Οἱ παπικοὶ ἀπέτυχον τὴν ἑορτολογικὴν ἅλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων δι' ἐκκλησιαστικῆς ὁδοῦ. Διὸ ἀνενέωσαν την προσηλυτιστικὴν αὐτῶν καταδρομὴν διὰ τοῦ ἐπιστημονισμοῦ. Πρὸς τοῦτο εὗρον ἐν  ̓Ανατολῇ προσφορώτερον ἔδαφος, καθ ̓ ὅτι ἐπηρεασθέντες ὑπὸ τῆς Δύσεως Ὀρθόδοξοι ἐπιστήμονες ὡμίλουν εὐνοϊκῶς περὶ τῆς λεγομένης ἐπιστημονικῆς διορθώσεως τοῦ ἡμερολογίου.

Ὁ γράψας π.χ. κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰῶνος Ιώσηπος Μοισιόδαξ, εἰς τὸ βιβλίον του «θεωρία τῆς Γεωγραφίας» τοῦ ἔτους 1781, ἀκολουθεῖ αὐτὴν τὴν κατεύθυνσιν. Ἐνῷ ὑπεραμύνεται τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις ἀντέκρουσε τὴν ἡμερολογιακὴν καὶ ἑορτολογικὴν μεταρρύθμισιν τοῦ Πάπα, ἐκκλίνων ἀπὸ τῆς ὀρθοδόξου ὁδοῦ, ἀποδίδει ταύτην ἐσφαλμένως εἰς λόγους σκοπιμότητος. «Ἡ Ανατολική Εκκλησία», γράφει, «στοχαζομένη ἔνθεν μὲν πὼς ἡ γρηγοριανή διάταξις» περὶ ἡμερολογίου «δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἀναγκαία, τουλάχιστον ἐν τοῖς ἡμετέροις καιροῖς, ἔνθεν δὲ πὼς τὰ χυδαιότερα πλήθη εὐκόλως συγχύζονται, νομίζοντα πᾶσαν μεταβολὴν ἐν ταῖς παραδόσεσι καινοτομίαν, μᾶλλον δὲ κατάλυσιν τῆς Θρησκείας, ἔκρινε σοφῶς» «νὰ παραπέμψῃ τὴν ἐνδέουσαν διόρθωσιν τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῖς καιροίς, οἵτινες ἤθελον χρειασθῆ αὐτήν» (Ἰ. Μοισιόδακος, 1781, σ.195). Ἡ σοφία λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν συγγραφέα τοῦτον, ἔγκειται εἰς τὴν καιρικὴν ἀπόρριψιν τῆς παπικῆς καινοτομίας καὶ τὴν ἀναβολὴν τῆς λεγομένης διορθώσεως ἐν καιρῷ τῷ δέοντι. Τοῦτο ὅμως εἶναι καὶ ἀναληθὲς καὶ ὑβριστικὸν διὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Εἶναι ὑβριστικόν, καθ' ὅτι ἐμφανίζει τὴν Ὀρθοδοξίαν ὁμιλοῦσαν, ὄχι «ἐν ἁπλότητι καὶ εἰλικρινείᾳ Θεοῦ», ἀλλ ̓ «ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ» καὶ ἐν ὑποκρισίᾳ ἔναντι τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὡς ὁ Παπισμός. Εἶναι δὲ καὶ ἀναληθές, διότι, ὡς γράφει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β ́, ἡ παπική καινοτομία ἀντεκρούσθη, οὐχὶ διὰ λόγους καιρικούς, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ βάσει τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου «πασχάλιον» «τῶν ἁγίων Πατέρων μένει ὀρθὸν» μέχρι σήμερον «καὶ εἰς αἰῶνας σταθερὸν διαμενεῖ» ( 1 Ιερεμίου Β ́ Β.Σ.Π.Ι., σ. 30 - 31.) τουτέστι διὰ λόγους πίστεως καὶ ἀληθείας.

Ἡ ὡς ἄνω ἑσπερία ἀλλοίωσις ἐπιστημόνων συνετέλει εἰς δημιουργίαν ἐν  ̓Ανατολῇ κλίματος ὑπὲρ τῆς ἑορτολογικῆς καινοτομίας. Κατ' αὐτό, ἡ γενομένη καταδίκη τῆς παπικῆς καινοτομίας ἤρξατο ἵνα θεωρήται μᾶλλον ἐποχικὴ ἀπόφασις, δυναμένη ὅπως ἀντικατασταθῇ, δι ̓ ἄλλης, ἐὰν μεταβληθῶσιν αἱ συνθῆκαι. Καὶ ναὶ μὲν ἡ ἡμερολογιακή καινοτομία του Πάπα ἀντεκρούσθη δια λόγους θρησκευτικούς, μᾶλλον ὅμως δικαιώνεται ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης. Οὕτως ἡ καταδεδικασμένη παπικὴ καινοτομία ἀπέκτα δι' ἀπροσέκτους ἐπιστημονιστικὸν διαφέρον, τὸ ὁποῖον ἐνισχύετο καὶ ἐκαλλιεργεῖτο ὑπὸ τῆς προπαγάνδας τοῦ προσηλυτισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων, παπικών, προτεσταντῶν καὶ μασόνων. Τοῦτο καταδεικνύει καὶ ἡ περίπτωσις τοῦ παπικοῦ Τοντίνι, ὅστις, ὑποκρινόμενος ἐπιστημονικὰ διαφέροντα, ὑπεστήριζεν ἐν τῇ  ̓Ανατολῇ, ὅτι δῆθεν «τὸ ζήτημα τῆς διορθώσεως τοῦ ἡμερολογίου είναι ζήτημα καθαρῶς ἐπιστημονικόν» (Χ. Παπαδόπουλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας σ, η΄, θ΄). Ἡ προπαγανδιστική αὕτη θέσις ἐπηρέασέ τινας, οἵτινες ἐξεδηλώθησαν σχετικῶς ἐν ὀνόματι τῆς ἐπιστήμης. Ησαν δὲ οὗτοι, ὄχι μόνον ἐπιστήμονες ἄλλων ἐπιστημῶν, ἀλλὰ καὶ θεολόγοι, μάλιστα δὲ καὶ ἱεράρχαι.


Ἐν ὀνόματι τῆς ἐπιστήμης.


Κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα, ἐπιστημονολογοῦντες ἐπεκαλοῦντο ὑπὲρ τῆς ἑορτολογικής καινοτομίας τὴν ἀπομάκρυνσιν τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ἐκ τῆς φυσικῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἔλεγον ὅτι «μετά παρέλευσιν 2 ή 3 χιλιάδων ἐτῶν, θὰ τελῆται τὸ Πάσχα δύο μῆνας μετὰ τὴν πραγματικὴν ἰσημερίαν» (Ε. Βουλισμά, «Το Πάσχα του 1988», «Κερκυραία φωνή» 1888, παρά Ε.Ε.Ι. , Τομ. Β΄, σελ. 1155).

Εἰς τὴν ἀντιλογίαν ταύτην ὁ ἐν Κερκύρᾳ Ευστάθιος Βουλισμᾶς ἀπήντησεν ὡς ἀκολούθως. «Περὶ» «τοῦ μέλλοντος ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν καταλλήλως τὸ τοῦ Εὐαγγελίου ἡ “αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς”. Μετὰ παρέλευσιν δὲ πολλῶν χιλιάδων ἐτῶν, τίς εἶδεν εἰς ποῖον σημεῖον τοῦ γαλαξίου θὰ εὑρίσκεται τὸ ἡλιακὸν σύστημα; Τις εἶδεν, ἐὰν θὰ ὑπάρχῃ ἡ γῆ; Ἐὰν θὰ ἔχῃ κατοίκους; Ἐὰν θὰ ἔχῃ τὴν αὐτὴν ταχύτητα περὶ τὸν ἴδιον αὐτ τῆς ἄξονα, ἢ περὶ τὸν ἥλιον; Τὶς δύναται νὰ διαβεβαιώσῃ, ὅτι καὶ ἡ σελήνη θὰ ὑπάρχῃ, ἢ καὶ ὑπάρχουσα ἐὰν θὰ διατηρῇ τὴν αὐτὴν ταχύτητα; Ας ἀφήσωμεν εἰς τοὺς τότε ἀνθρώπους, ἐὰν θὰ εὑρίσκωνται, νὰ φροντίσωσι καὶ ἐκεῖνοι κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς. Μετὰ παρέλευσιν 2 ἢ 3 χιλιάδων ἐτῶν, ὅταν ἡ πραγματικὴ ἰσημερία ἤθελεν ὀπισθοχωρήσει ἕνα μῆνα πρὸ τῆς σταθερᾶς, ἂς παρεμβάλωσιν ἕνα μήνα, καὶ τότε θὰ εὑρεθῶσιν εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον τῆς Α ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡμεῖς ἐν τοσούτῳ ἐπιμένομεν καὶ ἐπιμενοῦμεν, φυλάττοντες καὶ τηρούντες, οὐχὶ τοὺς ὑπολογισμοὺς καὶ τὰς προτάσεις τοῦ μὲν ἢ τοῦ δέ, ἀλλὰ τὰς διατάξεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν διηνεκή ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν 1563 ἐτῶν. Καὶ ἐὰν ἑορτάζωμεν ἐνίοτε τὸ Πάσχα κατὰ τὸν δεύτερον μήνα, ὅπερ εἰς οὐδένα νόμον ή κανόνα ἀντιβαίνει, οὐδέποτε ὅμως τελοῦμεν αὐτὸ πρὸ τῆς πανσελήνου, ἐναντίον καὶ τοῦ μωσαϊκοῦ καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικού νόμου. Τοὐναντίον δέ, οἱ διὰ τοῦ νέου καλανδαρίου τὴν ἄγαν (πολλήν ἀκρίβειαν θηρεύοντες καὶ τὴν Σκύλλαν φεύγοντες, ἔπεσον εἰς τὴν Χάρυβδιν. Ζητοῦντες νὰ εἶναι ἀκριβέστεροι ἡμῶν πλησίον εἰς τὴν πανσέληνον, κινδυνεύουσι νὰ πέσωσιν ἀπροσδοκήτως εἰς τὸ μέγα καὶ ἀσυγχώρητον λάθος, νὰ ἑορτάζωσι τὸ Πάσχα πρὸ τῆς πανσελήνου καὶ πρὸ τῶν Ἰουδαίων» (Ε. Βουλισμά, ενθ΄ ανωτ. σελ. 1155 - 1156).

Εἶναι δὲ ὀρθὴ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου ἡ ἐπιμονὴ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα, συμφώνως πρὸς τὸν ἡμερολογιακὸν καθορισμὸν τούτου ὑπὸ τῆς Α ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρὰ τὴν πτώσιν τῆς ἰσημερίας κατὰ δέκα τρεῖς ἡμέρας. Διότι ὁ θεῖος νόμος προβλέπει τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα ἐν ἀνάγκῃ καὶ κατὰ τὸν δεύτερον μήνα (ἰ. ά. σ. 180 - 181). Συνεπώς, μέχρι φυσικής διαρροῆς τοῦ χρόνου, οὐχὶ μόνον κατὰ 13 ἡμέρας, ὡς μέχρι σήμερον, ἀλλὰ καὶ κατὰ 29 ἡμέρας, ἤτοι ἕως καὶ τῆς 17ης Μαΐου Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου. Ἐπειδὴ ἡ ἀνωτάτη ἡμερομηνία τοῦ νομικοῦ Πάσχα εἶναι ἡ 18η Απριλίου (ἰ. ἀ. σ. 435), ἡ πρόσθεσις ἑνὸς σεληνιακοῦ μηνός τῶν 29 ἡμερῶν ἄγει εἰς τὴν 17ην Μαΐου, ἐνῷ αἱ ἐν λόγῳ 13 ἡμέραι φέρουσι μόνον εἰς την 1ην Μαΐου. Ητοι ὑπολείπονται 16 ἡμέραι πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ δευτέρου μηνὸς τοῦ θείου νόμου. Καὶ διὰ τὸν πρόσθετον, βεβαίως, τοῦτον λόγον, οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἀντιμετωπίζομεν θέμα πτώσεως τῆς ἰσημερίας. Ἡ λόγῳ πτώσεως τῆς ἰσημερίας μετατόπισις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα πέραν καὶ τοῦ δευτέρου μηνὸς θὰ γίνῃ μετὰ δύο καὶ πλέον χιλιετίας ἀπὸ σήμερον.  ̓Αλλὰ καὶ τότε πάλιν δὲν θὰ δύναται ἵνα τεθῇ ζήτημα ἡμερολογιακής μετακινήσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, καθ ̓ ὅτι ἐν προκειμένῳ «οὐδεμία καιροῦ παρατήρησίς ἐστιν». «Οὐδὲ γὰρ ἡ Ἐκκλησία χρόνων ἀκρίβειαν οἶδεν γνωρίζει)» (ἰ. ά. σ. 419), ἔστω καὶ ἄν, φυλασσομένου τοῦ ἐκκλησιαστικού Κανονίου, τὸ Πάσχα μετατεθῇ φυσικῶς εἰς ἄλλην ἐποχὴν τοῦ ἔτους, μετὰ πάροδον πολλῶν χιλιάδων ἐτῶν. Διότι καὶ σήμερον τὸ Πάσχα ἑορτάζεται ἐπὶ γῆς, ὄχι μόνον ἐν ἔαρι, ἀλλὰ καὶ ἐν ἑτέρᾳ ἐποχῆ. Οἱ κάτοικοι π.χ. τοῦ νοτίου ημισφαιρίου τῆς γῆς τελοῦσι τοῦτο τὸ Φθινόπωρον, ὅτε οἱ τοῦ βορείου ἔχουσιν ἔαρ».



(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)




ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ













0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top