Ήταν πρωί, όταν κάτω από μιά κληματαριά και δίπλα σ’ ένα μαγκάνι ανταμώθηκαν οι δύο άντρες. Καμμιά ανθρώπινη παρουσία δεν τάραζε κείνη τη μέρα τη μοναξιά τους και κανένα εμπόδιο δε στάθηκε ανάμεσα στις ψυχές τους, ώστε ν’ αδερφωθούν από την πρώτη στιγμή που κοιταχτήκαν.

Ο Χριστοπανάγος, με χαρούμενη ταπείνωση, γονάτισε, φίλησε το χέρι του Ιγνάτιου και κείνος, με την ίδια ταπείνωση και αγάπη, σήκωσε τον ερημίτη και ο ένας βρέθηκε στην αγκάλη του άλλου.
Ο Χριστοπανάγος γύρεψε να ξαγορευτεί, γιατί στην ερημιά που ησύχαζε δεν είχε την ευκολία να βρει τέτοιο ξαγορευτή και να πει τα κρίματά του.
Ο Ιγνάτιος τον άκουσε πολλήν ώρα να ξετυλίγει μπροστά του την ιστορία του και αφέθηκε να οδηγηθεί ως τα πιο σκιερά μονοπάτια της ψυχής του Χριστοπανάγου. Τέσσερις ολάκερες ώρες μιλούσε ο Χριστοπανάγος και τέσερρις ολάκερες ώρες άκουγεν ο Ιγνάτιος.
Μόνο όταν τελείωσε και αφού ακολούθησε σιωπηλή διακοπή ο Ιγνάτιος είπε:
– Σ’ ευχαριστώ, Χριστόφορε, γιατί με σεργιάνησες σ’ αυτόν τον κόσμο του Θεού. Δοξολογώ τον Κύριο που μούδωκε τη μεγάλη χαρά νά γνωρίσω σήμερα το νέο κήρυκα του Λόγου του.
Ο Χριστοπανάγος στήλωσε ολόγιομα τα μάτια του χωρίς να καταλαβαίνει.
– Τί είπες πάτερ Ιγνάτιε; τον ρώτησε.
– Είπα πως αποκτήσαμε μία καινούρια φωνή που θα κηρύξει το λόγο του.
– Είμ’ ένας αγράμματος χωριάτης πάτερ Ιγνάτιε, διαμαρτυρήθηκε ο Xριστοπανάγος. Τί ξέρω εγώ να κηρύξω; Πώς θα κυβερνήσω τις ψυχές των άλλων αφού είμαι ανήμπορος να κυβερνήσω τη δική μου;
– Θα τις κυβερνήσεις τ΄αποκρίθη με σιγουριά ο Ιγνάτιος, με τη βοήθεια εκείνου που έκαμε πανσόφους τους αλιείς. Δεν είναι η σοφία της γης το ζητούμενο, αλλά η αγάπη του Χριστού. Δεν είναι το ψήλωμα του νου το ποθούμενο αλλά η ταπείνωση. Δεν είναι ο ήλιος η σελήνη και τ’ άστρα το ανέσπερο φως, αλλά ο Θεός που τα έπλασε. Αυτά κάποτε θα τελειώσουν, αλλά ο Λόγος του Χριστού δεν θα τελειώσει ποτέ. Μη σπαταλάς την έγνοια σου με το τι θα πεις και το τι θα πράξεις αύριο, αλλά ζήτα από τον Κύριο να σου χαρίσει σήμερα τον επιούσιο άρτο και αυτός είναι αρκετός για να θραφεί το πνεύμα σου και να κηρύξεις. Γιατί ο άρτος που ζητούμε στο Πάτερ Ημών δεν είναι το ψωμί που θρέφει το σώμα μας, αλλά ο άρτος που θρέφει την ψυχή μας και γι’ αυτό λέγεται και επιούσιος. Υπόταξε το νου σου και άφησε την καρδιά σου και την ψυχή σου να μιλούν στους ανθρώπους. Ζωντάνευε το Λόγο του Θεού με το παράδειγμα και οι άνθρωποι θα τρέξουν ξωπίσω, γιατί καίγονται και διψούν και κανείς δε βρίσκεται να απωθέσει στα ξεραμένα χείλια τους μια σταλαγματιά δροσιάς.
– Και η Εκκλησία; ψιθύρησε όλο κατάνυξη ο Χριστόφορος.
– Η Εκκλησία … επανέλαβε μηχανικά ο Ιγνάτιος και κόμπασε…
– Γιατί δεν αποκρίνεσαι, Ιγνάτιε; ρώτησεν ο Χριστόφορος.
Αντίς όμως για απόκριση, από τα μάτια του νέου ιερωμένου κύλησαν δάκρυα και ακολούθησε σιωπή που ιστορούσε πράγματα πιο φοβερά από κείνα που μπορούν να ιστορήσουν τα λόγια…
Ένα από τα πιο δύσκολα περάσματα, αντίκρυζαν κείνη τη στιγμή οι δύο άντρες. Έβλεπαν ένα βουνό να ορθώνεται μπροστά τους.
Το μυαλό του Χριστοπανάγου πήγε στον παπά-Σοφιανό, στον παπά-Κουζούλη και σε δέκα άλλους που είχε γνωρίσει όσο έσφαζε ζώα. Ο Ιγνάτιος όμως, σα να διάβασε τους λογισμούς του, τον απομάκρυνε απ’ αυτή την εικόνα.
– Δεν βρίσκεται εκεί το κακό, του είπε. Λιγότερο φταίνε οι συφοριασμένοι παπάδες και περισσότερο κείνοι που τους χειροτόνησαν και κείνοι που τους κατάντησαν σ’ αυτά τα χάλια. Το κακό φωλιάζει στο κεφάλι Χριστόφορε.
– Στο βασιλιά;
– Αυτός έχει το λιγότερο φταίξιμο…
– Τότες ποιός είναι το κεφάλι;
– Αυτοί που τριγυρίζουνε το βασιλιά και οι δεσποτάδες της Εκκλησίας.
Ο Χριστόφορος κοιτούσεν όλο απορία. Είχε στηλώσει εναγώνια τα μάτια και κρεμόταν από τα χείλη του Ιγνάτιου.
– Μην ταράζεσαι, του είπεν ο Ιγνάτιος, και μην ξεχνάς το λόγο του Παύλου ότι όπου πλεονάσει η αμαρτία θα υπερπερισσεύει η χάρις. Πρέπει λοιπόν να απολησμονήσεις τον εαυτό σου και να καταπιαστείς με το κήρυγμα. Νάχεις έτοιμη την ψυχή και το σώμα για όλες τις κακουχίες και τους κατατρεγμούς. Ο λόγος του Χριστού, όσο κι αν είναι λόγος αγάπης, καίει σαν το πυρωμένο σίδερο. Πολλοί θα σηκωθούν, άρχοντοι και δυνατοί, και θα μας χτυπήσουν. Μη σε πικραίνουν οι χλευασμοί, μη σε βαραθρώσει η αδικία και μην αφήσεις να σε καταβάλλουν του σαρκίου οι πόνοι. Βάλε στο τέλμα του δρόμου σου το σταυρό και η νίκη είναι δική σου…
– Είμαι έτοιμος για όλα είπε ο Χριστοπανάγος, αλλά δεν ξέρω που είναι το σκάνταλο και τι λογής είναι.
Ο Ιγνάτιος δεν αποκρίθηκεν αμέσως αλλά σηκώθηκε και βγήκε στο λιακωτό.
– Είναι τόσα πολλά, συνέχισεν ο Ιγνάτιος, που ο νους δεν μου δείχνει πούθε ν’ αρχίσω. Λίγες φορές η Ορθοδοξία έζησε τόσο ύπουλο και ξεθεμελιωτικό διωγμό. Ο σατανάς έκανε εφτά χρόνια υπομονή να λευτερωθεί τούτος ο τόπος, για να θεμελιώσει το έργο του θαυμαστά και περίτεχνα. Ό,τι δεν κατάφερε να πετύχει τον καιρό της σκλαβιάς, πάει να το θεμελιώσει και να το πυργώσει σήμερα. Ξέρεις τι έγινε εδώ και λίγα χρόνια στη Σίφνο;
– Όχι, αποκρίθη ο Χριστόφορος.
– Άκουσε λοιπόν αυτή την ιστορία και θα καταλάβεις πολλά. Στις εφτά η ώρα το πρωί χτύπησεν η μεγάλη πόρτα του μοναστηριού. Καλοί χριστιανοί είχαν πληροφορήσει την ηγουμένη και τις καλόγρηες πως η εξουσία ετοιμάζει γιουρούσι στο μοναστήρι…
– Γιατί;
– Γιατί η Αθήνα είχε πάρει την απόφαση να κλείσει πολλά μοναστήρια. Τάβρισκε περιττά και βλαφτικά. Όταν χτύπησεν η πόρτα οι καλόγρηες είχαν σηκωθεί από το φτωχό πρωϊνό κολατσιό και δεν είχαν προκάμει ακόμη να καταπιαστούν με τις δουλειές του μοναστηριού… «Ανοίξτε γρήγορα…» ακούστηκε μια βροντερή αντρίκεια φωνή. Η γερόντισσα Πελαγία ειδοπποίησε την ηγουμένη, τη φημισμένη μητέρα Φεβρονία, εβδομήντα χρονώ γερόντισσα, που είχε μπει στη δούλεψη του Κυρίου από κορίτσι δώδεκα χρονώ, όταν η χήρα μάνα της έταξε σε μιαν αρρώστιά της να καλογερέψει κι αυτή και το κορίτσι αν έκανε ο Θεός το θάμα του και το γλύτωνε… Η ηγουμένη λοιπόν δεν πρόκαμε ν’ αποκριθεί κι οι κασμάδες άρχισαν να χτυπούν στην πόρτα και να σκίζουν τα παλαιικά ξύλα της. Ό,τι δεν είχαν κάμει οι Τούρκοι, το κάνανε οι δικοί μας. Έλληνες βαφτισμένοι στη θρησκεία του Χριστού. Οι καλόγρηες φοβισμένες τρέξανε και ζάρωσαν μπροστά στο τέμπλο κι η γερόντισσα Φεβρονία πρόσταξε: «Ελάτε να προσευχηθούμε αδελφές στην Παρθένα κι αφήστε τον Εωσφόρο να κάνει το έργο του…». Σε λίγο τα ξύλα της πόρτας γύρανε προς τα μέσα και ο δρόμος άνοιξε διάπλατος στο γιουρούσι. Δεκαπέντε άντρες μανιασμένοι, με καπετάνιο τον έπαρχο, χύμηξαν στην εκκλησιά και μπήκαν στο ιερό. Άρχισαν ν’ αρπάζουν από την Αγία Τράπεζα και από την Πρόθεση και να πετούν στη μέση της εκκλησιάς τα δισκοπότηρα, τ’ Αντιμήνσιο, τ’ αρτοφόρια, τα ιερά σκεύη, τα θυμιατά, τα Ευαγγέλια και να φτιάχνουν ένα σωρό μαζί με τ’ άμφια και τα ιερά επιτραπέζια. Ύστερα άρχισαν να ξηλώνουν τις εικόνες του τέμπλου και να ξεκρεμούν όλα τα εικονίσματα, που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο και να τα πετούν σαν σκουπίδια πάνω στο σωρό. Ξεκρεμάσανε τα καντήλια, μαζέψανε τα καντηλέρια κι όλα τ’ ασημένια τάματα, αδειάσαν τα κελιά απ΄τα εικονίσματα και τα φτωχά χράμια και τις φλοκάτες, πήρανε όλα τα υφαντά που είχανε φτιάξει με τα χέρια τους στους αργαλιούς οι καλόγρηες κι αρπάξανε ως κι αυτά τα τσουκάλια της κουζίνας και τα μπακιρικά. Όλα τούτα τα πράματα τα φορτώσανε ανάκατα στα ζώα κι αφού ερημώσανε και χαλάσανε το μοναστήρι, πέσανε σαν αγαρινοί στις καλόγρηες, τις μαστίγωσαν, τις σούρανε από τα μαλλιά, τις πέταξαν έξω, κάρφωσαν τις πόρτες και τα παράθυρα και φύγανε.
– Γιατί ξέσπασε τέτοια μανία σ’ αυτό το μοναστήρι;
– Η ίδια και χειρότερη μανία ξέσπασε στα περισσότερα αδερφέ Χριστόφορε, αποκρίθη ο Ιγνάτιος…
Ο Χριστοπανάγος έπεσε σε βαθειά συλλογή και για πολλήν ώρα ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος πρόφερε λέξη. Μονάχα το τζιτζίκι ακουγόταν και τίποτ’ άλλο.
– Γι’ αυτό αγωνιστήκαμε εφτά χρόνια; ρώτησεν ο Χριστόφορος. Γι’ αυτό ρημάξαμε, για να στήσουμε τέτοιο βασίλειο; Τέτοιος είναι ο καρπός της λευτεριάς μας; Γιατί Ιγνάτιε; Γιατί;
– Γιατί η ζωή του Έθνους ξεμάκρυνε από την Ορθοδοξία, γιατί είναι βυθισμένη στο ψέμα.
– Σε ποιο ψέμα; ξαναρώτησεν ο Χριστόφορος.
– Στο μεγάλο ψέμα. Γιατί δυο λογιώ είναι το ψέμα. Αν πας στο μπακάλη και ψουνήσεις ελιές κι αυτός αντί να σου πει πέντε, που γράφει η ζυγαριά, σου πει δέκα, σε κλέβει επειδή δεν είχες το νου σου να κοιτάξεις τη ζυγαριά. Αν όμως ο μπακάλης, θέλοντας νάναι πιο σίγουρος στην κλεψιά καταφέρνει να ψευτίσει την ίδια τη ζυγαριά, ώστε μοναχή της να γράφει δέκα όταν το βάρος είναι πέντε, τότε καταργιέται το κριτήριο που έστεκε ανάμεσα [στον] μπακάλη και [στον] πελάτη για να διαλαλεί το σωστό. Ο μπακάλης έχει σκοτώσει τον κριτή, κι επειδή αυτό το ψέμα, που είναι και το πιο φοβερό, δεν το υποψιάζεσαι, γι αυτό, τούτο το ψέμα, είναι ο ίδιος ο σατανάς ενσαρκωμένος. Από την ώρα που ψευτίσει η ζυγαριά, το πνέμα του ανθρώπου υποδουλώνεται και δουλεύει το διάβολο. Λευτερωθήκαμε από τον αγαρηνό και πρώτη μας πράξη στο δρόμο της λευτεριάς ήτανε να κλείσουμε το στόμα της αλήθειας. Να ψευτίσουμε τη ζυγαριά της πίστης. Να λησμονήσουμε πως τα μοναστήρια, στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, φυλάξανε κα την πίστη και την παιδεία, και πως όσοι μάθανε γράμματα στα μοναστήρια τα μάθανε. Εκεί πρωτοσυλλάβησε το χωριατόπουλο και κει ακόνισε το νου του ο γραμμματισμένος. Λίγο ο μακαρίτης, ο κυβερνήτης, λίγο η αντιβασιλεία, λίγο οι προεστοί, λίγο οι δεσποτάδες, όλοι τους βοηθήσανε το κράτος να γίνει η κεφαλή της εκκλησίας. Έτσι η εκκλησία έπαψε πια νάναι το πνευματικό μας κεφάλι, κι έγινε όμοια με τον έφορο ή τον χωροφύλακα. Ένα παρακλάδι στο δέντρο της πολιτείας κι ο πιο ασήμαντος τροχός στη μηχανή.
– Και ποιά είν’ η ζυγαριά που ψεύτισε;
– Η ιεραρχία, αποκρίθη με δάκρυα στα μάτια ο Ιγνάτιος. Απαράτησε τα δικά της ζύγια, τα ζύγια του Χριστού και ζυγιάζει με τα ψευτισμένα ζύγια που της έδωκεν η εξουσία. Έτσι το Έθνος γελιέται, χωρίς να του το λένε κι ο σατανάς χασκογελά κρυμένος σ’ όλα τα ισκιερά μέρη του δρόμου μας.


Από το βιβλίο
ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
του ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ – 1984
Έβδομη Έκδοση (σελ. 96-101)





ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top