(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ - ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ Η ΕΡΓΑΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ, ΠΡΩΤΑ Ο ΘΕΟΣ, ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΑ)
***
Η ολοκλήρωση της εκκλησιολογικής λογικής του μακαρίτη πλέον Αθανασίου Σακαρέλλου ολοκληρώνεται με την παρουσίαση μιας ακόμη αντορθόδοξης θέσης που αφορά στην εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος και το πρόβλημα της διασπάσεως εντός των κόλπων της. Γράφει: "Η Εκκλησία, επειδή είναι "μία", έχει αδιάσπαστη ενότητα. Αυτό είναι βασική δογματική διδασκαλία της. Αν διασπασθεί η ενότητά της σε δύο, ή περισσότερα κομμάτια, το ένα από τα κομμάτια αυτά θα είναι ή "μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία". Το άλλο κομμάτι θα είναι σχίσμα! Δεν υπάρχουν άλλες, ή πολλές εκκλησίες! Όποιος, λοιπόν, αποκόπτεται απ’ το σώμα της "μίας αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας", γίνεται κατ’ ανάγκη σχισματικός, αιρετικός!…Εάν κάποιος ιερεύς ή διάκονος αρνηθεί να μνημονεύσει το όνομα του επισκόπου του, αυτό σημαίνει, ότι ο κληρικός αυτός, αποσχίσθηκε από τη τοπική Εκκλησία. Και όταν κάποιος αποσχίζεται από την τοπική εκκλησία, που ανήκει, αποσχίζεται από ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού. Είναι «εκτός Εκκλησίας»!"(Π, 84-85). Την θεώρηση αυτή ο Σακαρέλλος την είχε αναπτύξει από την περίοδο ακόμη που ακολουθούσε το νέο ημερολόγιο και την χρησιμοποιούσε στην επιχειρηματολογία του κατά των Γνησίων Ορθοδόξων θεωρώντας πως το 1924, με τον ημερολογιακό διχασμό, το "κομμάτι" που δεν ακολούθησε την Καινοτομία (δηλαδή οι Παλαιοημερολογίτες) κατέστη σχισματικό και εκτός Εκκλησίας. Όταν προσχώρησε στην Εκκλησία μας κράτησε ακριβώς την ίδια εκκλησιολογία, απλά αντιστρέφοντάς την και επεκτείνοντάς την. Δηλαδή πρέσβευε πλέον πως η μερίδα που ακολούθησε την Καινοτομία (δηλαδή οι Νεοημερολογίτες) κατέστη σχισματική και εκτός Εκκλησίαςˑ αλλά πρόσθετε ότι και όλες οι μερίδες των Παλαιοημερολογιτών κατέστησαν σχισματικές και εκτός Εκκλησίας, πλην μόνο μίας, επειδή η Εκκλησία αναγκαστικά πρέπει να είναι "μία" διοικητικώς! Γράφει χαρακτηριστικά: "...ποια μερίδα, που χωρίστηκαν οι πιστοί στις 10 Μαρτίου το 1924, είναι η «Εκκλησία του Χριστού». Εάν «Εκκλησία του Χριστού» είναι οι Νεοημερολογίτες, τότε όσοι συνέχισαν ν’ ακολουθούν το Παληό ημερολόγιο, αναγκαστικά είναι «εκτός Εκκλησίας», χωρίς ιερωσύνη και χάρη μυστηρίων! Εάν όμως, «Εκκλησία του Χριστού» είναι όσοι ακολουθούν το Παληό ημερολόγιο, τότε αναγκαστικά οι Νεοημερολογίτες είναι «εκτός Εκκλησίας», χωρίς ιερωσύνη και χάρη μυστηρίων!"(Π, 120). Και αλλού: "Εάν, λοιπόν, οι διασπάσεις των μελών της Εκκλησίας, που έγιναν μέχρι το 1924, δεν εξαφάνισαν την Εκκλησία του Χριστού, την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική, κατά τον ίδιο τρόπο δεν έπαυσε να υπάρχει η Εκκλησία και μετά το 1924, παρότι ορισμένοι πιστοί, που ακολουθούν το Παλαιό Ημερολόγιο, δυστυχώς, αποσπάστηκαν από τη Μία Εκκλησία (του Παλαιού Ημερολογίου) και προσχώρησαν σε τέσσερες Παρατάξεις κι ορισμένες άλλες ολιγάριθμες φατρίες, που υπάρχουν! Η Εκκλησία του Χριστού και όταν διαιρείται, παραμένει Μία!"(Π, 207). Και αλλού: "Είναι γεγονός, πώς σήμερα όσοι εξακολουθούν να ακολουθούν το Παληό Ημερολόγιο είναι κατεσπαρμένοι σε πολλές Παρατάξεις… Είναι επίσης γεγονός, πως η κάθε μιά από τις παραπάνω αυτές Παρατάξεις εμφανίζει αυθαίρετα τον εαυτό της ως την Μόνη αληθινή «μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία», όλες δε τις άλλες σχισματικές, όμως αυτό δεν μπορεί να είναι πλήρως αληθές, γιατί δεν μπορούν, όλες οι παραπάνω Παρατάξεις να είναι πράγματι η καθεμία τους η «Μία» Εκκλησία του Χριστού. Ο Χριστός ίδρυσε μόνο μία Εκκλησία. Και ναι μεν, η κάθε μιά από τις παραπάνω Παρατάξεις έχει το «δικαίωμα», σύμφωνα με τα κοσμικά κριτήρια, να πιστεύει ότι είναι η «Εκκλησία του Χριστού», ή ό,τι άλλο θέλει. …υπάρχει η "Μία" Εκκλησία του Χριστού, δηλ. μία απ' όλες τις πιό πάνω Παρατάξεις είναι η Εκκλησία. …Τι θα γίνει με τις πιό πάνω Παρατάξεις του Παλαιού Ημερολογίου, που εμφανίζονται ως η «Εκκλησία του Χριστού»; Δεν θα πρέπει κάποτε να εκλείψουν και να υπάρχει μόνο η «Μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία»; …Ορισμένοι, θέλουν να γίνει η ένωση των Παρατάξεων του Παλαιού Ημερολογίου σύμφωνα τώρα με τα παραπάνω πρότυπα του Οικουμενισμού! Έτσι, καλλιεργούν ένα νέο είδος Οικουμενισμού, τον Παλαιοημερολογίτικο Οικουμενισμό, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι Παρατάξεις του Παλαιού Ημερολογίου είναι το ίδιο πράγμα, όλες είναι «Εκκλησίες του Χριστού» και συνεπώς όλες μπορούν να ενοποιηθούν σε μία Εκκλησία, την «Εκκλησία του Χριστού»! Αυτός είναι ο Οικουμενισμός «εκ δεξιών»! Και τον χαρακτηρίζουμε Οικουμενισμό «εκ δεξιών», γιατί όπως λέγει ο Απ. Παύλος υπάρχει πόλεμος «εξ αριστερών» και πόλεμος «εκ δεξιών». Με τον τρόπο αυτό διαστέλλουμε τα δύο είδη Οικουμενισμού. Το είδος αυτό του Οικουμενισμού στο χώρο του Παλαιού Ημερολογίου σημαίνει ότι καμία από τις Παρατάξεις του δεν αποτελεί την Εκκλησία του Χριστού" ( http://orthodoxia.forumup.gr/about492-orthodoxia.html , με το διαδικτυακό του ψευδώνυμο «Κοσμάς») .
Η εκκλησιολογία αυτή επίσης ήταν εμφανής και στον, αλήστου μνήμης, «Καταστατικό Χάρτη» του 1998 (του οποίου ο Σακαρέλλος υπήρξε ο αφανής μεν, αλλά κύριος συντάκτης). Σε αυτόν διαβάζουμε: «Ἄρθρον 1ον. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ. α) Ἡ «Ἐκκλησία Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος» εἶναι ἡ ἐν Ἑλλάδι τοπικὴ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ἵδρυσεν ὁ Χριστός. …β) Ἡ «Ἐκκλησία Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος» ἢ «Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία» ἀποτελεῖ τὴν κανονικὴν καὶ ἀδιάσπαστον συνέχειαν τῆς ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἱδρυθείσης Μιᾶς ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, μετὰ τὴν ἀπόσπασιν ἀπ᾿ αὐτὴν πάντων τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν μέχρι τῶν καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν τοῦ 1924 καὶ ὡρισμένων ὁμάδων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν διαφόρους καθηρημένους πρώην κληρικούς μας ἢ ἀχειροτόνητα ἄτομα …πιστεύει καὶ ὁμολογεῖ ὅτι αὕτη εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς σωτηρίας τῶν μελῶν της καὶ ἀναγνωρίζει ὡς σωστικὰ καὶ μεταδοτικὰ θείας χάριτος μόνον τὰ ὑπ᾿ αὐτῆς τελούμενα ἅγια μυστήρια…» (Περιοδικό «Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ελλάδος», αρ. 23, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1998, σ. 25.).
Κατάλοιπα της εκκλησιολογίας αυτής υπάρχουν δυστυχώς και στην, διαμορφωθείσα και εγκριθείσα υπό της Διορθοδόξου Συσκέψεως, «Ὁμολογία Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ» ( https://www.ecclesiagoc.gr/index.php/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7/%E1%BC%84%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/%E1%BC%90%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AC/879-omologia-pistews ), παρά το γεγονός ότι το αρχικό κείμενο (το οποίο μάλιστα μας μοιράστηκε προς υπογραφή εν όψει των ενεργειών προς εφαρμογή του Ν. 4301/14, με αποτέλεσμα άλλην «Ομολογία» να έχουμε υπογράψει και άλλη να είναι πλέον η επίσημη!) δεν περιείχε την παρακάτω επίμαχη προσθήκη. Αυτή βρίσκεται στο εξής σημείο (σημειώνεται υπογραμμισμένη): «Πείθομαι προθύμως ἐν τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς καὶ τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ, ὡς τῇ Ἀνωτάτῃ Ἀρχῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι, ἀποτελούσης τὴν συνέχειαν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Ἑλλάδι».
Η σύγχυση αυτή μεταξύ των εννοιών της Καθολικής και της Τοπικής Εκκλησίας, δια της μεταφοράς των ιδιοτήτων της πρώτης στην δεύτερη, οδηγεί σε ταύτιση των ορίων τους και οδηγεί σε αδιέξοδα, όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό. Αποδεικνύει δε τον Σακαρελλισμό ως μία εκκλησιολογική αίρεση, η οποία (όπως και η όμοια αυτής αίρεση του Ματθαιϊσμού) συρρικνώνει τα όρια της Εκκλησίας (πρβλ. ημέτερο άρθρο "Τα όρια της Εκκλησίας").
Το ότι η εκκλησιολογική αυτή θέση είναι απαράδεκτη, αποδεικνύεται και από την Εκκλησιαστική Ιστορία. Για να γίνει αυτό πλήρως αντιληπτό είναι απολύτως απαραίτητο να παρατεθούν ορισμένα ιστορικά στοιχεία, τα οποία θα βοηθήσουν τόσο στην πληρέστερη και βαθύτερη κατανόηση του υπό εξέταση θέματος, όσο και στην αντιμετώπιση των κακοδόξων επιχειρημάτων που εξαπολύονται εσχάτως από ψευτοκατακομβίτες και άλλους ακραίους ζηλωτές, θιασώτες των απόψεων του εκλιπόντος.
Από την Εκκλησιαστική Ιστορία μαθαίνουμε πως ένα σχίσμα ενώ ξεκινά ως διάσπαση εντός της Μίας, Καθολικής Εκκλησίας (είτε ως διάσταση μεταξύ Τοπικών Εκκλησιών, είτε ως διάσταση των μελών μιας Τοπικής Εκκλησίας) μπορεί να καταλήξει (είτε σχεδόν αμέσως, είτε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα) σε απόσχιση της μίας πλευράς από όλη την Εκκλησία, διά της οικειοθελούς και φανερής αποστασίας από Αυτήν και Συνοδικής Κρίσεως, διά της οποίας η Εκκλησία «στιγματίζει τοὺς ἀποσχίζοντας ἑαυτούς» (Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Άπαντα, τόμος α΄, σ. 380). Στην περίπτωση αυτήν οι αποσχισθέντες δια της αποσχίσεώς τους από όλη την Εκκλησία δεν μετέχουν πλέον στο Σώμα Της, δεν μπορούν να τελούν Μυστήρια εξ ονόματός Της και έχουν απωλέσει την Θεία Χάρη, με βάση την πατερική διδασκαλία («Οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ακολουθίαν. …οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι» - Α΄ Κανόνας του Μεγάλου Βασιλείου).
Υπάρχει όμως και η περίπτωση κατά την οποία η διάσπαση αυτή δεν εξελίσσεται σε απόσχιση από την καθόλου Εκκλησία, αφού παρατηρείται το εξής: να υπάρχει μεν διάσταση είτε μεταξύ Τοπικών Εκκλησιών, είτε διασπάσεις - «ἕριδες» όπως τις αποκαλεί ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. α΄, 11) - μεταξύ των μελών μιας Τοπικής Εκκλησίας, παραμένοντας όμως, αμφότερες οι, διασπασμένες μεταξύ τους, μερίδες, σε κοινωνία με την Μία Καθολική Εκκλησία, δια της κοινής κοινωνίας τους με τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες (έχοντας έτσι έμμεση κοινωνία και μεταξύ τους)!
Όπως είναι προφανές λοιπόν, με βάση τα όσα γράφτηκαν ως εδώ, διά της λέξεως «σχίσμα» μπορεί να υποδηλώνεται είτε η απόσχιση από την Καθολική Εκκλησία, είτε η διάσταση εντός Αυτής. Η τελευταία πάντως δεν είναι δυνατόν να διαρκεί συνεχώς, διότι στην πορεία θα επέλθει είτε η οριστική ρήξη (και θα έχουμε σχίσμα, με την πρώτη έννοια), είτε η άρση της. Προφανέστατα λοιπόν όσα ισχύουν για τους σχισματικούς, με την πρώτη έννοια (αποσχισμένοι από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία), δεν ισχύουν για την δεύτερη περίπτωση (αποσχισμένοι ο ένας από τον άλλον, αλλά εντός της Καθολικής Εκκλησίας και εμμέσως κοινωνούντες μεταξύ τους).
Για να γίνει η δεύτερη αυτή περίπτωση περισσότερο κατανοητή είναι αναγκαίο να παρατεθούν μερικά παραδείγματα, εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και να γίνουν επ᾿ αυτών κάποιες παρατηρήσεις:
α) Κατά τα τέλη του Β΄ αιώνος, δημιουργείται το πρώτο μεγάλο σχίσμα εντός Εκκλησίας, το οποίο είναι διττό, αφού έχουμε διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας τόσο μεταξύ Τοπικών Εκκλησιών, όσο και μεταξύ των μελών της Τοπικής Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, και εξ αιτίας της τότε διαφωνίας για το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα, ο Επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ αποκόπτει από την εκκλησιαστική κοινωνία τις εν Ρώμη ενορίες των Μικρασιατών, επειδή οι τελευταίες εόρταζαν το Πάσχα στις 14 Νισάν, κατά την παράδοση των Αποστόλων Ιωάννου του Θεολόγου και Φιλίππου (παράδοση που ακολουθούσαν όλες οι Τοπικές Εκκλησίες της Μικράς Ασίας), σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που, ακολουθώντας την παράδοση των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εόρταζαν το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή πανσέληνο. Δημιουργείται τοιουτοτρόπως σχίσμα εντός της Τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης. Παράλληλα, ο Βίκτωρ διακόπτει και την εκκλησιαστική κοινωνία με τις Τοπικές Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, οι οποίες είχαν συνέλθει σε Σύνοδο, με επικεφαλής τον Εφέσου Πολυκράτη, και διακήρυξαν την εμμονή τους στον εορτασμό του Πάσχα στις 14 Νισάν. Δημιουργείται δηλαδή και σχίσμα μεταξύ των Τοπικών Εκκλησιών της Ρώμης και των της Μικράς Ασίας. Οι υπόλοιπες όμως Τοπικές Εκκλησίες εξακολούθησαν να διατηρούν την εκκλησιαστική κοινωνία τόσο με την Ρώμη, όσο και με τις ενορίες των Μικρασιατών σε αυτήν, αλλά και με τις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, και με πρωτεργάτη τον Άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου κατάφεραν την άρση του ενδοεκκλησιαστικού αυτού διττού σχίσματος (λεπτομέρειες στο Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, β΄ έκδ., Αθήνα, 1994, σ. 278-284. Ως γνωστόν δε το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα, λύθηκε άπαξ διά παντός από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο - επεκύρωσε την παράδοση των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων - μετά την οποία αρχίζει να σταθεροποιείται η εορτολογική συμφωνία στην Εκκλησία).
β) Ενδοεκκλησιαστικό σχίσμα θεωρείται και το σχίσμα Αγίου Ιππολύτου – Αγίου Καλλίστου, στην Τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Το 217, μετά την κοίμηση του Πάπα Ζεφυρίνου, εκλέχτηκε νέος Πάπας ο Κάλλιστος, αλλά μια μερίδα της Εκκλησίας αντέδρασε και εξέλεξε Πάπα τον Άγιο Ιππόλυτο (είναι ο πρώτος Αντίπαπας της Εκκλησίας της Ρώμης). Η μερίδα του Αγίου Ιππολύτου κατηγορούσε τους «Καλλιστικούς» (των οποίων την Εκκλησία αποκαλούσε περιφρονητικά «Σχολή» [=Φιλοσοφική]) για μοναρχιανικές αντιλήψεις και υπερβολική επιείκεια στο ζήτημα της επιστροφής των αιρετικών και των πεπτωκότων, καθώς και των αμαρτημάτων του κλήρου. Η μερίδα του Αγίου Καλλίστου κατηγορούσε τους «Ιππολυτιανούς» για υπερβολική αυστηρότητα και μοντανιστικές επιρροές. Το σχίσμα διήρκησε 17 χρόνια, δηλαδή και επί των διαδόχων του Αγίου Καλλίστου (μαρτύρησε το 222), Αγίου Ουρβανού (μαρτύρησε το 230) και Αγίου Ποντιανού. Ο τελευταίος εξορίστηκε στην Σαρδηνία μαζί με τον Άγιο Ιππόλυτο με τον οποίο επήλθε συμφιλίωση και άρση του σχίσματος, ενώ αμέσως μετά μαρτύρησαν (το 235) αμφότεροι (λεπτομέρειες στα Βλασίου Φειδά, ό. π., σ. 294-296 - το ονομάζει «Σχίσμα Ιππολύτου» - και Φιλαρέτου Βαφείδη, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Κωνσταντινούπολη, 1884, σ. 115-116 - το ονομάζει «Σχίσμα Καλλίστου»).
γ) Τα σχετικά με το λεγόμενο «Αντιοχειανό Σχίσμα» είναι λίγο πολύ γνωστά. Οι Ορθόδοξοι διηρημένοι από το 360 σε δύο μερίδες («Ευσταθιανοί» και «Μελετιανοί») για πάνω από 50 έτη. Με τους «Ευσταθιανούς» κοινωνούσαν οι Τοπικές Εκκλησίες Ρώμης, Αλεξανδρείας και Κύπρου, ενώ με τους «Μελετιανούς» οι Τοπικές Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Ιεροσολύμων και Μικράς Ασίας. Η άρση του έγινε χάρις στην τόλμη ενός αγίου ανδρός, του Επισκόπου Αντιοχείας Αλεξάνδρου, ο οποίος με όλο το ποίμνιό του πήγε στο ναό των «Ευσταθιανών» και συλλειτούργησε ενώνοντας την διηρημένη Τοπική Εκκλησία της Αντιοχείας (413) [πρβλ. ημετέρα εργασία "Το Αντιοχειανό Σχίσμα"].
δ) Το Σχίσμα των «Ιωαννιτών» ήταν ακόμη ένα ενδοεκκλησιαστικό σχίσμα, και μάλιστα πολλαπλό, μιας και με αφορμή την «καθαίρεση» και την εξορία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (404) υπήρξε διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας τόσο μεταξύ Τοπικών Εκκλησιών (Ρώμης με Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια), όσο και μεταξύ των μελών τουλάχιστον δύο Τοπικών Εκκλησιών, της Κωνσταντινουπόλεως και της Αντιοχείας. Και στη μεν πρώτη, οι οπαδοί του Ιερού Χρυσοστόμου, υπό την καθοδήγηση μαθητών του Αγίου, όπως του πρεσβυτέρου Γερμανού, του διακόνου Κασσιανού και της διακονίσσης Ολυμπιάδος, διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους επόμενους Πατριάρχες, ήτοι τον Άγιο Αρσάκιο (πατρ. 404-405), τον Άγιο Αττικό (406-425), τον Άγιο Σισίνιο (426-427), τον Νεστόριο (428-431), τον Άγιο Μαξιμιανό (431-434) και τον Άγιο Πρόκλο (434-446), έως ότου ο τελευταίος μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Πόλη (438)ˑ διήρκησε δηλαδή το σχίσμα 34 χρόνια. Στην δε Αντιόχεια το 404 ο πρεσβύτερος Κωνστάντιος, συνυποψήφιος του τελικώς εκλεγέντος Πατριάρχου Πορφυρίου, μαζί με πλήθος πιστών πρωτοστάτησε στην διακοπή κοινωνίας με τον τελευταίο και το σχίσμα ήρθη επί των ημερών του επόμενου Πατριάρχου, του Αγίου Αλεξάνδρου, ο οποίος αποκατέστησε στην έδρα τους τους «Ιωαννίτες» επισκόπους Ελπίδιο και Πάππο και έγραψε στα Δίπτυχα το όνομα του Ιερού Χρυσοστόμου (413), γεγονός το οποίο οδήγησε και στην αποκατάσταση της κοινωνίας με την Τοπική Εκκλησία της Ρώμης, επί Πάπα Ιννοκεντίου (λεπτομέρειες στα Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία (P. G. 67, 1572-1592) και Διομήδους Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα, 1881, σ. 233).
ε) Ένα ακόμη παράδειγμα ενδοεκκλησιαστικού σχίσματος είναι και το σχεδόν εικοσαετές σχίσμα μεταξύ του Μεγάλου Φωτίου και του Αγίου Ιγνατίου (858-877). Εξαιτίας πολιτικών δολοπλοκιών και εκκλησιαστικών ερίδων, καθώς και της παπικής εμπλοκής, η Τοπική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως διαιρέθηκε σε δύο μερίδες. Για την εσωτερική διαίρεση αυτή θρηνούσε ο Μέγας Φώτιος γράφοντας σε επιστολή του για «κατατεμνομένη καὶ μεριζομένη Εκκλησία» (P.G. 102, 900). Το σχίσμα παγιωνόταν και για τον λόγο - όπως ο ίδιος ο Μέγας Φώτιος αργότερα ομολογεί - ότι «καὶ ἑτέρους πλείστους καθαιρεθέντας ἐπὶ ἐγκλήμασι παρὰ τοῦ ἁγιωτάτου Ἰγνατίου ἡμεῖς ἐδεξάμεθα, καὶ τοὺς ὑφ᾿ ἡμῶν καθαιρεθέντας ὁ ἐν ἁγίοις Ἰγνάτιος ἐδέξατο» (P.G. 104, 1229-1232)! Το σχίσμα μεταξύ «Φωτειανών» και «Ιγνατιανών» ήρθη λίγο προ της κοιμήσεως του Αγίου Ιγνατίου (ο οποίος διένυε την β΄ επίσημη πατριαρχεία του), ο οποίος εκτίμησε την αγιότητα του Μεγάλου Φωτίου (ο οποίος περιγράφει ενώπιον της Η΄ Οικουμενικής Συνόδου με τα εξής συγκινητικά λόγια την άρση του διχασμού: «Ἀλλήλων μὲν τοῖς ποσὶν ἀμφοῖν προσπεσόντων καὶ εἴ τι ἑκατέρῳ πρὸς τὸν ἕτερον διημάρτηται, τῆς συγγνώμης τούτων ἀφ᾿ ἑκατέρου ἀφελομένης» [Mansi 17, 424]), καθώς και την συμπαράστασή του στην οδυνηρή του ασθένεια. Μάλιστα ο Άγιος Ιγνάτιος πρότεινε την αποκατάσταση του Μεγάλου Φωτίου, αλλά εκείνος αρνήθηκε και μόνο μετά την κοίμηση του πρώτου ανήλθε (για δεύτερη φορά επισήμως) στον επισκοπικό θρόνο της Πόλεως, αίροντας και επισήμως την διάσταση εκείνη (λεπτομέρειες στα Ιωάννου Βαλέττα, Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως επιστολαί, Λονδίνο, 1864 (Προλεγόμενα) και Βλασίου Φειδά, ό. π., σ. 97-125).
στ) Κλείνοντας τον κύκλο των παραδειγμάτων, αξίζει να γίνει αναφορά και στο λεγόμενο «Σχίσμα των Αρσενιατών». Το 1261 ο Άγιος Αρσένιος Αυτωρειανός, τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αφόρισε τον Μιχαήλ τον Η΄ Παλαιολόγο επειδή τύφλωσε τον νόμιμο ανήλικο διάδοχο του θρόνου τον Ιωάννη τον Δ΄ Λάσκαρι και σφετερίστηκε τον θρόνο γενόμενος επίορκος. Ο Μιχαήλ προσεταιρίστηκε σταδιακά την πλειοψηφία των μελών της Συνόδου, η οποία συνεκλήθη και καθαίρεσε με ψευδείς κατηγορίες τον Άγιο Αρσένιο το έτος 1264. Η καθαίρεση προκάλεσε μέγα σχίσμα στην Τοπική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μιας και πολλοί υποστηρικτές του Αγίου με σύνθημα το «μὴ ἅψῃ, μηδὲ θίγῃς» αποσχίστηκαν από την επίσημη Ιεραρχία και το νέο Πατριάρχη Γερμανό τον Γ΄ (πατρ. 1265-1266). Το ενδοεκκλησιαστικό αυτό σχίσμα ήταν τόσο μεγάλο ώστε «καὶ κατ᾿ οἰκίαν τοὺς ἐντὸς διῃρῆσθαι», κατά τον ιστορικό Παχυμέρη, ενώ συνεχίστηκε και επί του Αγίου Ιωσήφ του Α΄ του Γαλησιώτου (α΄ πατρ. 1266-1274, β΄ πατρ. 1282-1283). Το 1274 υπογράφεται η Ψευδένωση της Λυών, την οποία ο Άγιος Ιωσήφ αρνείται και στην θέση του τοποθετείται ο γνωστός λατινόφρονας Ιωάννης ο ΙΑ΄ ο Βέκκος (πατρ. 1274-1283). Οι ακόλουθοι του Αγίου Ιωσήφ, διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με την επίσημη Ιεραρχία και πλέον στην Πόλη έχουμε τρεις μερίδες: τους «Ενωτικούς», που αποτελούσαν πλέον την «επίσημη Εκκλησία», και τις δύο μερίδες των Ορθοδόξων, τους «Αρσενιάτες» και τους «Ιωσηφίτες», οι οποίοι δεν κοινωνούν ούτε μεταξύ τους, και εκ των οποίων προέρχονται μάρτυρες και ομολογητές (γνωστότερος ο «Ιωσηφίτης» Άγιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης). Στον χώρο όμως των «Αρσενιατών» δημιουργήθηκε πολυδιάσπαση (γράφει ο «Ιωσηφίτης» Άγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας - δάσκαλος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά - για τους «Αρσενιάτες» πως «εἰς πολλὰ τμήματα γενομένους καὶ διαφόρους διατάξεις, μᾶλλον παρατάξεις, κατασταθέντας καὶ διαφόρων ἀρχηγῶν ὀνόμασιν ἀσέμνως σεμνύνεσθαι καὶ ἐκ πολλῶν ἡγεμόνων κατονομάζεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ λέγειˑ ὅτι τοῦ δεῖνά εἰμι πατριάρχουˑ ὃ δὲˑ τοῦ δεῖνα, ἄλλος τοῦτου τοῦ ἀρχιερέως, ἕτερος ἐκεῖνου… εἰς σχίσματα καὶ παρατάξεις κατετμήθησαν καὶ ἔκαστος ὃν ἐβουλήθη τῶν ἀνθρώπων εἰς κεφαλὴν ἑαυτῷ προεχειρίσατο» [Revue des etudes byzantines, V (1947), Bucarest, 1947, σ. 131, υπ. 1]) και δύο κύριες τάσεις, εκ των οποίων η ακραία, απέρριπτε τα Μυστήρια όχι μόνο των «Ενωτικών», αλλά και των «Ιωσηφιτών» («Διδάσκουσι γὰρ ἀπέχεσθαι τὸν τοῦ Θεοῦ λαὸν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας, ἀποφεύγειν ἐκ τῶν ἁγιασμάτων, μὴ ὑποτάσσεσθαι τοῖς τῶν ἐκκλησιῶν ποιμέσι… ἐῶσι τὰ παιδία αὐτῶν ἀβάπτιστα καὶ συμβαίνει ἀποθνῄσκειν αὐτὰ ἀφώτισταˑ καὶ αὐτοὶ δὲ τὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ἡνίκα τοῦ τῇδε βίου διὰ θάνατον ἐξέρχονται, τὴν μετάληψιν τοῦ τιμίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου ἀποστρέφονται» [αυτόθι, σ. 122-123]). Γι’ αυτόν τον λόγο μάλιστα ο Άγιος Θεόληπτος θεωρούσε τους ακραίους «Αρσενιάτες» ως αιρετικούς και όταν αργότερα η επίσημη Εκκλησία αποδέχτηκε άνευ όρων όλους τους «Αρσενιάτες» διέκοψε το μνημόσυνο του Πατριάρχου!). Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ και την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του ευσεβεστάτου Ανδρονίκου του Β΄, ο νέος αυτοκράτορας, μετά τις ενέργειές του διά των οποίων συνεκλήθη Σύνοδος και αποκατέστησε την Ορθοδοξία, αναθεματίζοντας την Ψευδένωση και τους «Ενωτικούς», προσπάθησε να άρει το σχίσμα μεταξύ «Αρσενιατών» και «Ιωσηφιτών» με την εκλογή νέου Πατριάρχου (ο Άγιος Ιωσήφ μόλις είχε κοιμηθεί), ο οποίος να ήταν αρεστός και στις δύο μερίδες. Νέος Πατριάρχης υπήρξε ο Γρηγόριος ο Β΄ ο Κύπριος (πατρ. 1283-1289) επί του οποίου συνεκλήθη για το θέμα του σχίσματος η Σύνοδος του Αδραμυττίου (1284). Σε αυτήν η μετριοπαθής μερίδα των «Αρσενιατών» πρότεινε μία θεοκρισία: να τοποθετηθούν στη φωτιά δύο Τόμοι, ο ένας με τις απόψεις των «Αρσενιατών» και ο άλλος με τις απόψεις των «Ιωσηφιτών».
Τα δύο έγγραφα κλείστηκαν σε ασημένια θήκη που έμεινε στην φωτιά όλη τη νύχτα, την οποία, οι συμμετέχοντες στην Σύνοδο, πέρασαν με προσευχές. Την επομένη ανοίχτηκε η θήκη και οι δύο Τόμοι είχαν καεί! Μια μερίδα «Αρσενιατών» ενώθηκε τότε με την επίσημη Εκκλησία, αλλά οι υπόλοιποι συνέχισαν την διακοπή κοινωνίας και αφορίστηκαν. Μια άλλη παράταξη «Αρσενιατών» ενώθηκε με την επίσημη Εκκλησία, με την μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αρσενίου που έγινε το 1285 με διαταγή του αυτοκράτορα, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς την άρση του σχίσματος. Ακολούθησαν οι πατριαρχίες του Αγίου Αθανασίου του Α΄ (α΄ πατρ. 1289-1293, β΄ πατρ. 1304-1310) και του Ιωάννου του ΙΒ΄ (πατρ. 1294-1304), μία περίοδος κατά την οποία υπήρχαν σταδιακές προσχωρήσεις «Αρσενιατών» στην επίσημη Εκκλησία και, όπως γράφει ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης, «τὰ τῆς ἐκκλησίας μέλη καὶ μέρη, ἃ δὴ χθὲς καὶ πρὸ τρίτης διῃροῦντό τε καὶ διίσταντο ἐξ ἀντιπνοίας κυμαινούσης σφόδρα, συνηρμολογοῦντό τε καὶ καθίσταντο, οὐ μὴν δ' ὥστε καὶ τοὺς τῆς ἐκκλησίας τελείαν ἄγειν εἰρήνην» (P.G. 144, 205-206). Οι τελευταίοι ακραίοι «Αρσενιάτες» (τους οποίους ο Άγιος Αθανάσιος, παραφράζοντας την λέξη «ζηλωτές», ονόμαζε «ξηλωτές»!) επανήλθαν στην επίσημη Εκκλησία το 1310 επί Πατριάρχου Νήφωνος του Α΄ (πατρ. 1310-1315) μετά από ειδική τελετή που έγινε στην Αγιά Σοφιά ενώπιον του λειψάνου του Αγίου Αρσενίου. Όλες οι εισδοχές των «Αρσενιατών» στην επίσημη Εκκλησία έγιναν άνευ επαναλήψεως των Μυστηρίων ή κάποιας άλλης διαδικασίας, δηλαδή αναμυρώσεως, αναχειροτονίας κ.ά. (λεπτομέρειες στο Πάρι Γουναρίδη, Το κίνημα των Αρσενιατών, Αθήνα, 1999).
Όπως είναι φανερό οι παραπάνω ενδοεκκλησιαστικές διαιρέσεις δεν είναι δυνατόν να εξισωθούν με σχίσματα όπως των Νοβατιανών, των Δονατιστών, των Εγκρατιτών, των Ρασκολνίκων και όλων εκείνων δηλαδή που είχαν αποσχισθεί όντως από την Μία Καθολική Εκκλησία του Χριστού (σε αυτό το σημείο δε, και προς άρση παρεξηγήσεων, είναι απαραίτητο να τονιστεί πως δεν υπάρχει εδώ καμία διάθεση να δικαιωθεί μια ενδοεκκλησιαστική διαίρεση - ούτε φυσικά παραβλέπεται η ευθύνη αυτών που την δημιουργούν -, αλλά πρέπει να εξετασθεί σε εντελώς διαφορετική βάση από εκείνη στην οποία εξετάζεται το κατ᾿ εξοχήν σχίσμα [=απόσχιση από την Καθολική Εκκλησία]).
Με βάση τα παραπάνω ιστορικά παραδείγματα αποδείχθηκε ότι βεβαίως και δύναται, σε κάποιες περιστάσεις, μια Τοπική Εκκλησία να χωριστεί προς καιρόν σε έγκυρα και σωτήρια «κόμματα» ή «παρατάξεις», τα οποία να θεωρούνται ακόμη εντός της Μίας Καθολικής Εκκλησίας, χωρίς αυτό να σημαίνει σε καμία περίπτωση αποδοχή της οικουμενιστικής «θεωρίας των κλάδων». Όταν, για παράδειγμα, ο Μέγας Βασίλειος έγραφε πως η Εκκλησία «καὶ ὑπὸ τῶν τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται» ή όταν ο Μέγας Φώτιος μίλαγε για Εκκλησία «κατατεμνομένη καὶ μεριζομένη» και αναφέρονταν στις Τοπικές Εκκλησίες Αντιοχείας και Κωνσταντινουπόλεως της εποχής τους αντίστοιχα, θα μπορούσε άραγε κανείς να τους κατηγορήσει ως οπαδούς της οικουμενιστικής εκκλησιολογίας περί «διηρημένης Εκκλησίας»;
Αν δεχθούμε την σακαρέλλειο εκκλησιολογία, τότε πρέπει να απαντήσουμε με σαφήνεια, για κάθε ένα από τα προαναφερόμενα παραδείγματα, ως προς το ποια μερίδα αποτελούσε την Εκκλησία. Αν, για παράδειγμα, στην περίπτωση του Αντιοχειανού σχίσματος απαντήσουμε «η Εκκλησία ήταν η μερίδα του Αγίου Μελετίου», τότε πρέπει να εξηγήσουμε πως ο Μέγας Αθανάσιος (και οι Τοπικές Εκκλησίες της Αλεξανδρείας, της Κύπρου και της Ρώμης) κοινωνούσαν με την «εκτός Εκκλησίας» μερίδα του Παυλίνου και δεν κατεστάθησαν και εκείνοι «εκτός Εκκλησίας», κατά το «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ». Η θέση ότι επειδή η Εκκλησία λέγεται Μία, άρα και, σε περίπτωση διχασμού μιας Τοπικής Εκκλησίας και εμφανίσεως περισσοτέρων Διοικήσεων (συνόδων, δικαιοδοσιών, μερίδων, σωμάτων, τμημάτων, παρατάξεων, όπως θέλετε πείτε το), μόνο μία από αυτές είναι δυνατόν να αποτελεί την Εκκλησία, οδηγεί και σε άλλες ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν, τα οποία μας αφορούν πιο άμεσα. Όπως παραδείγματος χάριν: «Ποία μία Δικαιοδοσία ήταν Η Εκκλησία στην Ελλάδα το 1983;». Αφού ως γνωστόν το έτος εκείνο (εκτός της «επίσημης Εκκλησίας» και της ενιαίας τότε «Ματθαιϊκής Εκκλησίας» - σήμερα έχουμε πέντε-έξι «Άγιες Καθολικές και Αποστολικές» Ματθαιϊκές «Εκκλησίες», γεγονός αναμενόμενο αν εξετάσει κανείς την εκκλησιολογία τους, η οποία είναι εκ φύσεως διασπαστική) η Εκκλησία των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος ήταν χωρισμένη σε τρεις Συνόδους (Αυξεντίου, Γεροντίου, Καλλίστου-Αντωνίου).
***
Ολοκληρώνοντας την εργασία αυτή ευελπιστώ να απελευθερωθεί η Εκκλησία μας από την βαβυλώνειο αιχμαλωσία του Σακαρελλισμού, να επιστρέψει στην Εκκλησιολογία του Αγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και αφού απλώσει διάπλατα τα χέρια να αγκαλιάσει στους κόλπους Της άνευ όρων (χωρίς βλάσφημες και αθεολόγητες επαναλήψεις Μυστηρίων, όπως αναβαπτισμούς, αναμυρώσεις και αναχειροτονίες) τους ΟΜΟΦΡΟΝΕΣ Πατέρες και Αδελφούς που βρίσκονται εκτός των κόλπων της μεν, αλλά εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ώστε ομού να συμπορευθούμε στα δύσκολα για την Αληθινή Ορθοδοξία χρόνια που ζούμε. Αμήν, γένοιτο!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου