστωσε την ιερατική κλήση του –επηρεασμένος και από το συγγενή του Καθηγητή Θεολογίας στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης του Ιβάν Γεώργεβιτς Αϊβάζοφ. Η αποφοίτηση του συνέπεσε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 οπότε γρήγορα η οικογένεια είδε να συρρικνώνονται τα εισοδήματα της πουλώντας τα τιμαλφή τους για να μη πεθάνουν από τη πείνα. Ο πατέρας δεν άντεξε τη ταλαιπωρία και πέθανε από τύφο το 1919 αφήνοντας το νεαρό Νικόλαο προστάτη της μητέρας και της αδελφής του.
Μέσα σ’ αυτή τη δοκιμασία και παρά τη συμβουλή του επιχώριου επισκόπου Τερασπόλ Αλεξίου να παντρευθεί, χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας ανήμερα της Κοιμήσεως του Θεοτόκου στις 22 Αυγούστου 1922. Βλέποντας τις διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες και εκτελέσεις ιερέων και μοναχών ο επίσκοπος κατά την προσφώνηση του στη χειροτονία, τον έθεσε υπό την προστασία της Παναγίας.
Ο φιλήσυχος και ολιγόλογος πατήρ Νικόλαος αντιμετώπισε με παρρησία τις συνεχείς οχλήσεις της εξουσίας ως νεοχειροτονημένος ιερέας. Θυμόμαστε χαρακτηριστικά το ακόλουθο συμβάν: Τον κάλεσε η αστυνομία για να του κάνει συστάσεις ώστε να περιορίσει τη «θρησκευτική προπαγάνδα». Στη ρύμη του λόγου του ο αστυνόμος του λέγει: «Μαθαίνω πως διαδίδεις ότι η κυβέρνησή μας δεν είναι από το Θεό» για να εισπράξει την εύστοχη απάντηση του πατρός Νικόλαου «όχι κύριε αστυνόμε δεν είναι έτσι. Την εξουσία σας την έδωσε ο Θεός για να μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας»...
Ζώντας συνεχώς υπό καθεστώς διώξεων, αλλά μη εγκαταλείποντας το ποίμνιο του, ήρθε το 1928 όταν αναγκάσθηκε από την εξουσία, με το πρόσχημα ότι ήταν Έλληνας υπήκοος, να εγκαταλείψει την πολυφίλητη Ρωσία και να μετακομίσει στην Ελλάδα. Ήταν βέβαια αυτή η υπηκοότητα που τον προφύλαξε εκείνα τα χρόνια από εξορίες, φυλακίσεις και ίσως το θάνατο. Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα σε μια περίοδο που οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, υπηρετώντας στις προσφυγικές γειτονιές των Ταμπουριών και αργότερα στον Άγιο Αρτέμιο ώσπου να διορισθεί εφημέριος στο ναό της Ρωσικής παροικίας των Αθηνών στην Οδό Φιλελλήνων το 1939.
Η κατοχή τον ταλαιπώρησε, όπως όλους τους Έλληνες... Αυτό όμως που τον συντάραξε περισσότερο ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός και τα «Δεκεμβριανά» που του ξύπνησαν εφιάλτες της κομμουνιστικής Ρωσίας.
Έχοντας συναίσθηση της ευθύνης του για τη μητέρα, την αδελφή και τον ορφανό γιο της, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική με τα υπερωκεάνια της εποχής το 1952. Το ταξίδι διαρκούσε πολλές ημέρες και στη διάρκεια του τελούσε τις θείες λειτουργίες στο καράβι παρηγορώντας τους επιβάτες με το κήρυγμα του για την ξενιτιά που άρχιζε.
Στην Αμερική αρχικά διακόνησε ως εφημέριος μια Ελληνική ενορία. Βλέποντας όμως το κοσμικό πνεύμα τους δεν έμεινε αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ του ζήτησε να ξυρίσει τα γένια του όπως το ζητούσαν οι ενορίτες, του απάντησε ευθαρσώς «να τα ξυρίσουμε μαζί Γέροντα μου»!
Σε μια συνεδρίαση του Ενοριακού συμβουλίου κάποιος «θερμόαιμος» επίτροπος σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει για να το χάσει σύντομα σε ατύχημα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και ξαναέφυγε για την Αμερική, αυτή τη φορά οριστικά, όταν έλαβε πρόσκληση από τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς για να υπηρετήσει στην ενορία του Άγιου Ιωάννου του Προδρόμου στην Ουάσιγκτον.
Έβλεπε με μεγάλη δυσπιστία τους ιεράρχες της Ρωσίας του κομουνιστικού καθεστώτος, «αυτοί είναι κομμουνιστές, οι πραγματικοί ιερείς έσβησαν στις φυλακές».
Για τον Άγιο Ιωάννη, συχνό καλεσμένο στην ενορία του στην Ουάσιγκτον από το Σαν Φρανσίσκο της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, έλεγε ότι του έστρωναν το κρεβάτι αλλά δεν ξάπλωνε ποτέ ενώ πάντα έβρισκαν την επιταγή που του έδιναν πίσω από τις εικόνες των προσκυνημάτων. Όταν δε έγινε επίσημα η αγιοποίηση του έλεγε «μεγάλος άγιος» μοιράζοντας εικονίτσες του Αγίου μαζί με εικονίτσες της Αγίας Σκέπης τον εορτασμό της οποίας καθιέρωσε στην Ελλάδα στον Άγιο Αρτέμιο πρώτα, και μετά με εισήγηση του στην Ιερά Σύνοδο στις 28 Οκτωβρίου για να συμπίπτει με την εθνική επέτειο.
Το 1969 εξελέγη από την Σύνοδο της Ρωσικής Διασποράς ως Επίσκοπος για να υπηρετήσει στην Αυστραλία, αλλά αρνήθηκε για λόγους υγείας.
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του υπέφερε από καρκίνο. Κοιμήθηκε στις 13/26 Φεβρουαρίου 1996.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου