Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ σήμανε τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας Του. Ἔτσι ἄρχισε τὸ θεῖο Κήρυγμά Του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. δ’ 17).

Γι΄ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς θείας καὶ ἐνδόξου Μεταμορφώσεώς Του, λίγο καιρὸ πρὶν ἀπὸ τὰ Πάθη καὶ τὴν σωτήριο Σταύρωση, διακήρυξε ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ στέκονται ἐδῶ (ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Μαθητάς Του), οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, «ἕως ἄν ἴδωσι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ’ 28).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βεβαιώνει ὅτι «δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ Βασιλείαν ἑαυτοῦ καλῶν, τὸ φῶς τῆς οἰκείας Μεταμορφώσεως». Ὁ αὐτὸς Ἅγιος ἀποσαφηνίζει ὅτι τὸ νὰ ἔρχεται ἡ Βασιλεία Του, δὲν δηλώνει ὅτι φθάνει ἀπὸ ἀλλοῦ σὲ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ «πανταχοῦ ἐστὶν ὁ τοῦ παντὸς Βασιλεύς, καὶ πανταχοῦ ἐστὶν ἡ Βασιλεία αὐτοῦ», ἀλλὰ (δηλώνει) ὅτι αὐτὴ φανερώνεται-ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ δύναμη αὐτὴ δὲν παραγίνεται στοὺς τυχόντες, ἀλλὰ «τοῖς ἑστηκόσι μετὰ τοῦ Κυρίου», δηλαδὴ στοὺς στηριγμένους στὴν πίστη Του κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν τριῶν προκρίτων Ἀποστόλων, Πέτρου Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, τοὺς ὁποίους συμπαρέλαβε ὁ Κύριος στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, στὸ Θαβώρ.

Τί σημαίνει ὅμως «μεταμορφώθηκε»; Σημαίνει ὅτι ἄνοιξε ὅπως εὐδόκησε λίγο ἀπὸ τὴν Θεότητά Του καὶ ἔδειξε στοὺς Ἀποστόλους τὸν ἔνοικο Θεό. Αὐτὸ ἐννοοῦμε, ὅταν ψάλλουμε στοὺς ὕμνους τῆς Ἑορτῆς: «Τῆς Θεότητός σου, Χριστέ, ἀμυδρὰν αὐγὴν παραγυμνώσας τοῖς συναναβᾶσί σοι ἐπὶ τοῦ ὄρους…».

Αὐτὸ ὅμως ποὺ οἰκονομικῶς καὶ «ἀμυδρῶς», «καθὼς ἠδύναντο», εἶδαν οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, συνέβαινε πάντοτε, καθ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείου Παρουσίας τοῦ Λόγου. Διότι ἤδη ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συλλήψεως τῆς Σαρκός, ποὺ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προσέλαβε ἐν τῷ Προσώπῳ Του, τὴν θέωσε καὶ τὴν πλούτισε μὲ τὰ «αὐχήματα», δηλαδὴ μὲ τὴν Δόξα τῆς Θεότητος, ἑνώνοντάς την ὑποστατικῶς μὲ τὴν θεία Του Φύση, ἐντὸς τῆς Παναχράντου Θεοτόκου. Ἡ ὑποστατικὴ ὅμως ἕνωση δὲν κατήργησε, οὔτε σύγχυσε τὶς δύο τέλειες Φύσεις, Θεία καὶ Ἀνθρώπινη. Διότι, σύμφωνα μὲ τὴν Δογματικὴ διατύπωση τῆς ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκαν οἱ δύο Φύσεις «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως».

Ὁ Θεάνθρωπος λοιπὸν «εἶχε ὑπὸ τὴν σάρκα κεκρυμμένην τὴν λαμπρότητα τῆς φύσεως τῆς θείας», κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Καὶ αὐτὴ ἡ θεία δόξα καὶ λαμπρότητα ἦταν ἀθέατη, διότι ἡ περίοδος μέχρι τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ταφή, ἦταν περίοδος «κενώσεως» (Φιλιπ. β’ 7), ἄκρας ταπεινώσεως, ὅπου ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί» (Ρωμ. η’ 3), χαρίζοντάς μας τὴν θεία Ἀπολύτρωση.

Ἡ Μεταμόρφωσις ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητὴ φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, πρὶν ἀπὸ τὴν φανέρωση αὐτῆς στὴν πληρότητά της κατὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψή Του. Μεταμορφώθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι «βροτὸς (δηλαδὴ θνητὸς) τὸ ὁρώμενον, ἀλλὰ Θεὸς τὸ κρυπτόμενον».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι τὸ Πρόσωπον Αὐτοῦ ἔλαμψεν «ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. ιζ’ 2). Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἦταν αἰσθητὸ καὶ κτιστὸ «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ ἄκτιστο ὡς «δόξα τοῦ Θεοῦ Πατρός». Καὶ ὅπως αὐτὸ δὲν ἦταν αἰσθητό, ἔτσι καὶ οἱ βλέποντες (οἱ Μαθητές), δὲν τὸ εἶδαν ἁπλῶς μὲ τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ μὲ μετασκευασμένους «τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του «διήνοιξεν αὐτῶν τῶν νοῦν τοῦ συνιέναι (γιὰ νὰ καταλαβαίνουν) τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45), «διανοίγει» καὶ στὸ Θαβὼρ τὰ μάτια τους καὶ ἀπὸ τυφλοὺς τοὺς καθιστᾶ βλέποντας. Εἶχε ἤδη προηγηθεῖ τρίχρονη μαθητεία τους κοντὰ στὸν Χριστό. Γι΄ αὐτὸ ἡ καθαρμένη καρδιά τους δέχεται τὴν θεία Χάρη καὶ θεωροῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν θεϊκὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἔτσι δὲν τυφλώθηκαν, ὅπως δὲν τυφλώθηκε καὶ ἡ Μυροφόρος Μαρία ἡ Μαγδαληνή, βλέπουσα τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τυφλώθηκε, ὅταν ὡς διώκτης Σαῦλος εἶδε τὸ ἴδιο Φῶς στὴν πορεία του πρὸς τὴν Δαμασκό (βλ. Πράξ. θ’ 8).

Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι καὶ οἱ καταξιωθέντες τῆς μετοχῆς τοῦ θείου αὐτοῦ Φωτὸς ἄνθρωποι, τὸ δέχονται μόνον «χάριτι» ἀπὸ τὸ «φύσει» ὑπᾶρχον ἐντὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ἐπίσης, ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ φυσικὴ ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι θεία Οὐσία, ἡ Ὁποία εἶναι τελείως ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ τὰ δημουργήματα.

Ἡ ἐμφάνιση δὲ τοῦ Μωυσέως καὶ τοῦ Ἠλία ἀπεκάλυπτε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ζώντων καὶ νεκρῶν, ὅτι εἶναι Κύριος τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ἀφοῦ ὅλες οἱ προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Αὐτὸν προδήλωναν καὶ σὲ Αὐτὸν ἀπέβλεπαν, καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ συγχέεται ὁ Κύριος μὲ τοὺς δούλους.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, σημειώνεται, ὅτι δὲν ἤξερε τὶ ἔλεγε ὅταν μίλησε γιὰ τρεῖς σκηνές, ἐπειδὴ ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ καιρὸς τῆς συντελείας δὲν εἶχε φθάσει -ἀλλὰ καὶ ὅταν φθάσει δὲν θὰ χρειάζονται χειροποίητες σκηνές-, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους ἐξ αἰτίας τῆς ὁμοιότητος τῶν σκηνῶν. Διότι ὁ μὲν Χριστός, ὡς Υἱὸς γνήσιος, «ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρὸς ἐστίν», ἐνῶ οἱ Προφῆτες, ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ, «ἐν τοῖς κόλποις Ἀβραὰμ οἰκήσουσιν», κατὰ τὴν ἐξήγηση καὶ πάλι τοῦ Ἁγίου τοῦ Φωτὸς καὶ Κήρυκος τῆς Χάριτος Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Θαυματουργοῦ.

Τότε, «νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτοὺς» (Ματθ. ιζ’ 5), δείχνοντας «τίς ἡ τῷ Χριστῷ πρέπουσα σκηνή». Καὶ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς «ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν΄ ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε». Ἔχουμε καὶ ἐδῶ δηλαδὴ ὅπως καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μία καταπληκτικὴ Θεοφάνεια, μία Ἁγιοτριαδικὴ φανέρωση τοῦ Ἑνὸς κατὰ τὴν Οὐσία ἀλλὰ Τριῶν κατὰ τὶς Ὑποστάσεις Θεοῦ. Ὁ Ἄναρχος Πατὴρ εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως στὸν Ἀγαπητὸ Υἱό Του. Τὸ δὲ Ἅγιο Πνεῦμα ὑποδηλώνεται μὲ τὴν φωτεινὴ Νεφέλη. Τὸ ὅλο Μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ Σωτηρίας εἶναι Ἁγιοτριαδικό: Ὁ Πατὴρ εὐδοκεῖ, ὁ Υἱὸς σαρκοῦται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνεργεῖ.

Κατὰ τὴν Μεταμόρφωση ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε τὴν πρωταρχικὴ ὡραιότητα τῆς φύσεώς μας: «ἔδειξε τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», σύμφωνα μὲ τὴν ἑόρτια ὑμνολογία, ὅπως τὸ εἴχαμε ἐντὸς τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Εἶναι σὰν νὰ μᾶς ἔλεγε: «Νὰ ποιοὶ ἤσασταν πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση σας, νὰ μὲ τὶ εἴδους ἱμάτια καὶ τὶ εἴδους δόξα περικοσμοῦνταν οἱ προπάτορες πρὸ τῆς παρακοῆς». Γι΄ αὐτὸ καὶ ἐνῶ ἦσαν γυμνοί, δὲν αἰσχύνονταν.

Ἀλλὰ ἡ Μεταμόρφωση δὲν στρέφεται μόνον πρὸς τὰ πίσω, στὴν ἀρχή. Ἀτενίζει καὶ ἐμπρὸς πρὸς τὴν τελικὴ δόξα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἑορτή, μία ἑορτὴ τῆς μελλούσης ἐλπίδος. Ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο «τὰ προοίμια τῆς ἐνδόξου Αὐτοῦ Παρουσίας». Ὁ Σωτῆρας μας εἶπε στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι, «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς αὑτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43).

Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβῶνα τῆς «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα. Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔτσι διδάσκει λέγοντας ὅτι, «[ὁ Χριστὸς] μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ…» (Φιλιπ. γ’ 21).

Ὁ Χριστὸς μεταβίβασε καὶ μεταβιβάζει τὴν ζωὴ καὶ τὸ φῶς καὶ τὸν δοξασμὸ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν καὶ θέλουν νὰ μένουν ἑνωμένοι μαζί Του. Ἡ ἕνωσις αὐτὴ εἶναι ὁ νέος Παράδεισος. Καὶ αὐτὸς ὁ νέος Παράδεισος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, τὴν «κοινωνίαν θεώσεως», τὸ ζῶν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν «τόπον» φανερώσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προσοικειώσεως Αὐτῆς ἀπὸ τοὺς βαπτισθέντας πιστούς, μέσῳ τῶν ἁγίων Ἀρετῶν καὶ τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, καὶ μάλιστα ἐντὸς τῆς Λειτουργικῆς καὶ Εὐχαριστιακῆς ἐμπειρίας της.

Καὶ τοῦτο, διότι τὸ θέμα τῆς Μεταμορφώσεως δὲν ἀναφέρεται τελικὰ οὔτε μόνον στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, οὔτε μόνον στὴν μελλοντική. Ὁ κάθε πιστὸς κάθε ἐποχῆς πρέπει νὰ μεταμορφωθεῖ-ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πορεία του στὴν γῆ τούτη. Πρέπει νὰ ἀνέλθει διὰ τῆς κοπιώδους πορείας τῆς ὑπομονῆς, ἀσκήσεως καὶ τῶν ἀρετῶν στὸ δικό του Θαβώρ, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἐκεῖ τὴν ἄρρητη γλυκύτητα τοῦ Φωτὸς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προγευθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ ὁποία κατὰ τὴν θεία βεβαίωση «ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ’ 21).

Ὅμως αἰσθητοποιεῖται ἀδιόρατα, χωρὶς παρατήρηση, στὸν βαθμὸ ποὺ ἀνερχόμαστε ἀγόγγυστα, ἐν εὐχαριστίᾳ, τὸν Γολγοθᾶ τῶν δοκιμασιῶν καὶ παθημάτων μας στὴν ἐπίγεια ζωή μας· καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ καθαιρόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, ποὺ ταπεινωνόμαστε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, ποὺ νηστεύουμε γιὰ νὰ ἀνακουφισθοῦμε, ποὺ προσευχόμαστε γιὰ νὰ πτερωθοῦμε καὶ νὰ ἀνέλθουμε ἀναβάσεις θεῖες. Ποὺ συγχωροῦμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε καὶ ποὺ ἐλεοῦμε γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ ποὺ δὲν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε.

«Δεῦτε συνανέλθωμεν ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιον…», ψάλλουμε ἐνθουσιαστικά, ἵνα «φωτὶ προσλάβωμεν φῶς καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι…», διότι «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καὶ τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Ἡ κλήση μας συνίσταται στὸν «ὁλοτελῆ» (Α’ Θεσ. ε’ 23) ἁγιασμό μας, στὴν θέωσή μας. «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16), μᾶς προτρέπει ὁ Θεὸς διὰ τῶν Γραφῶν.

Οἱ περισσότεροι, ἀκόμη καὶ κατ΄ ὄνομα ὀρθόδοξοι καὶ χριστιανοί, εἴτε μὲ τὴν ἀποστασία στὴν Πίστη εἴτε μὲ τὴν ἀπρόσεκτη κοσμικόφρονα ζωή, μὲ συνεχεῖς ἀβαρίες στὴν συνείδηση ἀπὸ τὴν ἀδιάκριτη καὶ ἀκατάπαυστη ἐνασχόληση μὲ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, ἕνεκα περιεργείας καὶ ἔλλειψης ψυχικῆς γαλήνης, χάνουν τὸν καθαυτὸ προσανατολισμό τους καὶ κατ΄ ἐπέκταση χάνονται στὸ ἔρεβος τῶν φαντασιῶν καὶ τῶν πλανῶν ποὺ κυριαρχοῦν στὴν οἰκουμένη, ἀδυνατοῦντες νὰ διατελοῦν στὴν θεάρεστη ἐκείνη κατάσταση εἰρήνης καὶ ἡσυχίας πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κύρια προϋπόθεση θεογνωσίας καὶ θεο-κοινωνίας.

Ἐμεῖς δὲ οἱ ταπεινοὶ καὶ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἐλεηθέντες νὰ ἀνήκουμε στὸ μικρὸν Ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος στὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἄς μὴν παύσουμε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητα καὶ ἀνεπάρκειά μας, μὰ καὶ συναισθανόμενοι τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας, νὰ ἱκετεύουμε παρακλητικῶς: «λάμψον, Κύριε, καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς Σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα Σοι!».

+ ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμης





ΠΗΓΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top